Με αφορμή την επικείμενη ανάρτηση προς διαβούλευση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, με το οποίο επέρχονται αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) δημοσιοποίησε μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων και προτάσεων επί του νομοσχεδίου.
Το πλήρες κείμενο των παρατηρήσεων της ΕΔΕ έχει ως εξής:
«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και ενόψει της κατάθεσης στη διαβούλευση σχεδίου νόμου με σημαντικές αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επισημαίνει τα εξής:
Διακηρυγμένος σκοπός του υπό διαβούλευση νομοθετήματος είναι η εναρμόνιση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) με τον ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου η αξιολόγησή του θα πρέπει να περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τον βαθμό σύγκλισης ή απόκλισης του υπό διαβούλευση νομοθετήματος με τους σκοπούς του ν. 5108/2024, όπως και τον βαθμό της εσωτερικής λογικοσυστηματικής του συνέπειας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποια σημαντικά σημεία του νομοθετήματος, η νομοτεχνική βελτίωση των οποίων θα οδηγήσει σε αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων των δικαστικών λειτουργών και θα συνδράμει στη γρηγορότερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, χαιρετίζουμε την υιοθέτηση σειράς εκ των αρχικών προτάσεών που κάναμε με το από 09.07.2024 έγγραφο που αποστείλαμε στην αρμόδια επιτροπή που συνέστησε το υπουργείο για τις αλλαγές στον ΚΟΔΚΔΛ. Επίσης, επισημαίνουμε την ανάγκη υιοθέτησης και των λοιπών προτάσεων που δεν συμπεριελήφθησαν στο παρόν νομοσχέδιο και ιδίως: α) της ανάγκης διεύρυνσης της δυνατότητας προσφυγής κατά των αποφάσεων του ΑΔΣ που αφορούν μεταθέσεις, αποσπάσεις και τοποθετήσεις (άρθρο 81παρ.8 σε συνδυασμό με το άρθρο 91παρ.12 ΚΟΔΚΔΛ),
β) το νομοθετικό περιορισμό της δυνατότητας διενέργειας αυτεπάγγελτων μεταθέσεων (άρθρο 60 ΚΟΔΚΔΛ) και
γ) την κατάργηση της δυνατότητας παραπομπής με το ερώτημα της απόλυσης σε περίπτωση τριών παραλήψεων από την προαγωγή (άρθρο 126παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ).
Τέλος, οφείλουμε να επαναλάβουμε την πεποίθησή μας ότι η συμμετοχή εκπροσώπων των δικαστικών ενώσεων στις επιτροπές που προετοιμάζουν νομοθετήματα με τόσο σημαντική επιρροή στον υπηρεσιακό βίο των δικαστών και εισαγγελέων και το κοινωνικού συνόλου, θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, παραμένει όμως ζητούμενο. Ως εκ τούτου, ενόψει του ότι στα πλαίσια του κατεπείγοντος χαρακτήρα των τροποποιήσεων που καταρτίσθηκαν με το υπό κρίση νομοσχέδιο, δεν έγινε δεκτός εκπρόσωπος της Ένωσης στις εργασίες της επιτροπής σε αυτό το στάδιο, ελπίζουμε ότι σε περίπτωση συνέχισης της λειτουργίας της επιτροπής για θέματα πέραν της ενοποίησης, αυτή η έλλειψη θα αποκατασταθεί.
Ειδικότερα ως προς τις αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών:
‘Αρθρο 63 νομοσχεδίου (τροποποιεί άρθρ.2παρ.1 ΚΟΔΚΔΛ): Με τη νέα μορφή της διάταξης καταργείται η υποχρέωση πρόσκλησης των επηρεαζόμενων δικαστηρίων, των δικαστικών ενώσεων, των δικηγορικών συλλόγων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων υπαλλήλων ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ που αποφασίζει για την ίδρυση, κατάργηση, συγχώνευση κλπ. δικαστηρίων και αντικαθίσταται με την κατάθεση υπομνήματος μετά από κλήτευση προ 15 ημερών και την θέσπιση διακριτικής ευχέρειας πρόσκλησης των ως άνω φορέων από την ίδια την Ολομέλεια.
Θεωρούμε ότι η νέα διατύπωση της διάταξης κινείται σε εσφαλμένη κατεύθυνση και προκαλεί δυσλειτουργία στη συμμετοχή πολύ σημαντικών φορέων της Δικαιοσύνης στη συνεδρίαση της Ολομέλειας του ΑΠ, καθώς η απουσία τους από τη συνεδρίαση και υποκατάστασή της με απλό υπόμνημα, θα μειώσει τη θετική επίδραση του θεσμικού διαλόγου στη λήψη των αποφάσεων της Ολομέλειας. Ως εκ τούτου, προτείνουμε να διατηρηθεί η υπάρχουσα μορφή της.
Περαιτέρω, επαναλαμβάνουμε την πρόταση μας να απαλειφθεί από την παρ. 4 του άρθρου 2 το στοιχ. ε΄, που προβλέπει την συνεκτίμηση οικονομικών δεδομένων κάθε περιοχής και ιδίως του επιπέδου επιχειρηματικότητας ως κριτηρίου για την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση δικαστηρίων και την επέκταση ή τον περιορισμό της περιφέρειάς τους. Παράλληλα, να προστεθεί στα κριτήρια για την ίδρυση, συγχώνευση ή κατάργηση δικαστηρίων ή την επέκταση ή τον περιορισμό της περιφέρειάς τους και εκείνο της ευχέρειας πρόσβασης των πολιτών στα δικαστήρια. Τέλος, να απαλειφθεί η πρόβλεψη για δυνατότητα εν όλω ή εν μέρει μετατροπής των δικαστηρίων σε δικαστήρια τηλεματικής.
‘Αρθρο 64 νομοσχεδίου (τροποποιεί άρθρ.3παρ.1 ΚΟΔΚΔΛ):
α) Προτείνουμε στην περ. αα΄ της παρ. 2 που αφορά την κατανομή των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών, να προστεθεί η έκφραση γνώμης (πέρα από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους διευθύνοντες τα Εφετεία) και των διευθυνόντων τα Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά καθώς και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
β) Με την νέα παράγραφο 4 ορίζεται ότι «Οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας είναι ενιαίες». Η διάταξη αυτή που κινείται στην κατεύθυνση υλοποίησης του ν. 5108/2024, κατοχυρώνει τον ενιαίο χαρακτήρα των οργανικών θέσεων όλων των πρωτοδικών, γενικής και ειδικής επετηρίδας, που αναλυτικά εκτίθενται στο άρθρο 6παρ.1 ν. 5108/2024. Ως εκ τούτου και προς αποφυγή παρερμηνειών, θεωρούμε ότι οι όροι που αποτυπώνουν ευκρινέστερα τις περιγραφόμενες οργανικές θέσεις και σηματοδοτούν και τον ενιαίο χαρακτήρα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας είναι «πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας» και «πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας», όρο που δέον να προκρίνει ο νομοθέτης αντί του όρου «δικαστής ειδικής επετηρίδας».
‘Αρθρο 65 νομοσχεδίου (τροποποιεί άρθρ.4παρ.1 ΚΟΔΚΔΛ):
Στο άρθρο αυτό περιγράφεται ο τρόπος συγκρότησης των δικαστικών σχηματισμών και ο τρόπος αναπλήρωσης μεταξύ των δικαστικών λειτουργών. Σε θετική κατεύθυνση, είναι κατά τη γνώμη μας, η θέσπιση δυνατότητας συμμετοχής όλων των πρωτοδικών, γενικής ή ειδικής επετηρίδας στις πολυμελείς συνθέσεις και ιδίως στη σύνθεση του ΜΟΔ, γεγονός που λειτουργεί ενοποιητικά, ενισχύει τη διδακτική λειτουργία της διάσκεψης και διευκολύνει τη λειτουργία των μικρότερων δικαστικών σχηματισμών.
‘Αρθρο 69 νομοσχεδίου (τροποποιεί το άρθρο 12 ΚΟΔΚΔΛ)
Θεωρούμε ότι η προτεινόμενη διατύπωση δεν διαμορφώνει επαρκώς το πλαίσιο λειτουργίας των θερινών τμημάτων και για το λόγο αυτό προτείνεται τα εδ. β΄ και γ΄ της παρ. 3 να αντικατασταθούν ως εξής: «Με απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου καθορίζεται και ο τρόπος λειτουργίας των παράλληλων και των περιφερειακών εδρών κατά τη διάρκεια των θερινών τμημάτων. Οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας κατανέμονται σε όλα τα θερινά τμήματα σε αριθμό ανάλογο με τις ανάγκες του πρωτοδικείου και την έκταση των αρμοδιοτήτων τους».
‘Αρθρο 72 νομοσχεδίου (τροποποιεί το άρθρο 17 ΚΟΔΚΔΛ)
Ορίζεται ο τρόπος εκλογής των αιρετών διοικήσεων. Σε σωστή κατεύθυνση κινείται η υλοποίηση της πρότασής που καταθέσαμε να μπορούν να είναι υποψήφιοι για τη θέση των μελών διοίκησηςστα πρωτοδικεία αφενός εκ των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και αφετέρου εκ των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια, σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) των αντίστοιχων οργανικών θέσεων κάθε επετηρίδας.
Περαιτέρω προτείνουμε η περ. β΄ να διαμορφωθεί ως εξής: «β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Θεσσαλονίκης και Πειραιά και το διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο (2) πρωτοδίκες ως μέλη και για το πολιτικό Πρωτοδικείο Αθηνών από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ως πρόεδρο και τρεις (3) πρωτοδίκες ως μέλη». Η πρόβλεψη τριών μελών του συμβουλίου διεύθυνσης του πολιτικού Πρωτοδικείου Αθηνών είναι αναγκαία, ενόψει της λειτουργίας ειδικού ποινικού τμήματος σε διαφορετικό δικαστικό συγκρότημα και την ανάγκη καθημερινής παρουσίας ενός μέλους.
‘Αρθρο 74 (τροποποιεί το άρθρο 19 ΚΟΔΚΔΛ)
Ως προς τα οριζόμενα στο νομοσχέδιο για την κατάρτιση,συμπλήρωση κλπ. κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας ορίζεται ότι «Μέχρις ότου εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παρ.5, ρυθμίζονται με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία».
Θεωρούμε ότι η ως άνω διατύπωση δημιουργεί ασάφεια ως προς το αρμόδιο όργανο έκδοσης της πράξης. Παρόλο που η πιο αναμενόμενη ερμηνευτική προσέγγιση θα οδηγούσε στην εκτίμηση ότι ο όρος «του διευθύνοντος το δικαστήριο» αφορά μόνο τα δικαστήρια που δεν έχουν τριμελές συμβούλιο, η διάταξη χρήζει αποσαφήνισης προς αποφυγή παρερμηνείας για παράλληλη αρμοδιότητα των δύο οργάνων (τριμελούς διεύθυνσης και διευθύνοντος) ως προς την έκδοσης της ίδιας πράξης.
‘Αρθρο 75 νομοσχεδίου (προσθήκη στο άρθρο 20 ΚΟΔΚΔΛ)
Υλοποιείται η πρότασή μας για εξειδίκευση του τρόπου σύστασης και λειτουργίας ειδικού ποινικού τμήματος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Μεταξύ άλλων προβλέπεται η διάρκεια της θητείας των δικαστών που θα υπηρετούν στο Τμήμα αυτό, η δυνατότητα ανανέωσής της, η αποκλειστική απασχόληση των δικαστών του Τμήματος αυτού, ενώ ξεκαθαρίζεται ότι η δημιουργία ποινικού τμήματος δεν επηρεάζει την πρόβλεψη για συμμετοχή στις συνεδριάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών τόσο των παρέδρων πρωτοδικείου όσο και των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, παρά την μη ένταξή τους στο ειδικό ποινικό τμήμα και παράλληλα με την συμμετοχή τους σε πολιτικές υπηρεσίες.
‘Αρθρο 79 (τροποποίηση άρθρου 30 ΚΟΔΚΔΛ)
Με το άρθρο αυτό ορίζονται οι προϋποθέσεις για τον ορισμό, αντικατάσταση, αναπλήρωση κλπ ανακριτών και δικαστών ανηλίκων, υπηρεσίες οι οποίες ανατίθενται αποκλειστικά στους δικαστές εκ της γενικής επετηρίδας. Θεωρούμε ότι η επιλογή του νομοθέτη είναι σε αυτό το στάδιο της ενοποίησης κατανοητή, δοθέντος ότι αντίστοιχα ο κανόνας ανάθεσης υπηρεσίας αντιστρέφεται στην περίπτωση της προανάκρισης, η οποία ανατίθεται κατ΄ αρχήν στους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας και μόνο σε περίπτωση υπηρεσιακής αδυναμίας σε πρωτοδίκη της γενικής. Η μεταβατική περίοδος των πρώτων ετών της ενοποίησης, δέον να περιλαμβάνει κάποια στοιχεία ενσωμάτωσης των παλαιών υπηρεσιακών καταμερισμών, που όμως σταδιακά θα πρέπει να αρθούν επί το τέλει της πλήρους ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
‘Αρθρο 80 (προσθήκη νέου άρθρου 30Α στον ΚΟΔΚΔΛ)
Με την προσθήκη νέας διάταξης με αριθμό 30Α, όπως είχαμε προτείνει με τις από 09.07.2024 προτάσεις μας, θεσπίζεται η ιδιότητα του προανακριτή – πρωτοδίκη, υπηρεσία που ανατίθεται κατ΄ αρχήν στους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας και μόνο σε περίπτωση που δεν υπηρετούν στη συγκεκριμένη έδρα ή δεν επαρκούν, σε πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας. Η διάταξη κινείται στην ίδια λογική με την ανάθεση καθηκόντων ανακριτή στους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας και αποτελεί τμήμα της μετάβασης από το προηγούμενο υπηρεσιακό καθεστώς στο νέο.
Θεωρούμε ότι προς αποφυγή παρερμηνειών ως προς το εύρος της ανάθεσης της αρμοδιότητας, προτείνεται, ως και σε άλλη θέση εκτέθηκε η αντικατάσταση του όρου «δικαστές της ειδικής επετηρίδας» με τον όρο «πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας».
Περαιτέρω, με την μεταβατική παράγραφο 6 του νέου άρθρου, ορίζεται ότι τα οριζόμενα ως προς τα καθήκοντα και της διάρκεια θητείας του προανακριτή πρωτοδίκη θα εφαρμόζονται και στους νυν υπηρετούντες πταισματοδίκες, μετά τη συμπλήρωση της μεταβατικής τριετίας που ορίζει το άρθρο 14παρ.2 του ν. 5108/2024. Εν συνεχεία, ορίζεται ότι οι συγκεκριμένοι προανακριτές (νυν πταισματοδίκες) δύνανται να ζητήσουν με αίτησή τους την εκ νέου ανάθεση σε αυτούς προανακριτικών καθηκόντων.
Εν προκειμένω, επί το τέλει της ομαλής μετάβασης στο νέο καθεστώς, ιδίως για τους συναδέλφους πταισματοδίκες που πλησιάζουν την ηλικία αφυπηρέτησης, προτείνουμε να ορισθεί πως ειδικά για τους πταισματοδίκες που κατά το χρόνο αίτησης ανανέωσης έχουν συμπληρώσει το 62 έτος της ηλικίας τους, η ανανέωση θα πρέπει να είναι υποχρεωτική αν το αιτηθούν και όχι δυνητική. Αντίθετα, ως προς τους νυν υπηρετούντες πταισματοδίκες, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η διατήρηση της ιδιότητας του προανακριτή είναι δυνητική και μπορούν κατά βούληση να δηλώσουν ότι επιθυμούν να υπηρετήσουν σε άλλο τμήμα της υπηρεσίας τους.
‘Αρθρα 47, 48, 49, 50, 51 και 59 του ΚΟΔΚΔΛ
Με το υπό κρίση νομοσχέδιο, δε προβλέπονται παρεμβάσεις στα άρθρα 47, 48, 49, 50 και 51 του ΚΟΔΚΔΛ, ως θα ήταν αναγκαίο. Ελπίζουμε ότι αυτό σχετίζεται με τον επείγοντα χαρακτήρα αλλαγών που σχετίζονται με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και ως εκ τούτου οι προτάσεις που έχουμε ήδη καταθέσει για τα πέραν της ενοποίησης ζητήματα αλλαγών του ΚΟΔΚΔΛ πρέπει να θεωρούνται παρούσες. Ειδικότερα:
Ως προς το άρθρο 47 ΚΟΔΚΔΛ προτείνουμε:
Να καταργηθεί η παρ. 3, που προβλέπει υποχρέωση του δικαστικού λειτουργού να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί.
Ως προς το άρθρο 48 ΚΟΔΚΔΛ προτείνουμε:
Να προστεθεί διάταξη για υποχρεωτική συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων δικαστικών Ενώσεων σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για νόμους που συνδέονται στενά με την απονομή Δικαιοσύνης και την κατάσταση των Δικαστικών Λειτουργών.
Ως προς το άρθρο 49 ΚΟΔΚΔΛ προτείνουμε:
Να καταργηθεί το άρθρο 49 ΚΟΔΚΔΛ και τα προβλεπόμενα σ αυτό κωλύματα εντοπιότητας, ενόψει της ενίσχυσης των δικαστικών σχηματισμών και της δυνατότητας αναπλήρωσης σε περίπτωση λόγου αποχής, αλλά και της διεύρυνσης της περιφέρειας όλων των δικαστηρίων της Χώρας.
Ως προς το άρθρο 50 ΚΟΔΚΔΛ προτείνουμε:
Προτείνεται η κατάργηση των άρθρων 50 παρ. 3 και 4 ΚΟΔΚΔΛ, που προβλέπουν δυνατότητα του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία να αποφασίζει την περικοπή μισθού σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων και παράδοση δικογραφιών, ως μέτρο που συνιστά άσκηση οιονεί πειθαρχικής εξουσίας κατά παρέκκλιση από τα ουσιαστικά και δικονομικά εχέγγυα που κατοχυρώνονται στον ΚΟΔΚΔΛ για την εν γένει απόδοση πειθαρχικών ευθυνών σε δικαστικούς λειτουργούς.
Ως προς το άρθρο 59 ΚΟΔΚΔΛ προτείνουμε:
Παράγραφος 6: Στην παρ. 6 να διευκρινιστεί η υπηρεσιακή κατάσταση των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και η διάταξη αυτή να διαμορφωθεί ως εξής: «Κατ’ απόλυτη εκλογή κρίνονται και οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί της γενικής επετηρίδας, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στην παρ. 5, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ιδιαίτερα ικανό βαθμό τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα και μπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού. Οι δικαστές της ειδικής επετηρίδας δεν προάγονται και διατηρούν μέχρι την αφυπηρέτηση την ιδιότητα του πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας».
Παράγραφος 9: Να διευκρινιστεί ρητά ότι η καθυστέρηση στην δημοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων, ως λόγος μη προαγωγής του δικαστικού λειτουργού, αφορά αποκλειστικά και μόνο την υπηρεσιακή του απόδοση στον βαθμό που κατέχει κατά τον χρόνο που κρίνεται η προαγωγή του.
Παράγραφος 10: Να διευκρινιστεί ότι μόνη η καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, για την οποία δεν κινήθηκε πειθαρχική δίωξη ή για την οποία εκδόθηκε απαλλακτική απόφαση του αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου, δεν συνιστά λόγο για την παράλειψη του δικαστικού λειτουργού από την προαγωγή.
‘Αρθρο 85 νομοσχεδίου (τροποποίηση άρθρου 60 ΚΟΔΚΛ)
Με την παράγραφο 1 περιγράφεται η διαδικασία προαγωγής και μετάθεσης δικαστικών λειτουργών και η υποχρέωση εμφάνισής τους στους δικαστικούς σχηματισμούς μετά την απόφαση του ΑΔΣ για προαγωγή ή μετάθεση. Ειδικά για την περίπτωση κένωσης θέσης πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας ορίζεται ότι: «Κατ΄ εξαίρεση για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, το οικείο ΑΔΣ συνεδριάζει για προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών και κατά τους μήνες Οκτώβριο και Ιανουάριο. Αν κενωθεί οργανική θέση πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, στη θέση του μετατίθεται, κατά προτεραιότητα, πρωτοδίκης της ίδιας επετηρίδας. Οι δικαστικοί λειτουργοί που προάγονται και μετατίθενται κατά το προηγούμενο εδάφιο, είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος περί προαγωγής ή μετάθεσης, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε ημερών».
Καταρχήν, επισημαίνεται σφάλμα ως προς τη διατύπωση καθώς η πρόβλεψη «κατά το προηγούμενο εδάφιο» προφανώς αναφέρεται στη διαδικασία πλήρωσης κενών κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους και όχι στην κένωση θέσεων ειδικής επετηρίδας, καθώς αφενός δεν νοείται προαγωγή στην επετηρίδα αυτή, ενώ αφετέρου η διάταξη ως είχε μέχρι σήμερα είχε το ίδιο νόημα. Ως εκ τούτου προτείνεται η διόρθωση στο ορθό «Οι δικαστικοί λειτουργοί που προάγονται και μετατίθενται κατά το εδάφιο γ΄ του παρόντος, είναιυποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος περί προαγωγής ή μετάθεσης, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε ημερών».
Περαιτέρω, επαναλαμβάνεται η άμεση ανάγκη σαφέστερου νομοθετικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αναγκαστικής μετάθεσης. Ως εκ τούτου:
Παράγραφος 3: Ενόψει της πρότασης για κατάργηση των κωλυμάτων εντοπιότητας προτείνεται να προστεθεί στο εδ. β΄ η φράση «καθώς η μετάθεση που σχετίζεται αποκλειστικά με τον χρόνο παραμονής στο ίδιο δικαστήριο ή στην ίδια δικαστική περιφέρεια» και το εδάφιο αυτό να διαμορφωθεί ως εξής: «Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, καθώς και η μετάθεση που σχετίζεται αποκλειστικά με τον χρόνο παραμονής στο ίδιο δικαστήριο ή στην ίδια δικαστική περιφέρεια».
Στο τέλος της παρ. 3 να προστεθούν τα ακόλουθα εδάφια: «Οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας μετατίθενται μόνο κατόπιν αίτησής τους με εξαίρεση τους λόγους αυτεπάγγελτης μετάθεσης κατά το εδ. α΄ της παραγράφου αυτής και τους λόγους υποχρεωτικής μετάθεσης της επόμενης παραγράφου. Στις οργανικές θέσεις των εδρών πρωτοδικείων που έχουν καλυφθεί από δικαστές προερχόμενους από την ειδική επετηρίδα μετατίθενται κατά προτεραιότητα δικαστές της ειδικής επετηρίδας».
Παράγραφος 5: Να απαλειφθεί από την παρ. 5 το τελ. εδ., που προβλέπει ότι «για τα πρόσωπα του δευτέρου και τρίτου εδαφίου εφαρμόζεται το άρθρο 11 του ν. 4440/2016 (Α΄ 224)», διότι στην πράξη δημιουργεί περιττές δυσχέρειες στην υλοποίηση της συνυπηρέτησης.
‘Αρθρο 86 νομοσχεδίου (τροποποίηση άρθρου 61 ΚΟΔΚΔΛ)
Η παρέμβαση στο ως άνω άρθρο είναι περιορισμένη. Θα πρέπει να επεκταθεί στην κατεύθυνση κατάργησης των περ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 7, καθώς έχουν προφανώς φωτογραφικό χαρακτήρα και συνιστούν άνιση μεταχείριση για όλους τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς που έχουν ανάλογες οικογενειακές υποχρεώσεις και αναγκάζονται να υπηρετούν σε διαφορετική πόλη από εκείνη, στην οποία είναι εγκατεστημένη η οικογένειά τους.
‘Αρθρο 87 νομοσχεδίου (τροποποίηση άρθρου 66 ΚΟΔΚΔΛ)
Στο άρθρο 66 καθορίζονται οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών. Στην παράγραφο 1 1βγ του ως άνω άρθρου ορίζονται κατά σειρά αρχαιότητας οι βαθμοί: «…βγ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, δικαστής ειδικής επετηρίδας, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας. Περαιτέρω, στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι «Μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εξομοίωσης, προβαδίζει ο αρχαιότερος στον βαθμό με την εξής σειρά: α) δικαστές, πλην προέδρων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, β) εισαγγελείς, γ) επίτροποι, δ) δικαστές ειδικής επετηρίδας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
Ως προεκτέθηκε, θεωρούμε ότι η επιλογή των όρων «πρόεδρος πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας» και «δικαστές ειδικής επετηρίδας» είναι άστοχη καθώς: Ο όρος «πρόεδρος πρωτοδικών» απαντάται σε ανυπολόγιστο αριθμό νομοθετημάτων ο εντοπισμός και η προσαρμογή των οποίων είναι πρακτικά αδύνατη. Η δημιουργία υποκατηγορίας του αντίστοιχου όρου, ενώ το πεδίο οριοθέτησης των καθηκόντων του προέδρου πρωτοδικών είναι συγκεκριμένο, θα δημιουργήσει σοβαρές ερμηνευτικές δυσχέρειες στην εφαρμογή των νομοθετημάτων που παγίως γνωρίζουν ένα βαθμό προέδρου πρωτοδικών. Παράλληλα, οδηγεί σε άτοπα με ασαφείς δικονομικές προεκτάσεις, όπως π.χ. στις περιπτώσεις αναπλήρωσης πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας σε πολυμελές πρωτοδικείο, τριμελές πλημμελειοδικείο και δικαστήριο ανηλίκων, που αναμενόμενα γίνεται από πρωτοδίκη (ειδικής επετηρίδας), γεγονός ασύμβατο με την ιδιότητα του προέδρου πρωτοδικών (βλ. άρθρο 66 νομοσχεδίου που τροποποιεί το άρθρο 5 ΚΟΔΚΔΛ). Τέλος, η αναφορά έστω και τιμητικά σε διακριτή έννοια προέδρου πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας θα απέκλειε γραμματικά το βαθμό αυτό από την εκτέλεση καθηκόντων προανάκρισης, γεγονός που θα δημιουργούσε τεράστια υπηρεσιακή αναστάτωση σε μεγάλο τμήμα των νυν πταισματοδικών).
Σύμφωνα με τα παραπάνω προτείνουμε: την απάλειψη των όρων «πρόεδρος πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας», «δικαστές ειδικής επετηρίδας» και την αντικατάστασή τους στο σύνολο του νομοθετήματος με τον σαφή όρο «πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας» που αποτυπώνει επιτυχώς τα καθήκοντα και την υπηρεσιακή κατάσταση των συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών και αντιστοιχεί στο πνεύμα και το γράμμα του ν. 5108/2024,
‘Αρθρα 81 88 και 89 ΚΟΔΚΔΛ: Με το υπό κρίση νομοσχέδιο, δε προβλέπονται παρεμβάσεις στα άρθρα 81, 88 και 89 του ΚΟΔΚΔΛ, ως θα ήταν αναγκαίο. Ως εκ τούτου επαναλαμβάνουμε τις προτάσεις μας ως προς αυτά ενόψει μελλοντικής τροποποίησής τους.
‘Αρθρο 81ΚΟΔΚΔΛ:
Εκτιμώντας α) ότι το νομοθετικό πλαίσιο των υπηρεσιακών μεταθέσεων των δικαστικών λειτουργών, ανήκει στον πυρήνα του πλέγματος εγγυήσεων της προσωπικής τους ανεξαρτησίας, β) ότι τόσο η υποχρέωση ύπαρξης πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσο και το δικαίωμα προσφυγής σε δικαστήριο, που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και αποτελούν δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβάνουν και εκείνες τις αποφάσεις, που αφορούν στις υπηρεσιακές μεταθέσεις, αποσπάσεις ή τοποθετήσεις(βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ 16-11/2021 για υποθέσεις C-748/2019- 754/2019 σε ΤΝΠ NOMOS) και γ) τα νέα δεδομένα ως προς τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης μετάθεσης δικαστικών λειτουργών, η οποία κατά το ΔΕΕ δύναται να υπονομεύσει τη δικαστική ανεξαρτησία (βλ. ενδεικτικά ΔΕΕ 798/2021 για υπόθεση C-487/2019 σε https://curia.europa.eu), επισημαίνουμε ότι είναι αναγκαία η άμεση άρση όλων των νομοθετικών περιορισμών (ελάχιστο όριο μειοψηφίας) στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά απόφασης που αφορά μετάθεση, απόσπαση ή τοποθέτηση δικαστικού λειτουργού, ως ισχύει ήδη για τις προαγωγές.
Για το λόγο αυτό προτείνουμε την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 81 ν.4938/2022 (η οποία εφαρμόζεται αναλόγως κατά παραπομπή της διάταξης του άρθρου 91 παρ. 12 ως προς το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης) που με τη σημερινή μορφή της είναι απροϋπόθετη μόνο ως προς τις υπηρεσιακές προαγωγές, ώστε να αρθούν οι προϋποθέσεις ελάχιστης μειοψηφίας και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις και αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών και να υπάρξει ουσιαστικό πεδίο λειτουργίας του ενδίκου βοηθήματος.
Ως εκ τούτου, προτείνεται τροποποίηση με αναδρομική ισχύ από 01.06.2024 ως ακολούθως: «Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 81 ν. 4938/2022 τροποποιείται ως εξής: «Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή».
Τέλος, προτείνουμε στο τέλος της παρ. 8 να προστεθεί νέο εδάφιο, στο οποίο να προβλέπεται η υποχρεωτική κλήτευση των εκπροσώπων της οικείας δικαστικής ένωσης στην Ολομέλεια σε περίπτωση άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Το νέο εδάφιο προτείνεται να έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την εκδίκαση της προσφυγής καλούνται υποχρεωτικά να παραστούν οι εκπρόσωποι της οικείας δικαστικής ένωσης· αν ο προσφεύγων είναι μέλος περισσότερων δικαστικών ενώσεων, καλείται να επιλέξει ποια δικαστική ένωση θα παρασταθεί στην Ολομέλεια. Οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση όλων των στοιχείων του φακέλου και να διατυπώσουν τις απόψεις τους».
‘Αρθρο 88ΚΟΔΚΔΛ: Η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία επιβάλλει όπως, κατά την κρίση του αρμόδιου οργάνου (δηλ. του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου) σχετικά με την προαγωγή των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας σε θέσεις πρωτοδικών και αντεισαγγελέων πρωτοδικών αντίστοιχα, αναγνωρίζεται η δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια του δοκιμαστικού σταδίου που έχει διανυθεί και η απόδοση των παρέδρων και η εμπειρία που έχουν αποκτήσει κατά το διανυθέν αυτό χρονικό διάστημα της δοκιμαστικής περιόδου, ώστε με την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας να μπορεί το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να αποφασίσει την προαγωγή των παρέδρων, ακόμα και αν δεν έχει συμπληρωθεί η 10μηνη δοκιμαστική υπηρεσία, εφόσον με βάση τα πιο πάνω στοιχεία κρίνεται ο πάρεδρος κατάλληλος για προαγωγή. Αυτόματη παράταση του δοκιμαστικού σταδίου, ανεξάρτητα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο. Παράλληλα, πρέπει ρητά να προβλεφθεί, προς διασφάλιση της ουσιαστικής ισότητας γυναικών και ανδρών ως προς την υπηρεσιακή τους εξέλιξη, ότι σε περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίσει τη συνέχιση της δοκιμαστικής υπηρεσίας των παρέδρων για τον χρόνο που υπολείπεται μέχρι την συμπλήρωση συνολικά 10μήνου, η προαγωγή τους σε θέση πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα ενεργεί αναδρομικά όχι μόνο ως προς τον καθορισμό της κατά το άρθρο 65 νέου ΚΟΔΚΔΛ σειράς αρχαιότητας, αλλά και ως προς την εν γένει υπηρεσιακή και μισθολογική τους εξέλιξη.
‘Αρθρο 89ΚΟΔΚΔΛ: Η παρ. 1 να τροποποιηθεί ως εξής: «1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών προάγεται πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας με πέντε (5) τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη στη γενική επετηρίδα, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου».
‘Αρθρο 88 νομοσχεδίου (τροποποίηση άρθρου 90 ΚΟΔΚΔΛ)
Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται η διαδικασία ένταξης των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, στη γενική επετηρίδα. Η διαδικασία είναι σαφής και σταθερή, χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς και ελάχιστες ποσοστώσεις εισαγωγής, όπως είχαμε αιτηθεί και πριν τη θέση σε ισχύ του ν. 5108/2024. Ως εκ τούτου, είναι δυνατή η αξιολόγηση και εισαγωγή όλων των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας που θα αιτηθούν ένταξη στη γενική και αυτό θα ισχύει μία φορά κάθε έτος. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 5 το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο«…μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απορρίψει την αίτηση της παρ. 2, αν κρίνει ότι ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα.».
Θεωρούμε ότι η διάταξη θα πρέπει να γίνει πιο ορισμένη ως προς τα κριτήρια απόρριψης αιτούντος, ήτοι να καταγραφούν τα βασικά στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εν δυνάμει τον κορμό μιας αιτιολογημένης απόφασης απόρριψης εκ μέρους του Α.Δ.Σ. (π.χ. ποιότητα αποφάσεων, ταχύτητα στην έκδοση, ικανότητα διεύθυνσης διαδικασίας κλπ), ώστε να είναι δυνατό ο αιτών να γνωρίζει εξαρχής ποιες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί και να μπορεί ευλόγως να αναμένει ότι εφόσον τις πληροί η αίτησή του θα γίνει δεκτή.
Ακόμη, αναγκαία είναι η θέσπιση ένδικου βοηθήματος προσφυγής, ενώπιον της Ολομέλειας του ΑΠ, χωρίς ελάχιστο πλαφόν ψήφων μειοψηφίας, ως ισχύει στην προσφυγή κατά απόφασης προαγωγής, προκειμένου σε περίπτωση απόρριψης, η αίτηση του αιτούντος να μπορεί να διέλθει και από την τελική κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου σε πλήρη σύνθεση.
Τέλος, ειδικά για το πρώτο έτος εφαρμογής της διαδικασίας εισαγωγής στη γενική επετηρίδα που θα λάβει χώρα το Μάρτιο του 2025, θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα εξής: Σύμφωνα με το πρόγραμμα επιμόρφωσης των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας που προβλέπει την κατά τμήματα επιμόρφωση, η ολοκλήρωση του δεύτερου κύκλου της πρακτικής εκπαίδευσης θα λάβει χώρα για το α΄ τμήμα την 06.02.2025, για το β΄ τμήμα την 10.03.2025, για το γ΄τμήμα την 25.04.2025 και για το δ΄ τμήμα την 28.05.2025. Για το λόγο αυτό, δοθέντος ότι ο χρόνος ολοκλήρωσης της επιμόρφωσης και της επιθεώρησης δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια των αιτούντων την ένταξη στη γενική επετηρίδα, αλλά εξαρτάται και από τα λοιπά υπηρεσιακά τους καθήκοντα για το τρέχον δικαστικό έτος, ως χρόνος εκτίμησης πλήρωσης των προϋποθέσεων εισαγωγής στη γενική επετηρίδα θα πρέπει να θεωρείται ο χρόνος συνεδρίασης του Α.Δ.Σ. Σε αντίθετη περίπτωση ενδέχεται να εμποδισθεί αναίτια η δυνατότητα υποβολής αίτησης εκείνων των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας που ενώ το επιθυμούν, για λόγους αντικειμενικούς (π.χ. τοποθέτηση στο γ΄ ή δ΄ τμήμα επιμόρφωσης ή τυχόν αναρρωτική άδεια ή άδεια ανατροφής) δεν έχουν ολοκληρώσει την επιμόρφωση. Επιπλέον, ειδικά για το πρώτο αυτό έτος, προτείνεται η έκθεση επιθεώρησης του αιτούντος να συνταχθεί από τους κατά τόπους Προέδρους Εφετών, για να είναι εφικτή η τήρηση των προθεσμιών του νομοσχεδίου, ενώ αναγκαία εμφανίζεται ειδικά για φέτος η παράταση του χρόνου κατάθεσης των αιτήσεων.
Περαιτέρω, επί σκοπώ αποσαφήνισης των ζητημάτων οικονομικής αντιστοίχισης μεταξύ των βαθμών ιεαραρχίας, προτείναμε ήδη και επαναλαμβάνουμε την προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 90 με το εξής περιεχόμενο:
«Υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας.1. Οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας δεν προάγονται. 2. Από την 16.9.2024: α) οι δόκιμοι ειρηνοδίκες λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές του παρέδρου πρωτοδικείου, β), οι ειρηνοδίκες Δ΄ Τάξης και ειρηνοδίκες Γ΄ Τάξης, που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα δεν έχουν συμπληρώσει τα 7 έτη δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές του πρωτοδίκη που έχει συμπληρώσει έως τέσσερα (4) έτη υπηρεσίας, γ) οι ειρηνοδίκες Γ΄ Τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα έχουν συμπληρώσει τα 7 έτη δικαστικής υπηρεσίας, καθώς και οι ειρηνοδίκες Β΄ Τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα δεν έχουν συμπληρώσει τα 16 χρόνια δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές προέδρου πρωτοδικών κατ’ αναλογία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 2521/1997, δ) οι ειρηνοδίκες Β΄ Τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα έχουν συμπληρώσει τα 16 έτη, ακόμα και αν δεν εκδόθηκε ΦΕΚ για την προαγωγή τους, άμεσα εντάσσονται ως αντιστοιχούντες σε πρόεδρο πρωτοδικών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1 Ν. 5108/2024, ενώ συνεχίζουν να λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές του προέδρου πρωτοδικών, ε) οι ειρηνοδίκες Α΄ Τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα έχουν συμπληρώσει τα 18 έτη δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης,προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του εφέτη, στ) οι ειρηνοδίκες Α΄ Τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα έχουν συμπληρώσει τα 20 έτη δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης,προσαύξηση ίση με το ενενήντα τοις εκατό (90/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του εφέτη και ζ) οι ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που κατά τον χρόνο της ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα έχουν συμπληρώσει τα 24 έτη δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, τον βασικό μισθό του εφέτη».
Με το υπό κρίση νομοσχέδιο δεν επέρχεται παρέμβαση στα άρθρα 93, 100, 102, 109, 121, 126 και 129 ΚΟΔΚΔΛ που όμως είναι αναγκαίες και ως εκ τούτου επαναλαμβάνονται ως κατατέθηκαν ήδη με τις από 09.07.2024 προτάσεις μας. Ειδικότερα:
‘Αρθρο 93 ΚΟΔΚΔΛ
Προτείνουμε να καταργηθεί το στοιχ. β΄ της παρ. 2.
‘Αρθρα 100 και 102 ΚΟΔΚΔΛ
Προτείνεται η απάλειψη από τα άρθρα 100 και 102 ΚΟΔΚΔΛ των διατάξεων που προβλέπουν μεταξύ των κριτηρίων, που λαμβάνονται υπόψη κατά την επιθεώρηση, την αναίρεση ή εξαφάνιση αποφάσεων κατά παραδοχή ενδίκου μέσου και εκείνων που προβλέπουν ειδικό έλεγχο από τον Επιθεωρητή των αποφάσεων περί αναβολών, καθώς και εκείνων που προβλέπουν σύνταξη από τον πρόεδρο του Τμήματος γραπτής γνώμης με τα κριτήρια του άρθρου 102 για τους επιθεωρούμενους δικαστές του τμήματός του (άρθρο 100 παρ. 6 ΚΟΔΚΔΛ).
‘Αρθρο 109 ΚΟΔΚΔΛ
Να προστεθεί στο άρθρο 109 παρ. 2 περ. ε΄ ΚΟΔΚΔΛ νέο εδάφιο με το εξής περιεχόμενο: «Δεν θεωρείται αδικαιολόγητη η καθυστέρηση ούτε αφαιρείται η δικογραφία από τον δικαστή που τη χειρίζεται, ακόμα και αν δεν έχει εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ (8) μήνες από τη συζήτηση, εφόσον ο δικαστής εξέδωσε τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) αποφάσεις πολιτικών υποθέσεων, εφόσον υπηρετεί στο Πρωτοδικείο και τουλάχιστον πενήντα (50) αποφάσεις πολιτικών υποθέσεων εφόσον υπηρετεί στο Εφετείο».
‘Αρθρο 121 ΚΟΔΚΔΛ
Στο άρθρο 121 να προστεθεί νέα παρ. 3, στην οποία να προβλέπεται η υποχρεωτική κλήτευση των εκπροσώπων της οικείας δικαστικής ένωσης ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων, όπως αντίστοιχα προβλέπει το άρθρο 200 παρ. 12 Ν. 4798/2021 για την πειθαρχική διαδικασία των δικαστικών υπαλλήλων. Η νέα παρ. 3 προτείνεται να έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: «3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων καλούνται υποχρεωτικά να παραστούν οι εκπρόσωποι της οικείας δικαστικής ένωσης· αν ο πειθαρχικά διωκόμενος είναι μέλος περισσότερων δικαστικών ενώσεων, καλείται να επιλέξει ποια δικαστική ένωση θα παρασταθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο. Οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν συλλεγεί, να απευθύνουν ερωτήσεις στους μάρτυρες και στον διωκόμενο δικαστικό λειτουργό και να διατυπώσουν τις απόψεις τους, οι οποίες καταχωρίζονται στο πρακτικό του άρθρου 122 παρ. 3. Οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων αποχωρούν πριν από την έναρξη της διάσκεψης».
‘Αρθρο 126 ΚΟΔΚΔΛ
Να καταργηθεί η παρ. 2 που προβλέπει υποχρεωτική παραπομπή με το ερώτημα της οριστικής απόλυσης εκείνου του δικαστικού λειτουργού, που παραλείπεται να προαχθεί για τρίτη τουλάχιστον φορά λόγω ανεπάρκειας. Υπενθυμίζεται ότι το αντίστοιχο άρθρο του προϊσχύσαντος ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 1756/1988) αρχικά αντιμετώπιζε το ζήτημα της ανεπάρκειας των παρέδρων πρωτοδικείου και εισαγγελίας και δοκίμων ειρηνοδικών να διοριστούν σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού, μετά την συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας τους και επεκτάθηκε σε ισόβιους δικαστικούς λειτουργούς με τον Ν. 1968/1991, ενώ η ίδια ρύθμιση επαναλήφθηκε και στον ισχύοντα ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022). Ωστόσο, η ρύθμιση αυτή κρίνεται υπερβολική και ανεπιεικής, ιδίως όταν οι προηγούμενες παραλείψεις από τις προαγωγές δεν συνιστούν βαριά περίπτωση αθέτησης των υπηρεσιακών υποχρεώσεων και δεν δικαιολογούν από μόνες τους την πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσης. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι κατά τον ισχύοντα ΚΟΔΚΔΛ δεν αποκλείεται και η αδυναμία του δικαστικού λειτουργού να ανταποκριθεί στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις για ένα μόνο δικαστικό έτος μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή της πειθαρχικής αυτής ποινής. Η άθροιση τριών παραλείψεων για υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που από μόνη της η καθεμία δεν μπορεί να δικαιολογήσει την οριστική απόλυση, συνιστά κατ’ ουσία εισαγωγή αμάχητου τεκμηρίου υπηρεσιακής ανεπάρκειας, που κρίνεται ως αντίθετο στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν το πειθαρχικό δίκαιο και ιδίως εκείνη της αναλογικότητας.
‘Αρθρο 129
Να καταργηθεί η διάταξη του άρθρου 129 παρ. 8 ΚΟΔΚΔΛ (αντίστοιχα και του άρθρου 19 παρ. 5 ΚΟΔΚΔΛ) κατά το μέρος που προβλέπεται σύστημα αρίθμησης-κατάταξης των υποθέσεων από το 1 έως το 5, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη δυσχέρειά τους, διότι στην πράξη είναι ανεφάρμοστο και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία των δικαστηρίων.
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας:
‘Αρθρο 6 νομοσχεδίου (τροποποίηση άρθρου 18 ΚΠολΔ)
Με τη νέα διάταξη (που συνδέεται άμεσα με το άρθρο 4 του ίδιου νομοσχεδίου με αντικείμενο την αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου), προσδιορίζεται η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων στον πρώτο και δεύτερο βαθμό. Ως προς το ζήτημα της συνολικής διαστρωμάτωσης της αστικής ύλης, η θέση της Ένωσης, που εκφράστηκε και από τον εκπρόσωπό της στην επιτροπή κατάρτισης των αλλαγών στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (η συμμετοχή του οποίου επετράπη σε αντίθεση με την επιτροπή του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων), ήταν ότι ενόψει της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, είναι ευκαιρία να δημιουργηθεί στο ελληνικό δικονομικό σύστημα μία σαφής πυραμιδοειδής διαστρωμάτωση. Ως εκ τούτου ιδανικά οι υποθέσεις θα δικάζονταν σε πρώτο βαθμό αποκλειστικά από τα πρωτοδικεία, σε δεύτερο βαθμό αποκλειστικά από τα εφετεία και ο αναιρετικός έλεγχος από τον ‘Αρειο Πάγο. Στα πλαίσια της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, επισημάνθηκε έγκαιρα, ότι προκειμένου να λάβει χώρα αυτή ομαλά, θα πρέπει να συνοδευθεί από σημαντικό αριθμό αύξησης οργανικών θέσεων εφετών, καθώς πολύ σύντομα θα πρέπει οι περίπου 400 εφέτες να υποδεχθούν το σύνολο της δικαστικής «παραγωγής» του ενοποιημένου πρώτου βαθμού που πλησιάζει τους 2.000 δικαστές πρώτου βαθμού.
Υπήρξαναπόψεις περί συμπίεσης μέρους της ύλης της κατ΄ έφεση δίκης, όχι στο εφετείο, αλλά στο πολυμελές πρωτοδικείο. Μάλιστα ακούστηκαν στο δημόσιο διάλογο και πιο ακραίες προτάσεις, περί της αφαίρεσης όλης της αστικής ύλης από τα εφετεία ή της ανάθεσης στα πολυμελή πρωτοδικεία του μεγαλύτερου μέρους της, ήτοι της εκδίκαση κατ΄ έφεση υποθέσεων με αντικείμενο έως 100.000 ευρώ. Η επιλογή αυτή, παρά την προφανή ελάφρυνση που προκαλεί στο εφετείο, σε βάρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, αφενός θα ανέτρεπε την κανονικότητα που είναι το κατ΄ έφεση δικαστήριο να συντίθεται από ιεραρχικά ανώτερους δικαστές σε σχέση με το πρωτοβάθμιο, αξιοποιώντας την εμπειρία τους, αφετέρουαναμενόταν να προκαλέσει σημαντικά λειτουργικά προβλήματα στις συνθέσεις των νέων πολυμελών πρωτοδικείων, ιδίως των επαρχιακών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις του ίδιου δικαστηρίου, θα καλούνται να δικάζουν τις πρωτόδικες αποφάσεις των ομόβαθμωνπια συναδέλφων τους. Παράλληλα, τυχόν ραγδαία απομείωση της ενασχόλησης των εφετών με την πολιτική δίκη, ενδέχεται να είχε αρνητική επίδραση σε εκείνο το τμήμα του Σώματος που θα αποτελέσει τη δεξαμενή των δικαστών που θα στελεχώσουν τον ‘Αρειο Πάγο.
Εκτιμώντας ότι για το πρώτο μεταβατικό διάστημα, μέχρι την θέσπιση των αναγκαίων νέων οργανικών θέσεων, είναι αναγκαίο η ύλη του Εφετείου να παραμείνει ανάλογη με τον αριθμό των υπηρετούντων σε αυτά δικαστών, φρονούμε ότι η εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου όταν η αξία της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ή όταν το μίσθωμα της μισθωτικής διαφοράς δεν υπερβαίνει τα 800 ευρώ ή στις ειδικές περιπτώσεις των άρθρων 14 ως 24 του άρθρου 16, αποτελεί ένα λογικό προσωρινό συμβιβασμό μεταξύ του δέοντος και του όντος. Είναι όμως αναγκαίο, προκειμένου η μεταρρύθμιση να επιτύχει τον διακηρυγμένο σκοπό της που είναι η έκδοση ποιοτικών αποφάσεων σε συντομότερο χρόνο, να ενισχυθεί το εφετείο με τουλάχιστον 200 νέες οργανικές θέσεις, ώστε να ισορροπήσει αριθμητικά η πυραμίδα της Δικαιοσύνης και ακολούθως να μεταφερθεί πλήρως η κατ΄ έφεση δίκη, στη φυσική της θέση που είναι το εφετείο.
‘Αρθρο 19 νομοσχεδίου ( Τροποποίηση άρθρου 215παρ.1 ΚΠολΔ)
Με την ως άνω ρύθμιση ορίζεται η κατάθεση δικογράφου σε περίπτωση αγωγής που απευθύνεται σε περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου κατά την έννοια του ν. 5108/2024. Θεωρούμε ότι η δυνατότητα της διαζευκτικής επιλογής ως προς τον τόπο κατάθεσης του δικογράφου, παρά την σχετική διευκόλυνση που μπορεί να αποτελεί για τους πληρεξούσιους δικηγόρους, μπορεί να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες στον τρόπο διαχείρισης της αστικής ύλης και τον καταμερισμό αυτής.
‘Αρθρο 50 (Μεταβατική διάταξη):
Με την ως άνω διάταξη ορίζεται ειδικά η αρμοδιότητα εκδίκασης των εφέσεων κατά αποφάσεων εκούσιας δικαιοδοσίας αρμοδιότητας έως τώρα ειρηνοδικείου. Επί το τέλει της σαφήνειας και ανεξάρτητα από την γενική αρχή του διαχρονικού δικονομικού δικαίου που προβλέπεται στο άρθρο 24παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, πρέπει να αποσαφηνιστεί με ειδική μεταβατική διάταξη το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης κατά αποφάσεων:
α) Ειρηνοδικείου που εκδόθηκαν πριν την 16.09.2024
β) Ειρηνοδικείου σε υποθέσεις που συζητήθηκαν πριν την 15.09.2024 και η απόφαση θα εκδοθεί μετά την 16.09.2024.
γ) Μονομελούς Πρωτοδικείου με αντικείμενο ανώτερο των 20.000Euro και έως 30.000Euro κατά τις αντίστοιχες ως άνω διακρίσεις
δ) Μονομελούς Πρωτοδικείου με μίσθωμα ανώτερο από 600Euro έως 800Euro που εκδόθηκαν πριν την 16.09.2024 κατά τις αντίστοιχες ως άνω διακρίσεις
Περαιτέρω επί εφέσεων κατ’ αποφάσεων επί ανακοπών κατά της εκτέλεσης προς αποφυγή ερμηνευτικών δυσχερειών πρέπει να προσδιορισθεί ειδικά ότι το κριτήριο προσδιορισμού της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας θα είναι το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε με τον εκτελεστό τίτλο.
Τέλος, θα πρέπει να ρυθμισθεί με μεταβατική διάταξη και η περίπτωση των υποθέσεων που συζητήθηκαν μέχρι την 15.09.2024 στο μονομελές ή το πολυμελές πρωτοδικείο, πλην όμως ήταν αρμοδιότητας του προς κατάργηση ειρηνοδικείου. Θα πρέπει να προβλεφθεί νομοθετικά η υποχρέωση του δικαστηρίου να κρατήσει και να δικάσει τις υποθέσεις αυτές, καθώς η τυχόν παραπομπή είναι πλέον άνευ νοήματος και δεν εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης.
‘Αρθρο 51 (καταργούμενες διατάξεις)
Με το άρθρο αυτό φαίνεται να καταργείται μεταξύ άλλων και ολόκληρη η διάταξη του άρθρου 683 ΚΠολΔ. Ως προς τη δεύτερη και την τρίτη παράγραφο αυτό είναι εύλογο καθώς οι παράγραφοι αυτοί αναφέρονται στα καταργούμενα ήδη ειρηνοδικεία. Πλην όμως οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου αυτού που προβλέπει συντρέχουσα δικαιοδοσία του τόπου εκτέλεσης του ασφαλιστικού μέτρου και τις συνέπειες της αναρμοδιότητας δέον να διατηρηθούν ή να ορισθούν ειδικά σε άλλη διάταξη».