Ο Κωνσταντίνος Παρθένης παρουσίασε τον δικό του Χριστό, και μάλιστα ως δώρο στον Αγιο Χρυσόστομο Σμύρνης, ο οποίος ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα επίσκοπος Φιλίππων- Δράμας- Θάσου. Οι δύο εικόνες που φιλοτεχνήθηκαν από τον σπουδαίο ζωγράφο, παρουσιάζονται για περιορισμένο χρονικό διάστημα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας. Κατόπιν, θα μεταφερθούν στο κτήριο όπου φυλάσσονται από τη Μητρόπολη.
Η εκκλησία των Φιλίππων αποτέλεσε μία από τις πρώτες εκκλησίες που ιδρύθηκαν επί ευρωπαϊκού εδάφους από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο το 50 μ.Χ. , οπότε και βρέθηκε στη φημισμένη αρχαία πόλη που ίδρυσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας για να κηρύξει το Ευαγγέλιο και να βαφτίσει την πρώτη Ευρωπαία χριστιανή, τη Λυδία.
Η συμπλήρωση ενός αιώνα από την σύσταση της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου (ΙΜΦΝΘ), που ουσιαστικά αποτελεί τη διάδοχο μιας από τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στην γηραιά ήπειρο ήταν μια ευκαιρία για αναψηλάφηση του πλούσιου ιστορικού παρελθόντος της και την σύνδεσης με το παρόν.
Την παρουσία του Κ. Παρθένη στην ανατολική Μακεδονία, τα χρόνια που ακόμα η Καβάλα και η Δράμα βρίσκονταν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό, μαρτυρά το εικονογραφικό σύνολο που διατηρείται στον ιερό ναό Εισοδίων της Θεοτόκου στην Χωριστή Δράμας.
Ο πρώτος μητροπολίτης Φιλίππων Χρυσόστομος Χατζησταύρου, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών, ήταν πνευματικό τέκνο του Χρυσοστόμου Σμύρνης, από τον οποίο έλαβε και το όνομά του.
Οι δυο μοναδικής αισθητικής τέχνης πίνακες, ύστερα από 104 ολόκληρα χρόνια, υπέστησαν μεγάλης έκτασης συντήρηση και αποκατάσταση στο εργαστήριο του Γιώργου Μιχαηλίδη, στην Καβάλα, πριν εκτεθούν στην περιοδική έκθεση της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Στην ίδια έκθεση εκτίθενται δυο ακόμα πίνακες – εικόνες (ο Ιησούς καθήμενος σε θρόνο ευλογών και η Παναγία που κρατάει αγκαλιά τον μικρό Χριστό) που επίσης αποδίδονται στον Κωνσταντίνο Παρθένη και ανήκουν στην ΙΜΦΝΘ. Οι ειδικοί, όμως, δεν έχουν αποφανθεί οριστικά επί αυτού.
Η καθολική και αποστολική εκκλησία των Φιλίππων ιδρύθηκε αμέσως μετά τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους, “πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία”, όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Αυτό σημειώνει η έφορος αρχαιοτήτων Σταυρούλα Δαδάκη. Μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, το 313 μ.Χ., οπότε νομιμοποιήθηκε ο Χριστιανισμός ως επιτρεπόμενη θρησκεία, άρχισε η ανοικοδόμηση λατρευτικών ναών. Στους Φιλίππους, υπάρχει ο πρώτος και με ασφάλεια χρονολογούμενος χριστιανικός ναός επί ελλαδικού εδάφους.
Τον 5ο και τον 6ο αιώνα μ.Χ. ιδρύθηκαν μεγάλα θρησκευτικά οικοδομήματα, τα οποία με τη θέση και όψη τους άλλαξαν τον πολεοδομικό ιστό και την εικόνα της πόλης των Φιλίππων. Οι ναοί διακοσμήθηκαν με περίτεχνα αρχιτεκτονικά γλυπτά, μερικά από τα οποία απηχούν την τέχνη της Βασιλεύουσας. Στην περιοδική έκθεση του Μουσείου Καβάλας, εκτίθενται θραύσματα από κιονόκρανα κοσμημένα με κεφαλές κριαριών και αετούς καθώς και τμήματα θωρακίων που προέρχονται από τις παλαιοχριστιανικές εκκλησίες των Φιλίππων. Επίσης, παρουσιάζονται επιτύμβιες επιγραφές.
Για να εορταστεί η συμπλήρωση ενός αιώνα από την ίδρυση της Μητρόπολης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου και στο πλαίσιο των εορτασμών που πραγματοποιούνται στην Καβάλα, εγκαινιάστηκε μια ενδιαφέρουσα περιοδική έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης. Ανάμεσα στους θησαυρούς που βγήκαν από την τοπική Εκκλησία, είναι και δύο θρησκευτικά έργα του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενώ του αποδίδονται άλλες δύο μικρότερες σε διάσταση εικόνες. Γνωστοί μόνο από φωτογραφίες σε συνέδρια και λευκώματα εκκλησιαστικής ζωγραφικής, οι δύο ανυπόγραφοι πίνακες ήταν αναρτημένοι στο επισκοπείο, αλλ’ όχι σε κοινή θέα. Παρόλο που την ταυτότητά τους είχε κάνει γνωστή από το 1986 η Ιστορικός τέχνης Έλενα Παπασταύρου, ποτέ δεν πήραν το δρόμο για κάποια έκθεση, ούτε για το πρόσφατο αφιέρωμα της Εθνικής Πινακοθήκης στον ζωγράφο. Παρέμειναν προφυλαγμένοι στον μητροπολιτικό οίκο, αλλά παντελώς άγνωστοι στο φιλότεχνο κοινό.
Σε ηλικία περίπου 25 χρόνων, ο Αλεξανδρινός ζωγράφος περιόδευε στην υπόδουλη ακόμη στους Οθωμανούς Μακεδονία, αναλαμβάνοντας την αγιογράφηση σε ναούς (σώζεται εικονογραφικό σύνολο του Κ.Π. στα Εισόδια της Θεοτόκου, στη Χωριστή Δράμας). Χωρίς ιδιαίτερη σπουδή στα βυζαντινά, αλλά με τον αέρα του ζωγράφου που είχε εργαστεί στη Βιέννη –και στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου– ο Παρθένης αντλούσε λύσεις από την υστεροναζαρηνή, την ακαδημαϊκή εικονογραφία. Αν δούμε τις εικόνες που του αποδίδονται, δεν φαίνεται να έχουν επιρροές από τη ζωγραφική του Βυζαντίου.
Το έργο του νεαρού ζωγράφου αγκάλιασε ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης που τότε είχε την ποιμαντική ευθύνη και της κατοπινής Μητρόπολης Φιλίππων μέχρι το 1910 οπότε και μετατέθηκε στη Σμύρνη, όπου μαρτύρησε το 1922.
Eκτός από την ανέγερση εκκλησιών, ο Χρυσόστομος είχε ενεργό ρόλο στην αφύπνιση του εθνικού στοιχείου οργανώνοντας σχολεία. Τη σχέση του με τον ζωγράφο βεβαιώνει το βιβλίο με τίτλο «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», γραμμένο το 1929 από τον τραπεζίτη Σπύρο Λοβέρδο. Ο Παρθένης επιμελήθηκε την έκδοση, σχεδιάζοντας το εξώφυλλο, τα πρωτογράμματα, τις βινιέτες καθώς και τη μορφή του Χρυσοστόμου.
Στις εικόνες «Ανιστάμενος Χριστός» και «Ιδού ο Άνθρωπος» είναι εμφανής η γοητεία που άσκησε στον ζωγράφο το αρ νουβώ ύφος της βιεννέζικης Σετσεσσιόν και σημαντικών συμβολιστών καλλιτεχνών. Ζωγραφισμένες σε ξύλο, με μέγεθος 115×80 εκ., οι δύο εικόνες παραδόθηκαν από τον νεομάρτυρα και συνοδεύουν τη Μητρόπολη Φιλίππων από τη γέννησή της ως τις μέρες μας.
Για τον σκοπό της παρθενικής τους έκθεσης, χρειάστηκε να αφαιρεθεί από τις εικόνες το ίχνος 120 χρόνων (το 1904 μαρτυρείται η παρουσία του Παρθένη στην Καβάλα).
Ο καθαρισμός τους, όμως, έφερε και εκπλήξεις. Το απαιτητικό έργο της αποκατάστασης ανέλαβε το καβαλιώτικο, δεύτερης γενιάς «Εργαστήρι Τέχνης Μιχαηλίδη». Όπως έχει πει ο ίδιος στον Γιώργο Μυλωνά, σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, μεταφέρθηκαν οι εικόνες στον χώρο του και έμειναν πολλούς μήνες. Οποτε δεν τις καθάριζε, μελετούσε οτιδήποτε αφορούσε τον «τρόπο», την πινελιά του ζωγράφου.
Στην έκθεση με τίτλο «Από την Αποστολική Εκκλησία του Αποστόλου Παύλου στην Ιερά Μητρόπολη Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου» (έως 3/11) παρουσιάζονται, όπως προαναφέραμε, ακόμη δύο εικόνες που αποδίδονται στον Κ. Παρθένη. Καθώς δεν είχαν μελετηθεί στο παρελθόν από την Ε. Παπασταύρου ή από κάποιον άλλον ιστορικό, καλό θα ήταν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας και να παρουσιαστούν στην επιστημονική κοινότητα όταν θα υπάρχουν επιστημονικά συμπεράσματα.
Αγγελική Κώττη