Ένα μοντέλο το οποίο έχει αλλάξει το υπόδειγμα διακυβέρνησης στη χώρα χαρακτήρισε το επιτελικό κράτος ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης, σε ομιλία του στην ημερίδα της Προεδρίας της Κυβέρνησης με αντικείμενο την εφαρμογή στην Ελλάδα του μοντέλου του επιτελικού κράτους στην παραγωγή νομοθετικού έργου.
Όπως είπε για το επιτελικό κράτος έχουν ακουστεί πάρα πολλά: «Φταίει το επιτελικό κράτος για το γεγονός ότι δεν έχει υδροδότηση ένα χωριό, για το γεγονός ότι έπεσε πολύ χιόνι ή πολύ βροχή», ανέφερε και συμπλήρωσε:
«Η πραγματικότητα είναι ότι το επιτελικό κράτος δεν είναι εδώ για να διαμορφώσει μία συνθήκη πολιτικής κάθε υπουργείου, η οποία θα υποκαθιστά τη βασική συνταγματική του λειτουργία. Είναι για να δημιουργήσει τυποποιημένες διαδικασίες, οι οποίες θα είναι αποπροσωποποιημένες».
Σημείωσε το μοντέλο του επιτελικού κράτους ξεκίνησε να στήνεται περίπου δύο με δύομισι χρόνο πριν γίνει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, με τον ίδιο να δέχεται ένα τηλέφωνο από τον πρωθυπουργό για το αν θα ήθελε να το αναλάβει υλοποιώντας ιδέες που είχαν συζητήσει.
Όπως ανέφερε αν και «αυτό είναι το όνειρο οποιουδήποτε πανεπιστημιακού, ο οποίος έχει πάντοτε εύκολη τη θεωρία και έχει δύσκολη την πράξη», «ήταν και μία μεγάλη πρόκληση».
«Γιατί πολλές φορές ακούω πόσο πολύ υπερ συγκεντρωτικό είναι το επιτελικό κράτος. Ουδέν ψευδέστερον», ανέφερε. «Το επιτελικό κράτος δεν κάνει συγκέντρωση αρμοδιοτήτων, κάνει αποκατάσταση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων όλων των οργάνων του κράτους».
«Δουλέψαμε επί μία διετία περίπου και ήμασταν έτοιμοι αμέσως μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση και έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση το 2019, να καταθέσουμε το πρώτο νομοσχέδιο, το οποίο ήταν ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο υιοθετούσε καλές πρακτικές».
Γι’ αυτό, επεσήμανε, αξιοποιήθηκαν πολλά και διαφορετικά μοντέλα: το μοντέλο της γερμανικής καγκελαρίας σε ό,τι αφορά εν πολλοίς τη δομή του κράτους, την αρχιτεκτονική της προεδρίας της κυβέρνησης, το αγγλοσαξονικό μοντέλο σε ό,τι αφορά το κομμάτι της καλής νομοθέτησης και της νομοπαραγωγής, το σύστημα της Σιγκαπούρης για την Εθνική Αρχή Διαφάνειας.
Ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε στις αξίες που ενσωματώθηκαν στη νομοθεσία για το επιτελικό κράτος. Πρώτη είναι η τυποποίηση των διαδικασιών, καθώς μέχρι το 2019 η Ελλάδα ήταν, όπως είπε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα η οποία δεν είχε ένα ενιαίο εγχειρίδιο διακυβέρνησης.
Επίσης για πρώτη φορά εισήχθη η λογική και η πράξη των τακτικών Υπουργικών Συμβουλίων. Από το 2019 μέχρι σήμερα ένα ή δύο υπουργικά συμβούλια κάθε μήνα.
«Το Υπουργικό Συμβούλιο, μολονότι κατά το Σύνταγμα είναι ο παραγωγός των δημοσίων πολιτικών, ουδέποτε είχε περιοδικότητα. Πλέον τα Υπουργικά Συμβούλια είναι τακτικά, με ατζέντα και δεν υπάρχει ούτε ένα νομοσχέδιο το οποίο να μην έχει περάσει από την κρίση του Υπουργικού Συμβουλίου πριν ανέβει σε δημόσια διαβούλευση».
Πλέον, πρόσθεσε, όλα τα νομοθετήματα, όλες οι πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου έχουν ψηφιακή υπογραφή. Ελέγχονται από τους νομικούς συμβούλους των Υπουργών και στη συνέχεια υπογράφονται από τους ίδιους. Τεράστια εξοικονόμηση χρόνου, ενέργειας, αλλά και ένα κανονικό κράτος επιτέλους μπροστά μας.
Για πρώτη φορά, ανέφερε, προσδιορίζεται ο ακριβής αριθμός των μετακλητών που έχει κάθε Υπουργός, κάθε Υφυπουργός, κάθε Γενικός ή Ειδικός Γραμματέας. «Και τα πέντε αυτά χρόνια δεν έχει υπάρξει ούτε μία παρέκκλιση από τον αριθμό αυτό».
«Η δεύτερη μεγάλη αποστολή είναι η αποκατάσταση της συνταγματικής αποστολής των θεσμών». Όπως ανέφερε, μέχρι το 2019 τα υπουργικά συμβούλια ελάμβαναν χώρα εντός του κτιρίου της Βουλής.
«Η κυβέρνηση, η οποία οφείλει να είναι απολύτως διακριτή απέναντι στη Βουλή, συνεδρίαζε στο ίδιο το κτίριο της Βουλής. Μπορεί να είναι μικρή κίνηση, αλλά πολύ υψηλού συμβολισμού το γεγονός ότι μετά την πρώτη πανηγυρική συνεδρίαση το 2019, όλα τα Υπουργικά Συμβούλια έκτοτε λαμβάνουν χώρα στην έδρα της κυβέρνησης, στο Μέγαρο Μαξίμου».
Ακόμη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα «έχουμε διάκριση ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και την υπηρεσιακή διοίκηση».
Σύμφωνα με το επιτελικό κράτος, έχουμε μία πολιτική ηγεσία, η οποία είναι οι Υπουργοί, Υφυπουργοί, Γενικοί και Ειδικοί Γραμματείς και έχουμε πλέον μία υπηρεσιακή διοίκηση, στην οποία προΐσταται ο υπηρεσιακός Γενικός Γραμματέας.
Ίσως η μεγαλύτερη καινοτομία που έφερε η νέα δομή, σύμφωνα με τον κ. Γεραπετρίτη, είναι ο υπηρεσιακός Γραμματέας, ο οποίος επιλέγεται από το ΑΣΕΠ, με βάση πολύ συγκεκριμένα κριτήρια ικανότητας και εμπειρίας, με τριετή θητεία, προέρχεται εκ της διοικήσεως και είναι εκείνος ο οποίος προΐσταται στην πραγματικότητα ολόκληρου του χαρτοφυλάκιου και ολόκληρης της υπηρεσιακής κατάστασης του υπουργείου.
Πλέον, ανέφερε, όλες οι ατομικές διοικητικές πράξεις υπογράφονται σε τελευταίο βαθμό από τον Γενικό Διευθυντή του υπουργείου.
«Φανταστείτε μία οικοδομική άδεια, μία άδεια για την εκχώρηση ακινήτου του Δημοσίου, μια άδεια για τη λειτουργία καταστήματος ή περιπτέρου. Όλες αυτές οι πράξεις πριν από το 2019 ανήκαν στην αρμοδιότητα της πολιτικής ηγεσίας. Ένα πολιτικό πρόσωπο, συνήθως ο ίδιος ο Υπουργός, ήταν εκείνος ο οποίος υπέγραφε εκατοντάδες χιλιάδες ατομικές υπουργικές αποφάσεις. Διοίκηση σημαίνει να εκδίδονται όλες αυτές οι ατομικές πράξεις από την ιεραρχία και ότι οι Υπουργοί είναι για να παράγουν δημόσιες πολιτικές, να τις υποστηρίζουν στη Βουλή και να τις εφαρμόζουν στην πράξη».
Αναφέρθηκε ακόμη στα βήματα που έγιναν στην καλή νομοθέτηση, καθώς πριν από το 2019 κάθε νομοσχέδιο ερχόταν με επτά διαφορετικές εκθέσεις, ενώ σήμερα έχουμε μία και μόνη ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, η οποία είναι εντελώς τυποποιημένη.
«Πάντοτε έλεγα ότι μέσα από τη σύνθετη νομοθεσία προέκυπτε διαφθορά, διότι όπου δεν υπάρχει ξεκάθαρο περιεχόμενο του νόμου, μπορεί να καλλιεργηθεί η διαφορετική άποψη και εν τέλει να καλλιεργηθεί η διαφθορά. Για το λόγο αυτό εκδόθηκαν τρία εγχειρίδια από τη Γενική Γραμματεία Νομικών και Κοινοβουλευτικών Θεμάτων».
Ακόμη επεσήμανε πως μέχρι το 2019, «είχαμε μία μάλλον εξευτελιστική χρήση των κατ’ εξαίρεσιν διαδικασιών που προβλέπει το Σύνταγμα – επείγοντα και κατεπείγοντα. Την τελευταία διετία κανένα επείγον ή κατεπείγον νομοσχέδιο. Όλα με την τακτική διαδικασία. Καμία εκπρόθεσμη τροπολογία και έχουν μειωθεί οι τροπολογίες γενικά από έξι σε μία κατά μέσο όρο».
Πριν υπήρχε ένας απίστευτος αριθμός νόμων. «Έχουμε μία πολυνομία και οικονομία, η οποία υπερβαίνει νομίζω κατά πολύ το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν γίνει δεκαεννέα κωδικοποιήσεις, που σημαίνει απλούστευση διαδικασιών και πάνω απ΄όλα σημαίνει καθαρός νόμος, εύληπτος νόμος. Νόμος που δεν αναφέρεται στον δικαστή και τον νομικό, αλλά αναφέρεται στον πολίτη».
Όπως τόνισε, «εκείνο το οποίο στερούμαστε είναι στην πραγματικότητα να μπορούμε να παρακολουθούμε τους νόμους αυτούς. Όπου μπορούμε δίνουμε την εξουσιοδότηση που απαιτείται και όπου μπορούμε αποφεύγουμε την πολυνομία, έτσι ώστε το περιβάλλον να καταστεί απλούστερο».
Όσον αφορά το συντονισμό αρμοδιοτήτων, το επιτελικό κράτος προέβλεψε ένα σύστημα κατά το οποίο υφίσταται μια ολόκληρη δομή συντονισμού της κυβέρνησης στην προεδρία της κυβέρνησης με τη Γενική Γραμματεία Συντονισμού, έτσι ώστε να παρακολουθείται ολόκληρο το έργο ακτινωτά σε όλα τα υπουργεία.
«Υφίστανται οι υπηρεσίες συντονισμού των υπουργείων, έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει μια διαρκής αλληλεπίδραση για να αποφεύγεται το ζήτημα των αρμοδιοτήτων. Είναι εξαιρετικά σημαντικό. Δημιουργήσαμε επί τη βάσει αυτού έναν μηχανισμό, ο οποίος μπορεί να απαντά γρήγορα στις κρίσεις».
Όπως εξήγησε, τα δύο χρόνια του κορωνοϊού εξεδόθησαν δυόμισι χιλιάδες υπουργικές αποφάσεις. «Όλες είχαν έναν κεντρικό συντονισμό και έλεγχο και το 90% ήταν υπογεγραμμένες από περισσότερους από έναν υπουργούς, ορισμένες και δέκα. Αυτό εάν δεν υπήρχε ένας κεντρικός συντονισμός γρήγορης διαχείρισης της ύλης αυτής, δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ανταποκριθεί. ‘Αρα το ακτινωτό σύστημα το οποίο προβλέπεται έχει βοηθήσει ουσιωδώς».
Με το επιτελικό κράτος ακόμη εισήχθησαν τρεις νέοι κλάδοι διυπουργικοί επιτελικών στελεχών: νομοτέχνες, ψηφιακή πολιτική και ανάλυση δημόσιας πολιτικής.
«Η κοινωνική λογοδοσία του νόμου έχει πλέον έλθει σε πολύ διαφορετικό επίπεδο. Δεν υπάρχει ούτε ένα πρωτογενές νομοσχέδιο, το οποίο να μην έχει ανέλθει σε δημόσια διαβούλευση για επαρκή χρόνο», ανέφερε.
«Πολλά από αυτά ενσωματώθηκαν και βελτίωσαν το περιεχόμενο του νόμου. Έχει καλλιεργηθεί η κουλτούρα της δημόσιας διαβούλευσης, η ανάγκη ένας νόμος να έχει και πραγματική πειθώ. Και η πειθώ κατακτάται ακριβώς με αυτό. Όταν ο νόμος έχει γίνει ήδη πριν από την ψήφισή του, κοινωνός του λαού και η μεγαλύτερη μορφή λογοδοσίας».
Ακόμη σημείωσε, υπάρχει κάτι το οποίο λέγεται ενιαίο σχέδιο κυβερνητικής πολιτικής. Είναι ουσιαστικά το κυβερνητικό σχέδιο το οποίο παράγεται κατά τη διάρκεια του έτους.
«Είναι η μεγαλύτερη μορφή λογοδοσίας της κυβέρνησης που θα μπορούσε να υπάρξει. Όποιος από τους πολίτες θέλει να ανατρέξει στο ενιαίο σχέδιο κυβερνητικής πολιτικής, να ασκήσει κριτική, να αξιολογήσει την κυβέρνηση, μπορεί να το κάνει μέσω αυτού».
Όπως εξήγησε έτσι, προσερχόμενος στις εκλογές ο πολίτης, θα μπορεί εύκολα να κρίνει εάν πράγματι ικανοποίησε τις προσδοκίες της κυβέρνησης σε σχέση με τα όσα η ίδια έχει τάξει για τον εαυτό της.
«Πλέον έχουμε ένα δομημένο κράτος, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει. Ένα από τα πράγματα που πρέπει να γίνουν και να βελτιώσουμε είναι πρώτα απ όλα το κομμάτι της παρακολούθησης, μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου. Γιατί ο νόμος ψηφίζεται αλλά η εφαρμογή του είναι κάτι το οποίο οφείλει να γίνεται και να γίνεται με πολύ μεγάλη επιμέλεια», υπογράμμισε.
«Και βεβαίως θα πρέπει πάντοτε να δίνουμε μεγάλη σημασία στις κανονιστικές πράξεις, οι οποίες προβλέπονται εντός του νόμου και αποτελούν στην πραγματικότητα τα μέσα δια των οποίων υλοποιείται ένας νόμος», κατέληξε.