Για τη σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών και τη μεγάλη απόσταση που έχουν διανύσει τα τελευταία χρόνια στο απαιτητικό και γεμάτο προκλήσεις εγχώριο και παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, μίλησε σήμερα ο Πρόεδρος του ΔΣ της Εθνικής Τράπεζας κ. Γκίκας Χαρδούβελης, στο 28o Ετήσιο Συνέδριο του Economist, στην Ελλάδα.
Ο κ. Χαρδούβελης ανέφερε ότι την τελευταία δεκαετία οι ελληνικές τράπεζες έχουν γυρίσει οριστικά σελίδα. Έχουν βελτιώσει σημαντικά τη θέση τους και τα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη, με οδηγό την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, αν και ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε μονοψήφιο ποσοστό, ωστόσο πρέπει να υπάρξει περαιτέρω βελτίωση προς τον μέσο όρο της Ευρώπης. Επιπλέον, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι ισχυροί και πολύ κοντά στον αντίστοιχο Ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ οι δείκτες ρευστότητας υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα απαιτούμενα.
Στα τελευταία stress tests του 2023, οι 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες αναδείχτηκαν στην 5η, 12η, 13η, και 19η θέση ανάμεσα σε 109 συστημικές τράπεζες, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας ως την 4η καλύτερη χώρα από πλευράς σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ-27 και την 1η στη Νότια Ευρώπη.
Ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας τόνισε ότι μετά πολλά χρόνια συρρίκνωσης και αναδιάρθρωσης που κληροδότησε η δεκαετής κρίση, εδώ και δύο χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες έχουν σταθεροποιηθεί και καταγράφουν ισχυρή θετική κερδοφορία. Φέτος, μετά από 16 χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες θα διανείμουν ξανά μέρισμα στους μετόχους τους, σηματοδοτώντας την απόλυτη επάνοδο του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην κανονικότητα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσουν οι τράπεζες να παρουσιάζουν ισχυρή κερδοφορία, χωρίς την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Στο ερώτημα αυτό, ήδη από το 2023 τα χρηματιστήρια έχουν θετική άποψη. Παρά την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, η κερδοφορία αναμένεται να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα λόγω της αύξησης των εργασιών τους σε μια οικονομία που συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Οι κίνδυνοι των ελληνικών τραπεζών προέρχονται κυρίως από διεθνείς παράγοντες. Πολλοί από τους παράγοντες είναι κοινοί για όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ενδεικτικά,
1)Το ερώτημα που αιωρείται είναι αν η ψηφιοποίηση του τραπεζικού τομέα στην Ευρώπη εξελίσσεται με ρυθμό ικανό, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να παραμένουν ανταγωνιστικές απέναντι σε εταιρείες Fintech, ή ακόμα και Big tech. Σε σύγκριση με την Ευρώπη, οι ΗΠΑ είναι περισσότερο προηγμένες σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού, έχουν ένα πιο ευέλικτο και λιγότερο κατακερματισμένο εποπτικό-ρυθμιστικό σύστημα, μια κουλτούρα φιλική προς την καινοτομία, μεγαλύτερη πρόσβαση σε αγορές καινοτόμων κεφαλαίων. Επίσης, το μέγεθος της αγοράς των ΗΠΑ είναι σαφώς μεγαλύτερο, ενώ οι καταναλωτές κατά μέσο όρο υιοθετούν πρόθυμα τις νέες τεχνολογίες.
2)Ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα των παραδοσιακών τραπεζών απέναντι στους νέους παίκτες και απέναντι στις αμερικανικές τράπεζες είναι το πολύ αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη. Ο κίνδυνος πηγάζει από τη διατήρηση ή και αύξηση της εποπτικής αυστηρότητας.
3)Μεγάλη αβεβαιότητα υπάρχει, επίσης, σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, που προέρχεται από:
•Τη γεωπολιτική αντιπαλότητα των υπερδυνάμεων και των πολεμικών συγκρούσεων στη γειτονιά μας.
•Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν είναι ακόμα οικονομικά πλήρως ολοκληρωμένη ώστε να έχει αποκτήσει τη δική της βιομηχανική πολιτική και να μπορεί να ανταγωνίζεται με ευελιξία τις άλλες υπερδυνάμεις.
•Από το αυξημένο οικονομικό κόστος της Πράσινης Μετάβασης, την επιμονή της Ευρώπης να ηγηθεί στην απανθρακοποίηση, και το συνεπαγόμενο κόστος για τις τράπεζες.
Στο θέμα της ψηφιοποίησης οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιδοθεί σε προγράμματα μετασχηματισμού, ενώ συνεργάζονται και με εταιρείες Fintech. Ο κ. Χαρδούβελης τόνισε ότι έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού, έχοντας καλύψει σε μεγάλο βαθμό την απόσταση που τις χώριζε από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Το μέγεθος των ελληνικών τραπεζών, σε συνδυασμό με το συγκριτικό πλεονέκτημα της δυνατότητας διασύνδεσής τους με την ψηφιακή πύλη ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (gov.gr) που πρωτοπορεί σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, τις τοποθετεί σε πλεονεκτική θέση σε θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού. Οι υπόλοιποι κίνδυνοι είναι εξωγενείς για τις τράπεζες.
Στο ίδιο πάνελ η Elizabeth McCaul, μέλος του εποπτικού συμβουλίου, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανέφερε ότι η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η ένωση των κεφαλαιαγορών είναι μια αναγκαιότητα.
Όπως είπε, καταφέραμε πολλά με τον SSM μιλώντας μεταξύ άλλων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πρόσθεσε ότι πρέπει να τρέξουμε πολύ γρήγορα ενόψει των νέων προκλήσεων, από τις εξελίξεις στην τεχνολογία, την κλιματική κρίση, το δημογραφικό μέχρι τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Σημείωσε ότι πρέπει να αναπτύξουμε εργαλεία για να μπορέσουν οι αγορές να αντιμετωπίσουν τους αναδυόμενους κινδύνους ,κάνοντας λόγο για ένα δίχτυ ασφαλείας για τις καταθέσεις σε όλη την Ευρώπη.
Μεταξύ, των προϋποθέσεων, σύμφωνα με την κ.McCaul, είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς και η ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου. Εξήγησε ότι απαιτείται εύρος και βάθος για να μετριαστούν οι κίνδυνοι και σημείωσε ως παράδειγμα τον τρόπο που αποτυπώνονται στους ισολογισμούς των τραπεζών τα περιουσιακά στοιχεία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ενώ υπενθύμισε αστοχίες που διαπιστώθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, με τις περιφερειακές τράπεζες και την Credit Suisse αντίστοιχα. Μιλώντας για την Ελλάδα, σημείωσε ότι είναι σε καλή συγκυρία και πως ο τραπεζικός τομέας είναι ανθεκτικός, σταθερός και σε καλή κατάσταση μετά από τις προκλήσεις των τελευταίων 2,5 ετών. Η ΕΚΤ είναι εδώ για να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση προκλήσεων, υπογράμμισε κλείνοντας.
Ο Nicolas Véron, ανώτερος ερευνητής στο Bruegel και στο Peterson Institute for International Economics ανέφερε ότι ο μηχανισμός τραπεζικής εποπτείας είναι μια μεγάλη επιτυχία αν σκεφτούμε που βρισκόμασταν πριν δέκα χρόνια,
Αναφέρθηκε στην συγκέντρωση της εποπτικής διαδικασίας στην ΕΚΤ, επίτευγμα που όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ‘πρέπει να εορταστεί’. Πρόσθεσε ότι όλα πήγαν σύμφωνα με το πλάνο, με τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο να επανέρχεται στην ασφάλεια και την ΕΚΤ να μπορεί να πει ότι η αποστολή επετεύχθη. Πάντα όμως υπάρχει το ενδεχόμενο ο κίνδυνος να επανέλθει, σύμφωνα με τον κ. Véron, που αναφέρθηκε επίσης στην τραπεζική ένωση. Όπως είπε, δεν αρκεί η ολοκλήρωση της ένωσης του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ, αλλά απαιτείται κι ένα θεσμικό πλαίσιο που θα την πλαισιώνει, σημειώνοντας ότι αυτή είναι μια προσπάθεια που έχει εμποδιστεί από συμφέροντα, αν και είναι προς όφελος όλων. Υπογράμμισε την δουλειά που πρέπει να γίνει – και μάλιστα με τον χαρακτήρα του “κατεπείγοντος”.
Σημείωσε ότι έχει γίνει σημαντική πρόοδος, κάτι που αποδεικνύουν συμφωνίες όπως η επένδυση της Unicredit στην Alpha Bank και της Eurobank στην Ελληνική Τράπεζα, είπε. Κατέληξε ότι θέλουμε έναν τραπεζικό τομέα ανθεκτικό που θα υποστηρίζει την ανάπτυξη και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την τραπεζική ένωση, ενώ προς αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να πιέσει η Ελλάδα.