Καθώς εισερχόμαστε στην τελευταία και πλέον κρίσιμη φάση των προεδρικών εκλογών στην Αμερική, ένα από τα πιο κρίσιμα θέματα που απασχολεί το σύνολο του πλανήτη, είναι το ποια θα είναι η εξωτερική πολιτική μιας κυβέρνησης υπό τον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, στην περίπτωση που επανεκλέγει στην προεδρία. Εάν πιστέψει κανείς τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλο το δυτικό κόσμο και δώσει βάση, στις αιτιάσεις των περισσοτέρων δυτικών κυβερνήσεων, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα πρόκειται για μια εξωτερική πολιτική απομονωτισμού, που θα βασίζεται στο «America First», και στις προνομιακές σχέσεις με απολυταρχικούς ηγέτες ανά τον κόσμο. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα ή θα πρόκειται για μια επιστροφή στο ρεαλισμό;
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Ένα από τα θέματα που κυριαρχεί στη πραγματικά μεγάλη συζήτηση που έχει ξεκινήσει, με αφορμή τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, για θέματα εξωτερικής πολιτικής, έχει να κάνει με την αντιμετώπιση μιας κυβέρνησης Τραμπ, απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ακούγοντας και διαβάζοντας κανείς την επικρατούσα άποψη στα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Ευρώπης, θα πιστέψει ότι η ουκρανική κυβέρνηση του Βολοντιμίρ Ζελένσκι θα είναι μεταξύ των μεγαλύτερων χαμένων εάν ο Ντόναλντ Τραμπ επανεκλέγει πρόεδρος στις 5 Νοεμβρίου.
Για τους περισσότερους ηγέτες της Δυτικής Ευρώπης, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν, η επιλογή του γερουσιαστή Τζέι Ντι Βανς, ως υποψηφίου Αντιπροέδρου από τον Ντόναλντ Τραμπ, ήρθε να επιτείνει αυτήν την ανησυχία και χαρακτηρίζεται καταστροφική.
Όπως είναι φυσικό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας των προεδρικών εκλογών στην Αμερική, τα μέσα ενημέρωσης και τα κόμματα ανασύρουν παλαιές δηλώσεις των υποψηφίων και τις προσαρμόζουν στην άποψη την οποία θέλουν να περάσουν στους ψηφοφόρους.
Στο παρελθόν, ως γερουσιαστής, ο κ. Βανς, σύμφωνα με τα μέσα ενημέρωσης είχε δηλώσει ότι δεν τον νοιάζει τι συμβαίνει στην Ουκρανία, και ότι δεν υπηρέτησε στους Πεζοναύτες, για να πάει να πολεμήσει τον Πούτιν, επειδή δεν πίστευε στα δικαιώματα των τρανσέξουαλ, κάτι που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ λέει ότι είναι ένα σημαντικό πρόβλημα με τη Ρωσία. Ο γερουσιαστής και υποψήφιος αντιπρόεδρος, έχει δηλώσει ότι ο Πούτιν είναι κακός άνθρωπος, αλλά άσκησε έντονη κριτική στο κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής που οδήγησε την Ουκρανία απευθείας στο σφαγείο. Ταυτόχρονα, ενστερνίζεται την άποψη, ότι η εισβολή του Πούτιν, κατά κάποιο τρόπο αποτελεί αντίποινα στην επέκταση του ΝΑΤΟ.
Παρόλα αυτά, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι η επιλογή του Βανς από τον Τραμπ αντιπροσωπεύει μια νίκη για τους απομονωτιστές και τους απολογητές του Πούτιν.
Ταυτόχρονα, με τις παραπάνω απόψεις ο κ. Βανς, έχει αναφέρει πρόσφατα ότι τα όπλα που αποστέλλονται στην Ουκρανία ήταν απαραίτητα για να αποτρέψουν την Κίνα από την εισβολή ή τον αποκλεισμό της Ταϊβάν. Αυτό δεν είναι ένα επιχείρημα απομονωτισμού. Είχε δηλώσει σκεπτικός για τη βιωσιμότητα της αντεπίθεσης της Ουκρανίας πέρυσι, την οποία υποστήριξε η κυβέρνηση Μπάιντεν. Και το κυριότερο έχει παρουσιάσει ένα σχέδιο τριών σημείων για τον τερματισμό του πολέμου υπό αμερικανική ηγεσία, το οποίο περιλαμβάνει τρεις άξονες. Πρώτον, πάγωμα στις εδαφικές γραμμές κάπου κοντά στο σημείο που βρίσκονται τώρα. Δεύτερον, εγγύηση της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας της Ουκρανίας. Και εδώ να μην ξεχνάμε, ότι είναι το θεμελιώδες πράγμα που ζήτησαν οι Ρώσοι από την αρχή. Και τρίτον, ότι θα πρέπει να υπάρξει κάποια αμερικανική βοήθεια ασφαλείας μακροπρόθεσμα. Και βέβαια, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Αμερικής, η Ρωσία να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία.
Όλα αυτά δεν είναι σε καμία περίπτωση θέσεις απομονωτισμού, αλλά ξεκάθαρα ρεαλιστικές θέσεις εξωτερικής πολιτικής και θέσεις που είχε εκφράσει ο Χένρι Κίσινγκερ.
Οι θέσεις μιας νέας κυβέρνησης Τραμπ, στην εξωτερική πολιτική, αρέσει δεν αρέσει στα συστημικά μέσα ενημέρωσης και στις ευρωπαϊκές ελίτ, και επιστροφή του ρεαλισμού στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, με ταυτόχρονη απεμπλοκή από τη στρατηγική υπέρβαση, που προώθησαν και προωθούν για χρόνια οι νεοσυντηρητικοί του κόμματος και οι never trumpers, σήμερα. Μια εξωτερική πολιτική, που όλοι πλέον γνωρίζουμε ότι οδήγησε σε μακροχρόνιους αιματηρούς πολέμους και περιπέτειες.
Το κεντρικό επιχείρημα στην εξωτερική πολιτική του δίδυμου Τραμπ – Βανς, είναι ότι η Αμερική αντιμετωπίζει, έναν νέο Άξονα που ενώνει τη Ρωσία με την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Πρόσφατα ο κ. Τραμπ, σε συνέντευξη του στο Bloomberg, δήλωσε ότι, «αυτός είναι ένας διαφορετικός κόσμος από ότι ήταν πριν από τρεισήμισι χρόνια», σημειώνοντας ότι, «το χειρότερο πράγμα που συνέβη είναι ότι επιτρέψαμε […] τη Ρωσία και την Κίνα να παντρευτούν. Είναι παντρεμένοι. Στη συνέχεια πήραν τον μικρό ξάδερφό τους, το Ιράν, και στη συνέχεια πήραν τη Βόρεια Κορέα. Δεν χρειάζονται κανέναν άλλο». Συνεχίζοντας, τόνισε, «είναι ένας πολύ, πολύ επικίνδυνος κόσμος. Και πραγματικά ανησυχώ για τους πέντε μήνες που μας απομένουν (μέχρι τις εκλογές). Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο».
Ο κεντρικός ισχυρισμός του Τραμπ για την εξωτερική πολιτική είναι ότι ήταν σε θέση να αποτρέψει τον Άξονα της Κακής Θέλησης και ο Μπάιντεν απέτυχε εντελώς να το κάνει.
Δικαίως ο πρώην πρόεδρος, επικαλείται ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν, κληρονόμησε από αυτόν έναν πολύ πιο ειρηνικό κόσμο. Και τρανταχτή απόδειξη αποτελούν οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή.
Μπορεί επίσης κάποιοι, να διαφωνούν, αλλά ο ισχυρισμός του ότι όλα άρχισαν, με την ατιμωτική και καταστροφική αποχώρηση της Αμερικής από το Αφγανιστάν, έχει βάση.
Και για να έρθουμε πιο κοντά στα δικά μας. Είναι πραγματικά τραγικό κάποιοι να έχουν, εσκεμμένα, κοντή μνήμη, και να μην κάνουν τίμια σύγκριση της αντιμετώπισης του πειρατή του διεθνούς δικαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, που σταθερά απειλεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, Ταγίπ Ερντογάν, από την κυβέρνησης Τράμπ και την κυβέρνηση Μπάιντεν. Ειδικά μετά τα τελευταία ταπεινωτικά για τη χώρα μας γεγονότα.
Είναι ξεκάθαρο, ότι οι θέσεις Τραμπ – Βανς, αποτελούν ρεαλισμό και όχι απομονωτισμό. Δίνουν έμφαση στην αποτροπή και όσο στην αποκλιμάκωση, που είναι το λειτουργικό αντίθετο. Είναι θέσεις οι οποίες αναγνωρίζουν ότι, υπάρχουν όρια στους στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους μιας Αμερικής που σήμερα, ξοδεύει περισσότερα για την εξυπηρέτηση του ομοσπονδιακού χρέους παρά για την εθνική ασφάλεια.
Ποιος λογικός και ρεαλιστής διαφωνεί, ότι ο στόχος της πολιτικής της Αμερικής, θα πρέπει να είναι ο τερματισμός του πολέμου, καθώς και ο τερματισμός της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και η αποτροπή της Κίνας από το να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο για την Ταϊβάν.
Καθώς ο κόσμος προσπαθεί να αξιολογήσει τη στρατηγική κατεύθυνση μιας κυβέρνησης Τραμπ, θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στις επιλογές του για υπουργό Άμυνας, υπουργό Εξωτερικών και σύμβουλο εθνικής ασφάλειας. Όταν ακούγονται ονόματα, όπως ο Ρόμπερτ Ο΄Μπράιαν, που υπηρέτησε στη NASA, στην προεδρία Τραμπ, αυτό δεν δείχνει απομονωτισμό.
Μπορεί κάποιοι να δυσκολεύονται να το καταπιούν ή να τους εξυπηρετεί να μην το παραδεχτούν, αλλά η προεδρία Μπάιντεν και μια προεδρία Χάρις, αποτελεί τελευταία ανάσα μιας δημοκρατικής παράδοσης ιδεαλισμού στην εξωτερική πολιτική που έχει οδηγήσει την Αμερική σε πόλεμο μετά τον πόλεμο, και αναφέρεται στον Ρόμπερτ Ο΄Μπράιαν, το 1917.
Μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ, δεν θα αντιπροσωπεύει μια αναβίωση του απομονωτισμού που απέτυχε στη δεκαετία του 1910 και απέτυχε ξανά στη δεκαετία του 1930, αλλά μια πολυπόθητη επιστροφή στον ρεαλισμό της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό, δυστυχώς, δεν αρέσει στις σημερινές ελίτ και στους υποστηρικτές τους στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Προτιμούν, τη συνέχιση μιας κατάστασης που είναι ξεκάθαρο ότι αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε γενική ανάφλεξη του πλανήτη.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.