Μετά από 30 και πλέον χρόνια καθημερινής ενασχόλησης – μελέτης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, παρακολουθώ με απογοήτευση την ευφορία που έχει εξαπλωθεί στο προοδευτικό σύστημα του κατευνασμού και της υποχώρησης, όσο αφορά τα εθνικά μας θέματα, απέναντι στο πρόσωπο της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ και υποψήφιας του Δημοκρατικού Κόμματος για την προεδρία, Κάμαλα Χάρις. Εκπροσωπεί την ελπίδα μας λένε και σε καθημερινή πλέον βάση ακούμε και διαβάζουμε απίστευτα πράγματα. Με δεδομένο ότι όποιος διαθέτει έστω και ελάχιστη κοινή λογική δεν μπορεί να πιστεύει ότι η κ. Χάρις, διαθέτει έστω και στοιχειώδη ικανότητα χειρισμού θεμάτων διεθνούς πολιτικής, αξίζει να δούμε ποιο είναι τo κεντρικό πρόσωπο που βρίσκεται δίπλα της, αποτελώντας το μυαλό και το στόμα της Αντιπροέδρου στα θέματα αυτά. Πρόκειται για τον νυν Σύμβουλό της για θέματα Εθνικής Ασφάλειας, Φίλιπ Γκόρντον, έναν γνώριμο από τα παλιά, και εξέχων μέλος της παραδοσιακής ομάδας του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον, η οποία πίνει νερό στο όνομα της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας για την Αμερική.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Τυγχάνει να γνωρίζω προσωπικά τον κ. Γκόρντον, από τα πρώτα του βήματα ως αναλυτή στο Ινστιτούτο Brookings, στην Ουάσιγκτον και έχουμε τελειώσει και το ίδιο Πανεπιστήμιο. Πάντα ήταν και συνεχίζει να είναι από αυτούς που θεωρεί την Τουρκία χώρα κλειδί και στρατηγικής σημασίας για την Αμερική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, υπό την παρούσα ιδιότητα του, στις 8 Μαρτίου 2024, είχε συνάντηση στην πρεσβεία της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον, με τον τούρκο Υπουργό Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν.
Για όσους παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις γύρω από τα εθνικά μας θέματα και την Τουρκία, είναι γνωστή η στάση του κ. Γκόρντον, ως βοηθού Υπουργού Εξωτερικών, στην κυβέρνηση Ομπάμα, όπου ωμά απευθυνόμενος στην Ελλάδα, είχε πει ότι εάν θέλετε υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο, βρείτε τα με την Τουρκία. Βέβαια είχε πάρει την απάντηση που αρμόζει από την τότε Ελληνική κυβέρνηση.
Ας δούμε όπως τι «πιστεύει», δια χειρός Γκόρντον, η Κάμαλα Χάρις στα κρίσιμα θέματα διεθνούς πολιτικής, σε μια από τις κρισιμότερες συγκυρίες, γεωπολιτικά, για τον πλανήτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ότι η αντιπρόεδρος Χάρις υπήρξε σε μεγάλο βαθμό οπισθοφύλακας στην εξωτερική πολιτική, σε αντίθεση με ορισμένους από τους προκατόχους της, συμπεριλαμβανομένου του αφεντικού της Τζο Μπάιντεν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κ. Γκόρντον, ο οποίος έχει υπηρετήσει ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της Χάρις από τότε που έθεσε υποψηφιότητα για τον Λευκό Οίκο το 2020 και έχει εργαστεί σε κάθε κυβέρνηση των Δημοκρατικών από την εποχή του Μπιλ Κλίντον – έχει γίνει το επίκεντρο τεράστιας προσοχής στην Ουάσιγκτον.
Οι επικριτές του κ. Γκόρντον, λένε ότι δεν κάνει μόνο λάθος σε κρίσιμα θέματα, όπως για παράδειγμα ότι είναι σκεπτικός για τη στρατιωτική ισχύ της Αμερικής και την αποτελεσματικότητα των οικονομικών κυρώσεων, αλλά ότι έχει επίσης αναπτύξει ανησυχητικές επαφές με θεσμούς και άτομα κοντά στο Ιράν.
Ο κ. Γκόρντον, έγραψε μια σειρά άρθρων γνώμης για το 2020 με μια αξιωματούχο του Πενταγώνου, την Αριάν Ταμπαταμπάι, η οποία συνδέθηκε πέρυσι με μια επιχείρηση επιρροής που υποστηρίζεται από το καθεστώς της Τεχεράνης, που ονομάζεται Πρωτοβουλία Εμπειρογνωμόνων του Ιράν, επιφορτισμένη με την προώθηση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015.
Ο κ. Γκόρντον, είναι μέλος μιας βασικής ομάδας εμπειρογνωμόνων εξωτερικής πολιτικής των Δημοκρατικών που βοήθησαν στην καθοδήγηση της παγκόσμιας στρατηγικής της Αμερικής, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.
Το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, επικεντρώθηκε αρχικά στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Κλίντον και Ομπάμα, όταν η Αμερική συνεργάστηκε με το ΝΑΤΟ για να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη και κατασκοπεία για την καταπολέμηση της εθνοκάθαρσης στα Βαλκάνια και τη Βόρεια Αφρική – ανατρέποντας τελικά το καθεστώς Καντάφι στη Λιβύη. Οι ενέργειες εκείνη την εποχή θεωρήθηκαν σύμφωνες με τη βασική φιλοσοφία των Δημοκρατικών για φιλελεύθερο παρεμβατισμό.
Αυτή η φιλοσοφία άρχισε να αλλάζει για τον κ, Γκόρντον κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ομπάμα, όταν ασχολήθηκε με τη Μέση Ανατολή και συντόνισε την περιφερειακή πολιτική στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.
Τα πρόσφατα γραπτά του αποκαλύπτουν ότι η εμπειρία του άφησε πολύ μεγαλύτερο σκεπτικισμό για την ικανότητα της Αμερικής, να επηρεάσει τα γεγονότα στην περιοχή, δεδομένων των επιπτώσεων από τους πολέμους στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη και τις αποτυχίες της Ουάσιγκτον να προωθήσει τη δημοκρατική αλλαγή (Αραβική Άνοιξη) στην Αίγυπτο και τη Συρία.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας μισής δεκαετίας, ο κ. Γκόρντον έχει υιοθετήσει μια βαθιά επιφυλακτικότητα για τη χρήση της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής δύναμης για να επηρεάσει την παγκόσμια αλλαγή, μια άποψη που αμφισβητείται από την άνοδο της Κίνας και τους πολέμους που συγκλονίζουν την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Στο βιβλίο του 2020 Losing the Long Game, αφηγείται αυτό που υποστηρίζει ότι ήταν μια καταστροφική σειρά προσπαθειών της Αμερικής να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη για να σχεδιάσει αλλαγή ηγεσίας σε χώρες που κυμαίνονται από το Αφγανιστάν έως τη Λιβύη. Στην περίπτωση της Συρίας, όπου ο πρώην πρόεδρος Ομπάμα απείλησε και στη συνέχεια υποχώρησε από την επίθεση στον στρατό του Άσαντ, ο κ. Γκόρντον υποστηρίζει ότι η Αμερική θα ήταν καλύτερα να μην είχε ζητήσει ποτέ την απομάκρυνση του.
Η άποψη του κ. Γκόρντον είναι αυτή που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία σε κύκλους της Αμερικανικής πρωτεύουσας. Κανένα πρόσφατο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής δεν έχει διχάσει τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους περισσότερο από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, για χειρός του Μπαράκ Ομπάμα. Οι αρχιτέκτονες της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένου του κ. Γκόρντον, υποστηρίζουν ότι είναι ένα πρότυπο για μια νέα αμερικανική εξωτερική πολιτική. Λένε ότι η συμφωνία, αν δεν είχε αποσυρθεί ο Τραμπ από αυτή, θα είχε εξουδετερώσει την πυρηνική ικανότητα της Τεχεράνης χωρίς να απαιτείται αμερικανική ή ισραηλινή στρατιωτική δράση. Και υποστηρίζουν ότι η χαλάρωση των οικονομικών κυρώσεων θα μπορούσε να επιτρέψει στις ιρανικές επιχειρήσεις και την κοινωνία των πολιτών να ενσωματωθούν καλύτερα σε διεθνές επίπεδο και ενδεχομένως μετριοπαθείς κληρικούς της Τεχεράνης.
Δυστυχώς, όπως έχει αποδείξει το πρόσφατο παρελθόν, η χαλάρωση των κυρώσεων στο Ιράν έχει παράσχει στην Τεχεράνη δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει τους τρομοκράτες πληρεξούσιους της σε όλη τη Μέση Ανατολή, πληρεξούσιους που εξαπέλυσαν τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου και που σήμερα απειλούν την εμπορική κυκλοφορία στον Περσικό Κόλπο και σε άλλες στρατηγικές παγκόσμιες πλωτές οδούς.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει ακόμη τμήμα εξωτερικής πολιτικής στον ιστότοπο της προεκλογικής εκστρατείας της κ. Χάρις. Αλλά η «προοδευτική» πτέρυγα του κόμματός της, ήδη την πιέζει να εμπλέξει αμέσως τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο του Ιράν, Μασούντ Πεζεσκιάν, για να βοηθήσει στον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα.
Ήδη υπάρχουν κάποιες ενδείξεις για τις προθέσεις στην περίπτωση εκλογής της κ. Χάρις. Μετά από την επίθεση με ρουκέτες στο Ισραήλ στα τέλη Ιουλίου από την τρομοκρατική οργάνωση Χεζμπολάχ που σκότωσε 12 μαθητές, η Χάρις αρχικά παρέμεινε σιωπηλή.
Στη συνέχεια, πριν λίγες ημέρες στην Πολιτεία του Μίσιγκαν, η κ. Χάρις, συναντήθηκε με φιλοπαλαιστίνιους ακτιβιστές που είπαν, ότι τους είχε πει σε μια πολιτική συγκέντρωση ότι ήταν ανοιχτή, να συζητήσει τις εκκλήσεις τους για εμπάργκο όπλων των ΗΠΑ στο Ισραήλ. Ο κ. Γκόρντον, το διέψευσε με ανάρτησή του στο Χ.
Οι θέσεις του κ. Γκόρντον για το Ιράν, δεν είναι η μόνη περίπτωση που έχει προκαλέσει ανησυχία, είναι και οι δεσμοί του, με την Αριάν Ταμπαταμπάι και άλλους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν που ερευνώνται ή έχουν διερευνηθεί από το Κογκρέσο και την κυβέρνηση, τους τελευταίους μήνες, για τους ύποπτους δεσμούς τους με το καθεστώς των Μουλάδων της Τεχεράνης.
Η ανησυχία για τις δραστηριότητες του Ιράν έχει αυξηθεί δραματικά στην Ουάσιγκτον, ειδικά γύρω από την Πρωτοβουλία Εμπειρογνωμόνων για το Ιράν (IEI), όπου η Ταμπαταμπάι και μια ομάδα άλλων σημαντικών εμπειρογνωμόνων του Ιράν με έδρα την Αμερική και την Ευρώπη συντονίστηκαν στενά με το υπουργείο Εξωτερικών του Ιράν, ξεκινώντας από το 2014, για να παράγουν άρθρα γνώμης και μελέτες που προώθησαν τη θέση της Τεχεράνης σχετικά με την πυρηνική συμφωνία και άλλα θέματα εθνικής ασφάλειας.
Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές έχουν επανειλημμένα αμφισβητήσει τη συνεχιζόμενη παρουσία της Ταμπαταμπάι, στο Πεντάγωνο. Και επιδιώκουν να μάθουν αν ο κ. Γκόρντον γνώριζε για τη συμμετοχή της στο IEI, όταν συνέταξε από κοινού μαζί της τρία άρθρα γνώμης κατά τη διάρκεια του εκλογικού κύκλου του 2020 που επέκριναν έντονα τη θέση της κυβέρνησης Τράμπ για το Ιράν.
Τον Ιανουάριο του 2020, οι δύο υποστήριξαν στους New York Times, ότι η εξόντωση από την Αμερική, του Σολεϊμάνι, ανταγωνίστηκε άσκοπα την Τεχεράνη. “Το κόστος των στοχευμένων δολοφονιών των Ηνωμένων Πολιτειών αυξάνεται πέρα από τους ήδη σημαντικούς κινδύνους ιρανικών αντιποίνων και επακόλουθης στρατιωτικής αντιπαράθεσης”, έγραψαν οι Γκόρντον και Ταμπαταμπάι στις 6 Ιανουαρίου 2020, μόλις τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του Σολεϊμάνι.
Τρεις μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 2020, στην Washington Post άσκησαν πίεση προς την Αμερική, να χαλαρώσει ορισμένες οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν, προκειμένου να βοηθήσουν το καθεστώς της Τεχεράνης, να διαχειριστεί την πανδημία Covid-19.
Είναι χρήσιμο, να επισημανθεί, προς το εγχώριο λόμπι του κατευνασμού και της υποχωρητικότητας, ότι το καθεστώς του πειρατή του διεθνούς δικαίου και υποστηρικτή της τρομοκρατίας, Ταγίπ Ερντογάν, που απειλεί ανοικτά την εθνική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας, αλλά εκτοξεύει άμεσες απειλές και εναντίον του στρατηγικού μας συμμάχου του Ισραήλ, βρίσκεται σε σφικτό εναγκαλισμό με το καθεστώς των Μουλάδων της Τεχεράνης και τους τρομοκράτες δορυφόρους του στην ευρύτερη περιοχή μας.
Ας μην προτρέχουν λοιπόν κάποιοι, να προπαγανδίζουν με ελαφρότητα την ελπίδα που προσφέρει η κ. Χάρις. Εκτός και εάν αντί π.χ. έναντι του Μάικ Πομπέο, προτιμούν τον Φίλιπ Γκόρντον.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.