Μπορεί να μην γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στο πλατύ κοινό και να μην αποτελεί θέμα δημόσιας συζήτησης, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημοκρατία βρίσκεται υπό διωγμό σε μεγάλο μέρος του πλανήτη και ειδικά στο δυτικό κόσμο το πρόβλημα παίρνει όχι απλά ανησυχητικές, αλλά, επικίνδυνες διαστάσεις. Ο βασικός πυλώνας της δημοκρατίας είναι η ελευθερία έκφρασης και εκεί ακριβώς είναι που έχει αρχίσει να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Και μιλάμε για μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση, με δεδομένο, ότι αυτή η σφοδρή επίθεση εναντίον της ελευθερίας έκφρασης, συντελείται με την επίκληση της προστασίας της δημοκρατίας.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Σήμερα, λόγω της προόδου της τεχνολογίας, η οποία καθορίζει πλέον την καθημερινότητάς μας, η βασική μάχη για την προστασία της ελεύθερης έκφρασης και κατ’ επέκταση της δημοκρατίας, δίνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κατά δεύτερο λόγω στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Οι κυβερνήσεις εξαναγκάζουν τις πλατφόρμες κοινωνικών μέσων σε λογοκρισία για έναν απλούστατο λόγο. Εκεί είναι το βήμα της μη ελεγχόμενης έκφρασης και αντίδρασης του απλού πολίτη. Και εκεί είναι που, δυστυχώς, το τελευταίο, διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη μια σφοδρή επίθεση από την πλευρά μιας σειράς κυβερνήσεων για να εξαφανίσουν την αντίθετη άποψη και την οποιαδήποτε κριτική. Το βλέπουμε στην Αμερική, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στη Βραζιλία, και κάθε ημέρα που περνά το πρόβλημα επεκτείνεται σε περισσότερες χώρες.
Είναι γνωστό ότι σε όλα τα θέματα, το τι συμβαίνει στην Αμερική, αποτελεί πλοηγό για τις εξελίξεις, ιδιαίτερα στο δυτικό κόσμο. Δυστυχώς, στο κρίσιμο θέμα της ελευθερίας έκφρασης, μια πρόσφατη υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην Αμερική, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, στην υπόθεση, Μέρφι κατά της Πολιτείας του Μιζούρι, οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων, αλλά όχι οι χρήστες τους, μπορούν να μηνύσουν την κυβέρνηση για να σταματήσει η ανεπίτρεπτη καταστολή του λόγου. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούσαν να αποδείξουν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κυβερνητικής πίεσης και της καταστολής των αναρτήσεών τους, επειδή “οι πλατφόρμες είχαν ανεξάρτητα κίνητρα για να μετριάσουν το περιεχόμενο και συχνά ασκούσαν τη δική τους κρίση”.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τόσοι πολλοί σχολιαστές ανακουφίστηκαν όταν ο διευθύνων σύμβουλος της Meta (Facebook), Μαρκ Ζούκενμπεργκ, σε επιστολή του προς την Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεσμεύτηκε να “απωθήσει” μελλοντικές κυβερνητικές προσπάθειες λογοκρισίας αναρτήσεων στο Facebook.
Βέβαια, όταν είχε την ευκαιρία, επανειλημμένα, τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο ιδιοκτήτης του Facebook, όπως και ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του Twitter, Τζακ Ντόρσεϊ, έπαιξαν το βρώμικο παιχνίδι των κυβερνήσεων. Και οι δύο σκόπιμα κατέστειλαν τον λόγο που το Δημοκρατικό Κόμμα και η κυβέρνηση Μπάιντεν – Χάρις, έκριναν ως απαράδεκτο.
Είναι βέβαιο, ότι παρά το mea culpa και την υπόσχεση του Ζούκενμπεργκ, ότι δύσκολα θα παραμείνει πιστός σε αυτή. Και αυτό πολύ απλά συμβαίνει, επειδή η νομική του ευθύνη είναι προς τους μετόχους του, όχι προς το κοινό και τις δημοκρατικές ελευθερίες του.
Και επειδή η κρίσιμη μάχη στην οποία κατά μεγάλο μέρος θα κριθεί η το μέλλον της Δημοκρατίας, είναι οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στην Αμερική, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς το ποιες είναι οι πιθανότητες μια πρόεδρος, Κάμαλα Χάρις, θα ανεχόταν και θα απέφευγε να ασκεί πίεση στις εταιρίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για επιβολή λογοκρισίας.
Η κ. Χάρις δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει τις προθέσεις της, στην περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος. Μόλις πριν λίγες ημέρες σε ομιλία της, δήλωσε ξεκάθαρα, ότι θα χρησιμοποιήσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης για να λογοκρίνει και να επιβάλλει τις απόψεις που αυτή και το σύστημα που την στηρίζει και την προωθεί, θεωρεί σωστές.
Το 2019, πολύ πριν από τις ταραχές της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, που οδήγησαν τελικά στο μπλοκάρισμα του λογαριασμού στο Twitter, του πρώην προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, η τότε γερουσιαστής Χάρις, κάλεσε δημόσια και επανειλημμένα το Twitter να του μπλοκάρει το λογαριασμό. Την 1η Οκτωβρίου 2019, σε επιστολή προς τον ιδιοκτήτη του Twitter, η γερουσιαστής Χάρις, αποκάλεσε τα tweet του Τραμπ, κραυγαλέες απειλές και ισχυρίστηκε, ότι οι λογαριασμοί άλλων χρηστών έχουν μπλοκαριστεί, για λιγότερο προσβλητική συμπεριφορά. Όλοι πλέον γνωρίζουμε τη συνέχεια, δηλαδή, το μπλοκάρισμα του λογαριασμού του πρώην προέδρου, μέχρι πρόσφατα που το Twitter, πλέον Χ, πέρασε στον έλεγχο του Έλον Μασκ, οπότε και τον άνοιξε πάλι.
Μια άλλη κραυγαλέα περίπτωση, κυβερνητικού αξιωματούχου που επανειλημμένα πίεσαν μέσο κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα το Facebook, για επιβολή λογοκρισίας, ήταν ο πρώην Διευθυντής ψηφιακής στρατηγικής του προέδρου Τζο Μπάιντεν, Ρόμπ Φλάχερτι.
Τον Μάρτιο του 2021, με επιστολή του στο Facebook εκ μέρους της κυβέρνησης Μπάιντεν, ζητώντας “συνεργασία” για την καταπολέμηση της διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια, αλλά και για την πάταξη της παραπληροφόρησης για τα εμβόλια. Όπως ανέφερε, το όνειρο του ήταν το Facebook, «να παίξει μπάλα” με την κυβέρνηση, όσον αφορά την καταστολή περιεχομένου. Σήμερα, ο εν λόγω κύριος, είναι Αναπληρωτής Διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας της αντιπροέδρου, Χάρις.
Το πλέον αξιοπρόσεκτο παράδειγμα αντίστασης στην επιβολή λογοκρισίας από κυβερνήσεις, είναι η περίπτωση του Έλον Μασκ. Το 2022, ο Μασκ, αγόρασε το Twitter και το ονόμασε X. Αμέσως προχώρησε σε ανακοινώσεις που δείχνουν την έκταση των προσπαθειών της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις και άλλων κυβερνητικών οντοτήτων να καταστείλουν τον λόγο στην πλατφόρμα που μόλις είχε αγοράσει. Κάλεσε και μια ομάδα δημοσιογράφων, να κάνουν ρεπορτάζ. Τα αρχεία αποκάλυψαν ένα ευρύ φάσμα προσπαθειών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των υπαλλήλων του Twitter να λογοκρίνουν ιστορίες που θεωρούνται δυσμενείς για την εκστρατεία του Μπάιντεν, τις εκλογικές προοπτικές του, και τον ίδιο τον πρόεδρο Μπάιντεν.
Η απάντηση για την σταυροφορία του Μασκ, υπέρ της ελευθερίας του λόγου, ήταν μια σειρά παρατεταμένων μαχών με τις ομοσπονδιακές ρυθμιστικές αρχές που φτάνουν στο επίπεδο της παρενόχλησης. Οι εταιρείες του Μασκ, έχουν πληγεί με περικοπές επενδύσεων για τη Starlink, και αναγκαστικές ανακλήσεις για τα αυτοκίνητα Tesla, για προφανώς αδικαιολόγητους λόγους. Και βέβαια, ήδη τα συστημικά μέσα ενημέρωσης που λειτουργούν υπό διατεταγμένη υπηρεσία, αλλά κυρίως βλέπουν να χάνουν τη μάχη της ενημέρωσης από το Χ του Μάσκ, άρχισαν την γνωστή, αλλά αποτυχημένη, συνταγή σπίλωσής του, με δημοσίευση άρθρων που τον κατηγορούν για οτιδήποτε μπορεί κανείς να φανταστεί.
Δυστυχώς, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν νομιμοποιούνται να μηνύσουν την κυβέρνηση για τον εξαναγκασμό των εταιρειών κοινωνικών μέσων να λογοκρίνουν τις αναρτήσεις τους, πετώντας το μπαλάκι στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αλλά ποια εταιρεία θα αναλάβει τον κίνδυνο; Ακόμα κι αν μια πλατφόρμα ήταν πρόθυμη να μηνύσει την κυβέρνηση για να αποτρέψει τον εκφοβισμό της σε λογοκρισία, το πρότυπο για τον ανεπίτρεπτο εξαναγκασμό που έθεσε το Ανώτατο Δικαστήριο είναι υψηλό και δύσκολο να επιτευχθεί. Εκτός από το να απειλεί ρητά με δυσμενείς κυβερνητικές ενέργειες, το Δικαστήριο αποφάσισε πρόσφατα, ότι ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, μπορεί να μοιραστεί ελεύθερα τις απόψεις του και να επικρίνει συγκεκριμένες πεποιθήσεις με την ελπίδα να πείσει άλλους, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με την Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος.
Εάν μια κυβέρνηση και ειδικά μια κυβέρνηση Χάρις, αμφισβητηθεί επειδή πιέζει τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να καταστείλουν περιεχόμενο, είναι σχεδόν βέβαιο ποια θα είναι η απάντηση και η αντίδραση. Επίκληση ασφάλειας, παραπληροφόρησης, βλάβης στο κοινό, προνόμια. Πολύ απλά είμαστε εμείς, η κυβέρνηση, που πρέπει να προστατεύσουμε τους πολίτες από τον ίδιο τους τον λόγο. Προστασία της Δημοκρατίας με καταστολή της Δημοκρατίας. Και σε αυτό οι κυβερνήσεις, έχουν την απόλυτη συνεργασία των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία έχουν μετατραπεί σε μοχλό εφαρμογής της καταστολής της Δημοκρατίας, μέσω αποκλεισμού γεγονότων και απόψεων που δεν ευνοούν το σύστημα που κυβερνά.
Είναι πλέον ξεκάθαρο, ότι ο μόνος τρόπος ανάσχεσης αυτής της ευθείας επίθεσης εναντίον του ακρογωνιαίου λίθου της Δημοκρατίας, είναι η μάχη και η νίκη στην κάλπη, των δυνάμεων οι οποίες θα την ανατρέψουν.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.