Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν πως οι σημερινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, στις οποίες αναμετρώνται η Κάμαλα Χάρις και ο Ντόναλντ Τραμπ, θα είναι πάρα πολύ αμφίρροπες.
Ωστόσο ορισμένοι ειδικοί αντιτείνουν πως η διαφορά των δυο αντιπάλων μπορεί να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι αναμενόταν.
Κατά τις δημοσκοπήσεις που θεωρούνται οι σοβαρότερες, η Δημοκρατική αντιπρόεδρος και ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος έχουν εντελώς οριακή διαφορά σε καθεμιά από τις πολιτείες-κλειδιά, που αναμένεται να κρίνουν το αποτέλεσμα της σημερινής ψηφοφορίας.
Έτσι, κατά δημοσκοπήσεις που συγκεντρώνει ο ιστότοπος FiveThirtyEight, η κυρία Χάρις και ο κ. Τραμπ βρίσκονταν χθες το απόγευμα σε απόλυτη ισοπαλία (47,8%) στην Πενσιλβάνια, σχεδόν σε ισοπαλία (47,4-47,7%) στη Νεβάδα και τους χώριζε κάτι σαν μια εκατοστιαία μονάδα στο Ουισκόνσιν, στο Μίσιγκαν και στη Βόρεια Καρολίνα.
Δεν είναι πεισμένοι όλοι όμως πως η εικόνα αυτή είναι απόλυτα ακριβής.
«Στην πραγματικότητα, οι δημοσκοπήσεις κατά πολιτεία αναγγέλλονται όχι μόνο εξαιρετικά αμφίρροπη κούρσα, αλλά επίσης απίθανα αμφίρροπη», εξηγεί ο Τζόσουα Κλίντον, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ.
Σε μελέτη του που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα το NBC, ο ειδικός στις δημοσκοπήσεις εξέφρασε αμφιβολίες ειδικά για το πόσο «παρόμοια» είναι τα ευρήματα —οι διαφορές τους είναι δεκαδικοί αριθμοί— των διαθέσιμων ερευνών, υποδεικνύοντας πως μπορεί να είναι οι δημοσκόποι, όχι οι ψηφοφόροι, αυτοί που ευθύνονται για την φαινομενική ομοφωνία.
Κάποιος δημοσκόπος για παράδειγμα που βλέπει να προκύπτει «διαφορά πέντε μονάδων σε υποτίθεται αμφίρροπη κούρσα μπορεί να επιλέξει να τροποποιήσει τα αποτελέσματά του, ώστε να συμμορφώνονται με αυτά που δείχνουν άλλες δημοσκοπήσεις, λόγω της ανησυχίας πως θα μπορούσε να υποστεί πλήγμα η φήμη του», υπέθεσε.
Αρκετά ινστιτούτα δημοσκοπήσεων βρίσκονται σε άμυνα, αντιμέτωπα με τα υψηλά κόστη και τις αυξανόμενες δυσκολίες ως προς την επαφή με τους ψηφοφόρους — την εποχή των smartphones και δυνατοτήτων τους όπως είναι ιδίως η φραγή κλήσεων.
Η εμπειρία πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ δεν σπρώχνει ακριβώς κανέναν να υιοθετήσει ανεπιφύλακτα αυτά που προβλέπουν.
Οι δημοσκόποι αποδείχθηκε πως έπεσαν έξω τόσο το 2016, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τη Χίλαρι Κλίντον, και το 2020, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ηττήθηκε από τον Τζο Μπάιντεν. Την πρώτη φορά, δεν φρόντισαν να καταγραφτεί σε επαρκή βαθμό η άποψη της κατηγορίας των λευκών ανδρών χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο — που θεωρείται πως έδωσε τη νίκη στον μεγιστάνα των ακινήτων.
Τη δεύτερη φορά, παρότι έλαβαν υποτίθεται διορθωτικά μέτρα, υποτίμησαν ξανά την ψήφο υπέρ του Τραμπ και υπερτίμησαν αυτήν υπέρ του Μπάιντεν.
Δεν μπορεί να αποκλειστεί η υπόθεση είτε ο Ντόναλντ Τραμπ ή η Κάμαλα Χάρις να επικρατήσει καθαρά σε κάποιες ή ακόμη και σε όλες τις κρίσιμες επτά διεκδικούμενες πολιτείες.
Ο Ου. Τζόζεφ Κάμπελ, καθηγητής του αμερικανικού πανεπιστημίου στην Ουάσιγκτον, επίσης διερωτάται αν δημοσκόποι «αλλοιώνουν λιγάκι παραπάνω από τα δεδομένα τους για να τα ευθυγραμμίσουν με τα αποτελέσματα των άλλων».
Αυτό είναι κάτι «δύσκολο να το αποδείξεις», αλλά το «υποπτεύονται» πολλοί, καθώς ανταποκρίνεται στο «ένστικτο της αγέλης», προσθέτει. Προτού αναφερθεί σε διαβόητο προηγούμενο: αυτό των προεδρικών εκλογών του 1980.
Τότε, «όλες οι δημοσκοπήσεις υπεδείκνυαν πολύ αμφίρροπη κούρσα του (Δημοκρατικού) προέδρου Τζίμι Κάρτερ και του Ρεπουμπλικάνου (διαδόχου του) Ρόναλντ Ρέιγκαν», αλλά τελικά ο δεύτερος τον σάρωσε, «με διαφορά σχεδόν 10%».
«Δεν λέω πως θα ξαναγίνει κάτι τέτοιο το 2024, αλλά πρέπει να το κρατήσουμε στο νου μας.