Εκθεση σχετικά με την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή του κτήματος Τατοΐου θα περιλαμβάνει το παλαιό βουστάσιο, όπως και έκθεση για τα βασιλικά αυτοκίνητα. Οι σχετικές μελέτες του Μουσειολογικού (Νοηματικού) Σχεδιασμού σε επίπεδο οριστικής μελέτης και της Μουσειογραφικής Μελέτης Εφαρμογής συζητήθηκε στο Συμβούλιο Μουσείων του υπουργείου Πολιτισμού. Το έργο έχει ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με τίτλο «SUB. 2.2 – Στερέωση και Αποκατάσταση του κτηρίου του Ν. Βουστασίου στο πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου και Επανάχρησή του ως Μουσείου» και η αποκατάσταση του κτηρίου αναμένεται να ολοκληρωθεί έως τον ερχόμενο Μάιο. Οι εργασίες είναι εντός του χρονοδιαγράμματος.
Η αποκατάσταση του ιστορικού κτηρίου του Ν. Βουστασίου εκπονείται με επιμέλεια της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων, ώστε το κτήριο και ο περιβάλλων χώρος να παραδοθούν σε άριστη κατάσταση για την εφαρμογή του νοηματικού σχεδιασμού και της μουσειογραφικής μελέτης. Τα κινητά αντικείμενα που θα εκτεθούν στους χώρους του Ν. Βουστασίου, καταλογογραφούνται και αναρτώνται ως ψηφιακά τεκμήρια στο αποθετήριο των Κινητών Μνημείων του ΥΠΠΟ, με επιμέλεια της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων.
Για το Ν. Βουστάσιο αρχικά προβλεπόταν η έκθεση των βασιλικών αυτοκινήτων, 13 τον αριθμό, τα οποία βρέθηκαν αποθηκευμένα στους χώρους του. Καλύτερη εξέταση του χώρου, ωστόσο, οδήγησε στην πρόταση για δημιουργία ενός διθεματικού μουσείου: α) για την αγροκτηνοτροφική παραγωγή του Κτήματος στις 2 πτέρυγες και β) για τα βασιλικά αυτοκίνητα στη δυτική πτέρυγα, καθώς οι υφιστάμενες εσωτερικές διαρρυθμίσεις του χώρου στη μακρά πτέρυγα και στην ανατολική είναι ιστορικά στοιχεία που δεν πρέπει να καθαιρεθούν.
Όταν το κτήμα Τατοΐου περιήλθε με αγορά στην ιδιοκτησία του Βασιλιά Γεωργίου Α’, το 1872, περιλαμβάνονταν σε αυτό κυρίως δασώδεις εκστάσεις, λίγες καλλιεργήσιμες γαίες, καθώς και γαίες προς άλλη χρήση, όπως βοσκότοποι, κήποι κ.λπ. Με την αγορά του κτήματος, ο Γεώργιος δεσμεύτηκε στην ολοκλήρωση των εργασιών και δοσοληψιών των προηγούμενων ιδιοκτητών, όπως την ολοκλήρωση της συμφωνίας βόσκησης ζώων, την εκμίσθωση αγρών για επίμορτη καλλιέργεια και τη συνέχιση λειτουργίας 130 κυψελών.
Μέσω διαδοχικών αγορών, το κτήμα έφτασε στη μέγιστη επιφάνειά του το 1898, οπότε υπολογιζόταν σε 48.269 στρέμματα. Όπως προκύπτει από τα ιστορικά αρχεία και την σχετική έρευνα, το κτήμα συνέχισε να έχει πλούσια αγροκτηνοτροφική παραγωγή, καθώς η βασιλική οικογένεια ενδιαφέρθηκε για την καλή διατήρηση του δάσους και ανέπτυξε σημαντική αγροκτηνοτροφική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την εισήγηση, είναι προφανές ότι υπήρχε στο κτήμα λειτουργία αγροκτήματος και, μάλιστα, πρότυπου για τα ελληνικά δεδομένα. Μέσω της πρωτογενούς αξιοποίησης του δάσους (δασοκομία, υλοτομία, παραγωγή ρητίνης), της φυτικής παραγωγής (αμπελουργία, καλλιέργεια σιτηρών και ψυχανθών, παραγωγή κηπευτικών) και της ζωικής παραγωγής (αγελαδοτροφία, χοιροτροφία, μελισσοκομία), παράγονταν πρώτες ύλες, οι οποίες στη συνέχεια αξιοποιούνταν για την παραγωγή κρασιού και βουτύρου. Για την προώθηση των τελευταίων αναπτύχθηκε εμπορική ταυτότητα (brand), δίκτυο και καταστήματα πώλησης – τα κρασιά, συγκεκριμένα, συμμετείχαν σε εκθέσεις, όπου απέσπασαν και βραβεία.
Το Βουστάσιο βρίσκεται στην επονομαζόμενη αγροτική ενότητα του κτήματος. Περατώθηκε το 1952 και αντικατέστησε το παλαιότερο κτίσμα του βουστασίου, που βρίσκεται βορειότερα, καθώς το τελευταίο δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης αγροτικής παραγωγής του κτήματος εκείνη την περίοδο. Το νέο Βουστάσιο ήταν επί πλέον, ό, τι πιο σύγχρονο για την εποχή του, σε μια περίοδο που η διεύθυνση του κτήματος στηριζόταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945. Είχε χωρητικότητα 90 ζώων, με τον αριθμό αυτό να φτάνει ενίοτε τα 100, και κατά τη μεγαλύτερη περίοδο απασχολούσε 4 σταβλίτες. H συνολική επιφάνεια του κτηρίου είναι περίπου 1500 τ.μ. και διαμορφώνεται σε σχήμα «Π», αποτελούμενο από τρεις πτέρυγες.
Όσον αφορά στη συλλογή της αγροκτηνοτροφικής ενότητας, παρουσιάστηκαν δυσκολίες σχετικά με το μέγεθός της, το οποίο ήταν εξαιρετικά μικρό, την αποσπασματικότητά της και την κατάσταση διατήρησής της. Τα αντικείμενα που σώζονται δεν περιγράφουν ολόκληρες διαδικασίες, δεν τεκμηριώνονται με αρχειακό υλικό στις περισσότερες περιπτώσεις και δεν σώζονται με τρόπο που να μαρτυρά το ιστορικό της κατασκευής τους.
Στους χώρους του νέου Βουστασίου εντοπίστηκαν, επιπλέον, δεκατρία αυτοκίνητα, δέκα εκ των οποίων χαρακτηρίστηκαν μνημεία διότι πρόκειται για αντικείμενα ιδιαίτερης τεχνικής και καλλιτεχνικής αξίας συνδεδεμένα με σημαντικά γεγονότα και θεσμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τα οποία εντάσσονται στο ίδιο ιστορικό σύνολο με τα υπόλοιπα κηρυγμένα μνημεία (κινητά και ακίνητα) του πρώην Βασιλικού Κτήματος Τατοΐου. Οχτώ από αυτά θα εκτεθούν στο χώρο του Ν. Βουστασίου:
- δύο άσπρα Fiat 500™ • δύο αυτοκίνητα μάρκας MG™, μοντέλο TD • τέσσερα αυτοκίνητα κατασκευής RollsRoyce™ • δύο ηλεκτροκίνητα Victor 5
Το εγχείρημα της μετατροπής του νέου Βουστασίου σε διθεματικό Μουσείο προσπαθεί να αναδείξει ότι, παρά τις εναλλαγές χρήσεων που λάμβαναν χώρα στο κτήμα ανάλογα με την περίοδο της βασιλείας, οι αρχές που φαινόταν να διέπουν τη χρήση του κτήματος ήταν η προστασία του περιβάλλοντος και η κυκλική οικονομία. Δεδομένων αυτών, η ανάδειξη του νέου Βουστασίου έχει αυτοτελή αξία ως παρουσίαση ενός προτύπου, για τα δεδομένα της εποχής, αγροκτηνοτροφικής παραγωγής.
Επίσης, αναδύεται ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας, που σέβεται τη φύση, ο οποίος καθίσταται αναγκαίος και σήμερα, για να μας διδάξει το μέτρο στις ανθρώπινες παρεμβάσεις στο περιβάλλον. Επιπλέον, η οργάνωση της έκθεσης επιτρέπει την ανάδειξη των κηρυγμένων αυτοκινήτων που χρησιμοποιούνταν στην τελευταία φάση της βασιλείας στην Ελλάδα, και τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερη αισθητική, οικονομική και τεχνολογική αξία.
Το σενάριο της έκθεσης σχεδιάστηκε ώστε να αντανακλά πολλαπλές νοηματοδοτήσεις και διαφορετικά θεματικά πεδία, πάντα στην πορεία των αξόνων χώρος – άνθρωποι – χρόνος. Τα τεκμήρια έχουν πλαισιωθεί με πολυμεσικό υλικό και μουσειογραφικά ευρήματα.
Η οριστική μουσειολογική μελέτη εκπονήθηκε από την ομάδα εργασίας της ΔΙΝΕΠΟΚ (Σταυρούλα -Βίλλυ Φωτοπούλου, Νικόλα Σπανάκη, Χρύσα Σαββίδου και Σπύρο Νάσαινα), την εξωτερική συνεργάτιδα Άννα Καλλινικίδου, Αρχαιολόγο – Μουσειολόγο. Επίσης, στη μουσειογραφική μελέτη εφαρμογής που εκπόνησε η Αρχιτέκτων – Μουσειογράφος, Κατερίνα Βλαχάκη. Η τεκμηρίωση των αντικειμένων, αλλά και των διαδικασιών που αναπαρίστανται στην έκθεση πραγματοποιήθηκε από τον μηχανολόγο-μηχανικό, Αντώνη Πλυτά, τις ιστορικούς τέχνης Ελένη Μάργαρη και Ξένια Γιαννούλη, από την αρχιτέκτονα – μουσειογράφο Κατερίνα Βλαχάκη, από τους Καθηγητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, κα Πηνελόπη Μπεμπέλη και κο Θεόφιλο Μασούρα και από τις εκθέσεις για τη βιοποικιλότητα του Τατοΐου, τις οποίες εκπόνησε η ερευνητική ομάδα του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας.
Η μετατροπή του κτηρίου του Ν. Βουστασίου σε μουσείο αποτελεί μέρος του υπό εξέλιξη προγράμματος μουσειακής ανάδειξης επιλεγμένων ιστορικών κτηρίων του πρώην βασιλικού Κτήματος Τατοΐου με τεκμήρια που έχουν εντοπιστεί και διασωθεί στους χώρους του Κτήματος. Η ολοκλήρωση των έργων στο πρώην βασιλικό Κτήμα Τατοΐου από τις συναρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΠΟ αναμένεται να προσφέρει στους επισκέπτες μια πολυθεματική μουσειακή εμπειρία, πλαισιωμένη με ποικίλες δραστηριότητες σε ένα αποκατεστημένο φυσικό περιβάλλον. Τα έργα εκτελούνται σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στη Μελέτη Βιωσιμότητας. Τη μελέτη εκπόνησε για λογαριασμό του ΥΠΠΟΑ, το 2021, η εταιρία KPMG.