Μετά την επίθεση του καθεστώτος των μουλάδων του Ιράν, εναντίον του Ισραήλ με 180 βαλλιστικούς πυραύλους, το Ισραήλ έχει υποσχεθεί να ανταποδώσει και η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις έχει απειλήσει με απροσδιόριστες συνέπειες. Από εδώ και στο εξής, το πώς τελειώνει αυτό είναι εικασία καθενός. Το ερώτημα όμως μιας ρεαλιστικής ανάλυσης είναι το πώς φτάσαμε στο χείλος ενός μεγάλης κλίμακας πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν και για να υπάρξει μια απάντηση θα πρέπει κανείς να κοιτάξει στην αμερικανική πρωτεύουσα και όχι στην Τεχεράνη ή την Ιερουσαλήμ.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, εναντίον του Ισραήλ από τους δολοφόνους της Χαμάς, που στοίχισε τη ζωή εκατοντάδων αθώων αμάχων, η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις, εφαρμόζει μια τακτική και καλά υποστήριξης του Ισραήλ, προσπαθώντας να περιορίσει την αντίδρασή του και να θέσει όρια στην έντασή της. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις δηλώνει ότι το Ισραήλ έχει δικαίωμα να αμυνθεί, αλλά ταυτόχρονα πιέζει την Ιερουσαλήμ να το κάνει με έναν τρόπο που επιθυμεί η Ουάσιγκτον, δηλαδή με περιορισμό στην απώλεια ζωής αμάχων παλαιστινίων και με αποφυγή κλιμάκωσης της σύγκρουσης με την τρομοκρατική οργάνωση Χεζμπολάχ στο Λίβανο και ας δέχεται καθημερινές επιθέσεις με ρουκέτες. Επίσης, πιέζει σθεναρά το Ισραήλ να συμμετάσχει σε συνομιλίες κατάπαυσης του πυρός, τις οποίες στην ουσία υποσκάπτει η τρομοκρατική οργάνωση της Χαμάς.
Πολύ απλά η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις προσπαθεί να αναγκάσει το Ισραήλ να αντιμετωπίσει τους εχθρούς που απειλούν την ίδια την ύπαρξή του, με έναν τρόπο ο οποίος στην ουσία θα διαιωνίσει τη σύγκρουση.
Πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτουν ότι αμέσως μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Χαμάς, με πίεση της Ουάσιγκτον ματαιώθηκε επίθεση του Ισραήλ που είχε στόχο την εξόντωση του ηγέτη της Χεζμπολάχ, Νασράλα. Στη συνέχεια άρχισε η δημόσια εκστρατεία, με αιχμή του δόρατος των Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Τόνι Μπλίνκεν, πίεσης προς το Ισραήλ να διεξάγει την χερσαία επιχείρηση στη Γάζα, με περιοριστικούς όρους, οι οποίοι θα έθεταν σε κίνδυνο την επιτυχία της. Η πίεση αυτή αυξήθηκε στο ανώτατο επίπεδο με τον ίδιο τον Μπάιντεν, να απειλεί δημόσια το Ισραήλ, με διακοπή παροχής πυρομαχικών, στην περίπτωση που προχωρούσε με επίθεση στη Ράφα, μάλιστα στο παιχνίδι μπήκε και η Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, η οποία δήλωσε ότι μελέτησε χάρτες και δεν υπήρχε διάδρομος διαφυγής για τους αμάχους.
Τον Απρίλιο, όταν το Ιράν πραγματοποίησε την πρώτη επίθεση εναντίον του Ισραήλ, με πυραύλους και drones, ο Μπάιντεν κάλεσε δημόσια το Ισραήλ να αποδεχτεί την αποτυχία της επίθεσης, ως νίκη. Το αποτέλεσμα βέβαια, ήταν η νέα επίθεση από το Ιράν με 18ο βαλλιστικούς πυραύλους.
Τα γεγονότα απέδειξαν, ότι το τεράστιο στρατηγικό μυαλό Αντιπρόεδρος Χάρις, έκανε λάθος όσο αφορά την επιχείρηση στη Ράφα, και η τρομοκράτες της Χαμάς, έχουν υποστεί καταστροφικό πλήγμα.
Μια άλλη πραγματικότητα είναι ότι πλέον το Ισραήλ και ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έχουν προχωρήσει σε ξεκάθαρη περιφρόνηση έναντι των πιέσεων της κυβέρνησης Μπάιντεν – Χάρις, η οποία έχει οδηγήσει σε εξάλειψη της ανώτερης ηγεσίας της Χεζμπολάχ και της επιχειρησιακής δυνατότητάς της.
Παρόλα αυτά η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις συνεχίζει την τακτική της προειδοποίησης κατά της περαιτέρω κλιμάκωσης, ενός πολέμου που δεν ξεκίνησε το Ισραήλ, αλλά το Ιράν μέσω των εκπροσώπων του, δηλαδή, των τρομοκρατικών οργανώσεων της Χαμάς και της Χεζμπολάχ.
Πρόκειται για μια πολιτική περιορισμού του Ισραήλ, η οποία περνάει το μήνυμα στο καθεστώς των μουλάδων του Ιράν, ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να περιορίζει την άμυνα του Ισραήλ έναντι της υπαρξιακής απειλής που αντιμετωπίζει από τους πληρεξούσιους της Τεχεράνης.
Ακόμα και τώρα μετά τη νέα επίθεση από το Ιράν, εναντίον του Ισραήλ, η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις, μιλάει για προώθηση της σταθερότητας, μέσω μιας πολιτικής αποτροπής του τρομοκρατικού καθεστώτος της Τεχεράνης, περιορίζοντας την απάντηση του Ισραήλ. Μια πολιτική η οποία είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω κλιμάκωση. Την ώρα που οι τρομοκράτες πληρεξούσιοι του Ιράν, Χαμάς και Χεζμπολάχ καταρρέουν, η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις πιέζει για επιστροφή στο status quo.
Αντί η σημερινή κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον να αδράξει την ευκαιρία και να στηρίξει την προσπάθεια του Ισραήλ, να βάλει τέρμα στην αστάθεια και την τρομοκρατία που πυροδοτεί και στηρίζει εδώ και δεκαετίες το καθεστώς των μουλάδων του Ιράν, κάνει ότι είναι δυνατόν να τη διαιωνίσει.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.