Η αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού γιατρού υπηρετεί την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, είναι η θέση της συμπολίτευσης, στο νομοσχέδιο του υπουργείου Υγείας που συζητείται στην ολομέλεια της Βουλής.
Η αντιπολίτευση, στον αντίποδα, εκτιμά ότι και αυτό το εγχείρημα θα αποδειχθεί ανεπαρκές για την πρόληψη και την προληπτική ιατρική, η οποία θα πρέπει να στηρίζεται στον πυλώνα της καθολικής και ισότιμης κάλυψης των υγειονομικών αναγκών.
Η εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας Μαρία Αλεξάνδρα Κεφάλα ανέφερε ότι η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας βρίσκεται στο επίκεντρο του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης. «Με την αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού γιατρού, ενισχύουμε το κομμάτι της πρόληψης και της προληπτικής ιατρικής στη χώρα μας. Καλύπτουμε το σύνολο του πληθυσμού.
Προσωπικός γιατρός για όλους τους πολίτες. Επεκτείνουμε ταυτόχρονα το μέτρο και στους παιδιάτρους, με στόχο να καλύψουμε δωρεάν επισκέψεις για 530.000 παιδιά έως 16 ετών. Ουσιαστικά, ερχόμαστε να μετατρέψουμε το θεσμό αυτό σε πυλώνα ενός οργανωμένου συστήματος προληπτικής ιατρικής», τόνισε η βουλευτής της ΝΔ.
Η κ. Κεφάλα επισήμανε παράλληλα ότι με το νομοσχέδιο καθιερώνεται ένα ενιαίο σύστημα ετήσιας αξιολόγησης των προσωπικών γιατρών βασιζόμενο σε ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες απόδοσης, το οποίο θα στηρίζεται σε πληροφορίες που θα συλλέγονται ηλεκτρονικά. Αναφερόμενη στην ίδρυση Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας και στη χρήση της τηλεϊατρικής, η κ. Κεφάλα υπογράμμισε ότι στα οκτώ Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας, τα οποία και διασυνδέονται με τα Τμήματα Ιατρικής των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, θα αξιοποιηθούν όλα τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία.
«Μέσα σε αυτά θα εγκατασταθούν και θα διαλειτουργούν με τις πρωτοβάθμιες δομές και με τα νοσοκομεία αναφοράς, σταθμοί τηλεϊατρικής, δημιουργώντας ένα ψηφιακό περιβάλλον μέσα από το οποίο πρόκειται να παρέχεται αποτελεσματική παρακολούθηση και αντιμετώπιση ιατρικών περιστατικών για τους κατοίκους κάθε γωνιάς της πατρίδας μας. Αυτό ονομάζεται κοινωνική δικαιοσύνη στην πράξη, όχι λόγια, όχι ευχολόγια», τόνισε η εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας.
Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Ανδρέας Παναγιωτόπουλος δήλωσε ότι το κόμμα του καταψηφίζει το νομοσχέδιο. «Είμαστε κάθετα αρνητικοί απέναντι στο νομοσχέδιο για τον Προσωπικό Ιατρό γιατί είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο έρχεται απλά και μόνο να καλύψει τα κενά και τους όρους που έχει δημιουργήσει η κυβέρνηση με προηγούμενα νομοσχέδιά της και να καλύψει την εκταμίευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Τίποτα άλλο δεν προβλέπει. Απλά, μεταφέρει πάλι τα βάρη στις πλάτες του κόσμου, στις πλάτες του λαού. Και, ουσιαστικά, αυτό που κάνει, είναι να μετατρέπει τον αγροτικό και τον ανειδίκευτο γιατρό σε προσωπικό γιατρό. Είναι μια μεγάλη αποτυχία και πάλι υποτιθέμενης μεταρρύθμισης που κάνει η κυβέρνηση, η οποία δεν πρόκειται, δυστυχώς, να αποδώσει τίποτα», δήλωσε χθες ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο ίδιο κλίμα σήμερα, από το βήμα της ολομέλειας, ο κ. Παναγιωτόπουλος είπε πως και μόνο το γεγονός ότι δεν έχουν περάσει δύο χρόνια, από την τελευταία απόπειρα μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με τον νόμο Πλεύρη, λέει πολλά.
«Ο νόμος αυτός απέτυχε παταγωδώς και τώρα, αντί να βάλει μυαλό ο υπουργός Υγείας, συνεχίζει τις πανικόβλητες και πρόχειρες δουλειές, με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο. Τέτοια πειράματα δεν κάνουν ούτε οι μαθητευόμενοι μάγοι, και όχι οι υποτιθέμενοι άριστοι υπουργοί της υποτιθέμενης άριστης κυβέρνησης», είπε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε ότι με το νομοσχέδιο ευνοούνται αναφανδόν οι ιδιώτες επαγγελματίες γιατροί.
Υπογράμμισε επίσης ότι το κόμμα του διαφωνεί με τον προσωπικό γιατρό και αντ΄αυτού πιστεύει στις Τοπικές Μονάδες Υγείας που απαρτίζονται από διεπιστημονική ομάδα η οποία εμπεριέχει και τον οικογενειακό γιατρό.
Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ Ιωάννης Τσίμαρης κάλεσε την κυβέρνηση να απαντήσει ποιο είναι το στρατηγικό της σχέδιο για την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. «Εξ ιδρύσεως του ΕΣΥ ένας από τους κύριους πυλώνες ήταν η ανάπτυξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Από τότε έχουν περάσει 40 και πλέον χρόνια και δυστυχώς, για μια ακόμα φορά, επιχειρείτε να ανασυγκροτηθεί εκ νέου.
Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας όμως τις τελευταίες δεκαετίες θυμίζει γεφύρι της Άρτας. Αποτελεί το πλέον παραμελημένο πεδίο του συστήματος υγείας», είπε ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι στο νομοθέτημα της αυτό, όπως και σε πλείστα άλλα, κυριαρχεί η προχειρότητα και οι ασάφειες και η ετεροχρονισμένη αντίδραση.
Η κυβέρνηση είχε επαρκή χρόνο να καταθέσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αλλά δεν τον αξιοποίησε και ακολουθεί και πάλι τις εξελίξεις, είπε ο κ. Τσίμαρης και πρόσθεσε ότι η ΠΦΥ δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και της ασθένειας αλλά στην πρόληψη, στην προστασία και την προαγωγή υγείας και χρειάζεται διεπιστημονικές ομάδες, χρειάζεται όλους τους επαγγελματίες υγείας και ο προσωπικός γιατρός είναι ένας μόνο κρίκος της αλυσίδας αυτής.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ Γιώργος Λαμπρούλης ανέφερε ότι και αυτό το νομοσχέδιο κινείται σε αντιδραστική κατεύθυνση και κινείται στη λογική συρρίκνωσης του κόστους για το κράτος. «
Απέναντι στη σχεδόν ανύπαρκτη δημόσια πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με τις τεράστιες ελλείψεις, που οδηγεί στην αδυναμία ακόμη και στοιχειωδών υπηρεσιών, η κυβέρνηση αντί να αναπτύξει υποδομές, να προχωρήσει σε μαζικές προσλήψεις υγειονομικών, να εξασφαλίσει όλο τον αναγκαίο εξοπλισμό που να καλύπτουν τις ανάγκες του λαού, 24 ώρες το 24ωρο, και όλο το χρόνο, τι κάνει;
Προωθεί ρυθμίσεις που η κατεύθυνσή τους είναι η παραπέρα αποδόμηση και το σμπαράλιασμα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, και όχι η ενίσχυσή της. Προωθεί την πολιτική του ελάχιστου. Υπονομεύει περαιτέρω τον ενιαίο χαρακτήρα του συστήματος υγείας, περιορίζει τις υπηρεσίες της υγείας σε στοιχειώδεις, ελάχιστες και ανεπαρκείς, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις λαϊκές ανάγκες. Τις προσαρμόζει στους περιορισμένους δημοσιονομικούς στόχους των περικοπών», τόνισε ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ.
Η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης Μαρία Αθανασίου ανέφερε ότι η κυβέρνηση προωθεί τη «δήθεν» αναβάθμιση του θεσμού του προσωπικού γιατρού.
«Ωστόσο αν και ο θεσμός άρχισε να εφαρμόζεται το 2022, το πρόγραμμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, λόγω της μικρής συμμετοχής των πολιτών σε αυτό. Η κυβέρνηση κατέφυγε στη γνωστή συνταγής της επιβολής ποινών προς τους ανυπάκουους πολίτες, που δεν θα εγγραφούν στον προσωπικό γιατρό.
Όμως, ενώ η κυβέρνηση περίμενε αθρόα προσέλευση γιατρών, ο τελικός αριθμός που δέχθηκε να ενταχθεί ήταν πολύ μικρότερος του αναμενόμενου. Συνέπεια αυτού ήταν ότι και όσοι πολίτες ήθελαν να έχουν προσωπικό γιατρό, να μην βρίσκουν διαθέσιμο γιατρό στην περιοχή τους, για να κάνουν εγγραφή», είπε η Μαρία Αθανασίου και προέβλεψε πως και τώρα τα οικονομικά κίνητρα δεν θα αποδεχθούν επαρκή και σίγουρα είναι πολύ χαμηλότερα, σε σχέση με τις απολαβές που μπορεί να έχει ένας γιατρός στον ιδιωτικό τομέα.
Tην εκτίμηση ότι και αυτό το νομοσχέδιο δεν θα πετύχει, εξέφρασε ο ειδικός αγορητής της Νέας Αριστεράς Οζγκιούρ Φερχάτ. «Αυτό το νομοσχέδιο το οποίο έρχεται να διορθώσει τις στρεβλώσεις του ν.4931/22 όταν Υπουργός ήταν ο κύριος Πλεύρης, χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα, προχειρότητα και ουσιαστικά αποτελεί μια προσπάθεια εμφάνισης πλασματικής κάλυψης του πληθυσμού.
Θεωρούμε ότι θα αποτύχει όπως ο προηγούμενος νόμος, όπως και όλες οι παρεμβάσεις σας στη δημόσια υγεία μέχρι τώρα», είπε ο ειδικός αγορητής της Νέας Αριστεράς και πρόσθεσε: «Όταν εμείς σας κατηγορούμε για αποτυχία, αναφερόμαστε στην αποτυχία ισότιμης, καθολικής, δωρεάν και αξιόπιστης φροντίδας υγείας, τόσο στην τριτοβάθμια, στη δευτεροβάθμια, όσο και στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Και αυτή την αποτυχία δεν την υποστηρίζουμε εμείς που μας κατηγορείτε για κομματική σκοπιμότητα, αλλά την αποτυπώνουν οι αριθμοί.
Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία της Eurostat, καταγράφεται διπλασιασμός των ακάλυπτων αναγκών υγείας του πληθυσμού την τελευταία πενταετία με το κόστος των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα να είναι η βασική αιτία αυτών των ακάλυπτων αναγκών, καθώς και η δραματική επιδείνωση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας στη χώρα που την κατατάσσει δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».