Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Μανιφέστο», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάσης Κοντογεώργης, απαντά εν πρώτοις για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: «Η ηρεμία στην περιοχή και η συνεργασία των δύο χωρών λειτουργεί μόνο προς αμοιβαίο όφελος, γεγονός που διαπιστώθηκε και επανεπιβεβαιώθηκε στη συνάντηση που είχε ο πρωθυπουργός με τον Τούρκο Πρόεδρο στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στην Ουάσιγκτον. Σε μία περίοδο έντονης αναταραχής στη γειτονιά μας είναι βασικό να υπάρχει σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο και συνεργασία στον νοτιοανατολικό πυλώνα του ΝΑΤΟ».
Ο κ. Κοντογεώργης αναγνωρίζει ότι οι διαφορές με την Τουρκία είναι γνωστές και προσθέτει: «Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε ότι περάσαμε δύσκολες περιόδους τα τελευταία τρία χρόνια και έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος έκτοτε στις μεταξύ μας σχέσεις, ενώ παράλληλα η χώρα μας έχει ενισχύσει την αποτρεπτική της ικανότητα με ένα ευρύ και σύγχρονο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Η συνεργασία σε τομείς όπως η καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης, η διευκόλυνση του τουρισμού μεταξύ των δύο χωρών, αλλά και η διακοπή παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου, υπογραμμίζουν τη σημασία της κοινής προσπάθειας. Εξίσου σημαντική θα είναι και η αύξηση των εμπορικών συναλλαγών, που αποτελεί κοινή μας επιδίωξη».
Ταυτόχρονα, για το Κυπριακό αναφέρει: «Θέτουμε στο επίκεντρο της ατζέντας μας την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών και την επίλυση του Κυπριακού, καθώς αποτελεί πάγια θέση μας η επιδίωξη για μία δίκαιη και βιώσιμη λύση. Δεν μπορεί να παραμένει διαιρεμένο ένα νησί, που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 50 χρόνια μετά την παράνομη εισβολή σε αυτό».
Στο θέμα των σχέσεων με τα Σκόπια, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ σημειώνει ότι «η σταθερή και υπεύθυνη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση την τήρηση των συμφωνιών από όλα τα μέρη. Υπό αυτό το πρίσμα, η μη τήρηση ή ακόμα και η επιλεκτική εφαρμογή από την πλευρά της κυβέρνησης των Σκοπίων της Συμφωνίας των Πρεσπών, που επέτρεψε και την ένταξη της γείτονος χώρας στο ΝΑΤΟ, αποτελεί δυσμενή εξέλιξη για την περιοχή και δυσχεραίνει τον ευρωπαϊκό της δρόμο. Ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τους εταίρους μας σε ΕΕ και ΝΑΤΟ για τη στάση της νέας ηγεσίας και οι ελληνικές θέσεις έχουν βρει απόλυτη κατανόηση».
Αλλάζοντας θέμα, στα της ακρίβειας, διαβεβαιώνει ότι «η μείωση του κόστους διαβίωσης και η μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων αποτελούν κεντρική προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης, η Νέα Δημοκρατία κλήθηκε να επαναφέρει τη χώρα στον δρόμο της κανονικότητας και της σταθερότητας και να αντιμετωπίσει τις πολλές κρίσεις που παρουσιάστηκαν. Στη νέα κυβερνητική περίοδο που ξεκίνησε πριν έναν χρόνο, προτεραιότητα είναι η σύγκλιση της Ελλάδας με τον πυρήνα των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών και τα αποτελέσματα αυτή της σύγκλισης, αυτής της αλλαγής, να είναι ορατά στον πολίτη και να βελτιώνουν την καθημερινότητά του».
Όπως τονίζει στη συνέχεια, «έχουμε ήδη κάποια ενθαρρυντικά σημάδια στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και των τιμών σε συνέχεια των παρεμβάσεων όλου του προηγούμενου διαστήματος. Το πρόβλημα, όμως, εμμένει και γι’ αυτό συνεχίζουμε με εντατικότερους ελέγχους και διαρθρωτικές παρεμβάσεις στην αγορά με έμφαση -ταυτόχρονα- στη συνεργασία κράτους, επιχειρηματικότητας και καταναλωτών. Όπως φάνηκε και από την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τη ρύθμιση της αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, η χώρα μας έχει βελτιώσει σημαντικά τη θέση της με άρση των σχετικών εμποδίων και στρεβλώσεων στην επιχειρηματικότητα και τη λειτουργία των αγορών. Η Ελλάδα εισήγαγε και εφάρμοσε μέτρα, τα οποία ενίσχυσαν τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών, στήριξαν την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια των παραγωγικών δυνάμεων και διευκόλυναν τη δικαιότερη και διαφανέστερη λειτουργία της αγοράς. Τα οφέλη από την καλύτερη λειτουργία των αγορών πρέπει να επιστρέφουν στους καταναλωτές. Η κυβέρνηση εγγυάται τη στήριξη όλων, και ειδικά όσων έχουν περισσότερο ανάγκη».
Απαντώντας στη μομφή της αξιωματικής αντιπολίτευσης περί αλαζονείας, με αφορμή το πρόσφατο επεισόδιο με τον πρώην υπουργό Λευτέρη Αυγενάκη, δηλώνει πως «όσοι ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα έχουν μία μεγαλύτερη υποχρέωση να αναβιβάζουν το επίπεδο ηθικής συνείδησης της κοινωνίας. Η συμμετοχή στην πολιτική και η συνακόλουθη δημόσια έκθεση που αυτή συνεπάγεται υπαγορεύουν το δημόσιο ύφος και ήθος άσκησης εξουσίας. Αυτό διασφαλίζει το πλαίσιο εμπιστοσύνης που οικοδομείται με τους πολίτες, γιατί τελικά όλοι κρινόμαστε από τους πολίτες. Ο πρωθυπουργός έχει λάβει ακαριαία αποφάσεις όταν προκύπτουν τέτοια ζητήματα, σε αντίθεση -βέβαια- με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μας έχει συνηθίσει σε υποκριτικές συμπεριφορές καταγγελίας όλων των άλλων αλλά προστασίας των δικών της στελεχών. Το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία δεν χρειάζεται ηθικολογίες αλλά ηθική στάση και παράδειγμα».
Κληθείς, τέλος, να διατυπώσει την άποψή του για την Προεδρία της Δημοκρατίας, ο κ. Κοντογεώργης -σε συνέχεια και όσων δήλωσε το βράδυ της Τρίτης ο πρωθυπουργός- επισημαίνει: «Η συζήτηση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι εντελώς άκαιρη και άστοχη. Ο σεβασμός του κορυφαίου πολιτειακού θεσμού απαιτεί τη μετάθεση αυτής της συζήτησης στον κατάλληλο χρόνο, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα».