Ήταν 29 Σεπτεμβρίου 1954, όταν δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επικύρωσαν τη Σύμβαση για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών. Εβδομήντα χρόνια μετά, το CERN αποτελεί το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ερευνητικό εργαστήριο πυρηνικής και σωματιδιακής φυσικής.
To CERN γεννήθηκε στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ο διεθνούς φήμης Έλληνας φυσικός, καθηγητής στην Ecole Normale Superieure του Παρισιού, Γιάννης Ηλιόπουλος, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για τη συμπλήρωση 70 χρόνων λειτουργίας του CERN, σήμερα στις εγκαταστάσεις του Δημόκριτου, “οι επιστήμονες δημιούργησαν την επιστημονική ένωση της Ευρώπης, πολύ πριν οι πολιτικοί σκεφτούν να δημιουργήσουν την οικονομική ένωσή της”.
Οι σκοποί ίδρυσης του CERN, όπως εξήγησε ο διευθυντής Έρευνας και Πληροφορικής του οργανισμού, Γιοακίμ Μνιχ, ήταν να κάνει έρευνα παγκοσμίου βεληνεκούς στη θεμελιώδη φυσική, να παρέχει ένα μοναδικό εύρος περιβαλλοντικά βιώσιμων εγκαταστάσεων που θα βοηθήσουν την έρευνα αιχμής, να ενώσει ανθρώπους από όλο τον κόσμο προκειμένου να εξερευνήσουν τα όρια της επιστήμης και της τεχνολογίας προς όφελος όλων, να εκπαιδεύσει νέες γενιές επιστημόνων και τέλος να εμπλέξει όλους τους πολίτες στις επιστημονικές αξίες.
Ο κ. Μνιχ περιέγραψε μερικές από τις στιγμές-σταθμούς στην 70ετή λειτουργία του CERN, από την εγκατάσταση του πρώτου επιταχυντή το 1957 (Synchrocyclotron) και το πρώτο πείραμα έναν χρόνο αργότερα, μέχρι τη λειτουργία του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων (LHC) που οδήγησε στην επιβεβαίωση της ύπαρξης του σωματιδίου Χιγκς το 2012. “Το μήνυμα προς τους πολίτες και όσους παίρνουν αποφάσεις, είναι ότι πρέπει να θεωρείτε το CERN ως το εργαστήριό σας. Εργαζόμαστε με εσάς και για εσάς”, είπε χαρακτηριστικά ο κ. Μνιχ.
“Λίγα μέρη σε όλο τον κόσμο έχουν συνεισφέρει τόσο πολύ στην επιστήμη και την τεχνολογία στον πλανήτη μας. Το CERN δεν είναι μόνο καινοτομία, είναι η καθημερινή ζωή όλου του κόσμου που επηρεάζεται από ό,τι συμβαίνει στο CERN”, παρατήρησε ο πρόεδρος του Εθνικού ΚέντροΥ Έρευνας Φυσικών Επιστημών “Δημόκριτος”, Γιώργος Νούνεσης, προλογίζοντας την εκδήλωση. Ο ίδιος πρόσθεσε ότι το CERN “έχει αποτελέσει μια κοινωνική πηγή έμπνευσης για ερευνητικούς οργανισμούς και μεμονωμένους επιστήμονες”.
Σήμερα, το CERN αποτελείται από 23 κράτη μέλη, τρία που είναι στη διαδικασία προσχώρησης, οκτώ διασυνδεδεμένα και τέσσερις παρατηρητές (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση, UNESCO). Επίσης, μετρά 2.666 υπαλλήλους (στις 31/12/2023) και 12.370 χρήστες των υπηρεσιών του, δηλαδή ερευνητές από 110 ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα από 70 χώρες σε όλο τον κόσμο. Το Δίκτυο Αποφοίτων του CERN περιλαμβάνει πάνω από 10.000 ενεργά μέλη, μεταξύ των οποίων και πολλούς Έλληνες.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και επιστημονικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στο CERN, Κώστας Φουντάς, συνεισφέρει στον προϋπολογισμό του CERN περίπου το 1%. Σήμερα εργάζονται στο CERN 225 Έλληνες, από τους οποίους οι 115 είναι συνδεδεμένοι με ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα. “Οι Έλληνες ερευνητές έχουν καίρια συνεισφορά στα πειράματα του CERN”, τόνισε ο κ. Φουντάς.
Ο Τζιοβάνι Ανέλι, επικεφαλής του τμήματος Μεταφοράς Γνώσης του CERN, αναφέρθηκε στη μεταφορά τεχνογνωσίας από τον οργανισμό στην κοινωνία μέσα από το σχετικό οικοσύστημα που έχει δημιουργηθεί και παρουσίασε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα στον τομέα αυτό, από τη χρήση ηλεκτρονίων πολύ υψηλής ενέργειας για τη θεραπεία του καρκίνου, που αναπτύσσει το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λωζάνης, μέχρι την κατασκευή μικρού μεγέθους επιταχυντών για την σε βάθος μελέτη έργων τέχνης, που ήδη έχει αρχίσει να εφαρμόζεται στο Μουσείο του Λούβρου. Έδωσε επίσης παραδείγματα ελληνικής αξιοποίησης της τεχνογνωσίας, όπως η συμμετοχή ελληνικών ερευνητικών ινστιτούτων και πανεπιστημίων στο δίκτυο HEPTech, το οποίο υποστηρίζει εγκαταστάσεις υψηλής ενέργειας για να μετατρέψουν καινοτομίες. σε βιομηχανικά πρότζεκτ με οικονομικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά οφέλη.
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας Έρευνας και Καινοτομίας, Αθανάσιος Κυριαζής, τόνισε ότι “προσπαθούμε να διασφαλίσουμε τη συμμετοχή των Ελλήνων επιστημόνων και εταιρειών και να βελτιώσουμε τη σχετικά χαμηλή συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας σε αυτή την αγορά”. Υπενθύμισε εξάλλου, την επιστημονική πρόοδο που έχει συντελεστεί στο CERN, “τους δεσμούς του με την κοινωνία, τη βιομηχανία και την εκπαίδευση”.
Η επόμενη μέρα στο CERN θα περιλαμβάνει την αναβάθμιση του LHC με στόχο να λειτουργεί από το 2029 ως Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων Υψηλής Φωτεινότητας (HL-LHC), να παράγει με τη βοήθεια νέων τεχνολογιών δέκα φορές περισσότερες συγκρούσεις σωματιδίων από τον LHC και άρα να ρίξει “φως” σε σπάνια φαινόμενα με μεγαλύτερη ακρίβεια. Επίσης, προετοιμάζεται η κατασκευή ενός νέου επιταχυντή, του Μελλοντικού Κυκλικού Επιταχυντή (FCC), που θα βοηθήσει να δοθούν απαντήσεις σε σημαντικά αναπάντητα μέχρι σήμερα ερωτήματα της Φυσικής Σωματιδίων, για το Σύμπαν. Όπως ανέφερε ο υπεύθυνος Διεθνών Σχέσεων του CERN για τα συνδεδεμένα και μη μέλη κράτη και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Μανώλης Τσεσμελής, για τον FCC είναι σε εξέλιξη η σύνταξη τεχνικής και οικονομικής μελέτης σκοπιμότητας και η διαβούλευση με 41 δήμους της Ελβετίας και της Γαλλίας, κάτω από το έδαφος των οποίων θα βρίσκεται, με στόχο να αρχίσει η κατασκευή του μήκους 90,7 χιλιομέτρων τούνελ, που θα φιλοξενεί τον επιταχυντή, το 2031-2032. Για τον συγκεκριμένο επιταχυντή έχουν ήδη υπογράψει μνημόνια συνεργασίας και έξι ελληνικά πανεπιστήμια.