Tην εκτίμηση ότι «η ελληνική οικονομία έχει ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας μπροστά της», εφόσον επιδιώξει μεγαλύτερη παραγωγή και περισσότερες επενδύσεις σε τομείς που ενσωματώνουν νέα τεχνολογία και άρα επιτρέπουν την ανάπτυξη καινοτομίας, διατύπωσε σήμερα, από τη Θεσσαλονίκη, ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), Νίκος Βέττας. ‘Οπως είπε, αν δεν υπάρξει σταθερή στόχευση για την ελληνική οικονομία, τότε «τα κληρονομημένα προβλήματα θα μας προλάβουν». Μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου στην 88η ΔΕΘ, ο κ.Βέττας επισήμανε ακόμα ότι «η ελληνική οικονομία δεν είναι σε καμία περίπτωση τελειωμένη υπόθεση» και ότι οι προοπτικές της είναι τεράστιες, εφόσον εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες. Σε ερώτημα αν είναι γενικά αισιόδοξος για την προοπτική της, απάντησε: «αισιόδοξος δεν σημαίνει ότι δεν βλέπουμε ότι τα επόμενα χρόνια δεν μπορούν να είναι εύκολα τόσο για γεωπολιτικούς λόγους, όσο και γιατί αν δεν επιτευχθεί η αναγκαία αλλαγή στην οικονομία, θα μείνουμε πίσω. Χρειάζεται να κάνουμε τώρα ό,τι δεν κάναμε τις προηγούμενες δεκαετίες. Να αλλάξουν τα κίνητρα, ώστε το επιχειρείν να είναι πραγματικό επιχειρείν. Η αλλαγή των κινήτρων μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις μέσα στη χώρα».
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, με τίτλο «Προσδοκίες από τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις», ο κ.Βέττας σημείωσε επίσης πως τόσο η Γερμανία, όσο και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν σήμερα προκλήσεις στο μέτωπο της οικονομίας. Η μεν Γερμανία δεν έχει πλέον πρόσβαση σε φθηνή ενέργεια, όπως πριν από δύο δεκαετίες, κι αυτό δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα σε σχέση με το κατά πόσο θα μπορέσει να συντηρήσει την ενεργοβόρο βιομηχανία της και ποια θα είναι η σχέση της με τη Ρωσία. Ειδικά η αυτοκινητοβιομηχανία έχει μπροστά της σχεδόν υπαρξιακές προκλήσεις, σε μια περίοδο που η Κίνα παράγει σωρηδόν ηλεκτρικά αυτοκίνητα και δημιουργεί φόβους ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει την «καρδιά» της γερμανικής βιομηχανίας. Εφόσον η Κίνα πάρει το «πάνω χέρι», αυτό πιθανότατα θα επηρεάσει και άλλες βιομηχανίες εντός Γερμανίας, αλλά και συνολικά στην ΕΕ.
Η Ελλάδα πάλι, σημείωσε ο κ.Βέττας, αναπτύσσεται μεν, αλλά εκκινεί από πολύ πιο χαμηλή βάση, ενώ χρειάζεται να αναλάβει σημαντική δράση. Υπενθυμίζοντας μάλιστα εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, ο κ.Βέττας επισήμανε ότι ακόμα και για να επιτευχθεί μεγέθυνση της οικονομίας κατά 2% φέτος, θα πρέπει οι επενδύσεις να τρέξουν με ρυθμό 10% σε πραγματικούς όρους, όχι μόνο το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια. «Δεν έχει δε, σημασία μόνο να παράγεις και να εργάζεσαι, αλλά ό,τι φτιάχνεις να είναι υψηλής αξίας και να προσπαθείς να καινοτομείς» τόνισε και υπενθύμισε ότι οι (αναπόσβεστες) γερμανικές επενδύσεις στην Ελλάδα ανέρχονται σε 7,7 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η Ελλάδα εισάγει προϊόντα αξίας περίπου 8,5 δισ. ευρώ από τη Γερμανία και εξάγει 3,3 δισ., με αποτέλεσμα να έχει ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο. Το έλλειμμα ωστόσο, σε έναν βαθμό αντισταθμίζεται από τις υψηλές ελληνικές εξαγωγές υπηρεσιών προς τη Γερμανία, ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ.
Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ σημείωσε ακόμα πως στη σημερινή συγκυρία δεν είναι σκόπιμο να μιλάμε για ελληνικές ή γερμανικές, αλλά για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς η συνέργεια σε επίπεδο ΕΕ είναι απαραίτητη, ενώ πρόσθεσε: «Η κρίση χρέους έφερε τον Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης αντίπαλους. Για να σηκωθεί όλη η Ευρώπη ψηλά, χρειάζεται να δούμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και να επενδύσουμε όλοι σε αυτά. Το να μην κλειστεί η Γερμανία στο καβούκι της είναι μείζον για την Ευρώπη, όπως και να το είναι ανοιχτή η ελληνική οικονομία είναι επίσης όρος για την ανάπτυξη».
Τομείς όπου ανακύπτουν ευκαιρίες συνεργασίας
Σε πολύ καλή στιγμή βρίσκονται σήμερα οι σχέσεις Ελλάδας- Γερμανίας, με ευκαιρίες συνεργασίας να ανακύπτουν στους τομείς της τεχνολογίας, της αγροδιατροφής και των δομικών υλικών, αλλά και στο μέτωπο των μικρών εξαγορών και συγχωνεύσεων, όπως είπε η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), επιχειρηματίας Λουκία Σαράντη, σύμφωνα με την οποία τα πράγματα μπορούν να πάνε ακόμα καλύτερα. Η κα Σαράντη σημείωσε ακόμα ότι κοινά προβλήματα των δύο χωρών είναι η φυγή της βιομηχανίας προς τις ΗΠΑ, αλλά και το υψηλό κόστος της πράσινης μετάβασης, που συνδέεται και με την ενέργεια. «Η Ελλάδα έχει από τα ακριβότερα (ηλεκτρικά) ρεύματα και η βιομηχανία έχει βρεθεί κοντά στο όριο του να μην είναι βιώσιμη» υπογράμμισε, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε και στην έλλειψη υποδομών στα βορειοελλαδικά λιμάνια: «τα λιμάνια είναι κυρίως για το επιβατικό κοινό και ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, εκτός από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που είναι καλά οργανωμένο και αν γίνει και η έκτη προβλήτα θα μπορούμε να μιλάμε για πολύ σοβαρό εμπορικό λιμάνι, η υποδομή στη Θράκη είναι υποτυπώδης, ουσιαστικά δεν υπάρχουν υποδομές για την εξυπηρέτηση της διακίνησης πρώτων υλών και εξαγωγών. Σε Θράκη και Ήπειρο χρειάζεται να γίνει κάτι, γιατί χωρίς τα λιμάνια και τον εμπορικό σιδηρόδρομο, δεν μπορεί να υπάρξει βιομηχανική ανάπτυξη» τόνισε η κα Σαράντη.
Ιδιαίτερα γόνιμο είναι το έδαφος για τη συνεργασία Ελλάδας-Γερμανίας και στο μέλλον, σύμφωνα με τον υφυπουργό Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης), Κώστα Γκιουλέκα. Πρόσθεσε ότι στα 100 χρόνια της λειτουργίας του, το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο έχει συμβάλει στη συνεργασία εταιρειών των δύο χωρών και στο να φτάσουν οι διμερείς σχέσεις σε πολύ υψηλό επίπεδο συνεργασίας, κάτι που αποδεικνύεται και από την πολιτική εκπροσώπηση της Γερμανίας στη φετινή 88η ΔΕΘ σε υψηλό επίπεδο, με τη παρουσία του αντικαγκελάριου Ρόμπερτ Χάμπεκ. Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο κ.Γκιουλέκας στη δυνατότητα ελληνογερμανικών συνεργασιών σε τομείς όπως η ναυτιλία, όπου η Ελλάδα είναι κραταιά σε στόλο και η Γερμανία έχει αναπτύξει σημαντική τεχνολογία. Συμπλήρωσε ότι η εγγύτητα της Βόρειας Ελλάδας στις μεγάλες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης αποτελεί το μεγάλο συγκριτικό της πλεονέκτημα, ενώ τη χαρακτήρισε πύλη εισόδου όχι μόνο για τις χώρες της περιοχής, αλλά και από την Ανατολή προς τη Δύση και την ΕΕ των 27 κρατών-μελών. Κατά τον κ.Γκιουλέκα στόχος είναι η Βόρεια Ελλάδα να γίνει διαμετακομιστικό κέντρο «κι ο επιδιωκόμενος αυτός στόχος δεν είναι απλά οραματικός, αλλά ερίζεται στην πραγματικότητα».