Το μινωικό ανάκτορο των Αρχανών διερευνά και πάλι φέτος η αρχαιολόγος Έφη Σαπουνά –Σακελλαράκη πραγματοποιώντας ανασκαφές στο συγκρότημα του 1900 π.Χ. έναν από τους σπουδαιότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης. Το ανάκτορο, όπως είναι γνωστό αποκαλύφθηκε το 1963 από τον αείμνηστο αρχαιολόγο Γιάννη Σακελλαράκη, ανασκαφέα και άλλων σημαντικών θέσεων στο νησί φέρνοντας στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, που κοσμούν σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Η «επιστροφή» στις Αρχάνες από την Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη διανύει φέτος το δεύτερο έτος με την ανασκαφή να προσδιορίζεται στην συνέχεια του ανακτόρου προς βορράν, σε τμήμα του όπου βρίσκονταν οι αποθηκευτικοί χώροι με τα μεγάλα πιθάρια στα οποία βρίσκονταν λάδι, καρποί, αλλά και υφάσματα. Η νέα αρχαιολογική έρευνα αποσκοπεί στην συμπλήρωση της εικόνας του τριώροφου κτηρίου, το οποίο κατά γενική ομολογία ήταν σύλληψη ενός ευφυούς αρχιτέκτονα. Συγκεκριμένα ερευνάται τμήμα της Κεντρικής αυλής, που εκτείνεται μπροστά από τον εντυπωσιακό βωμό και μία από τις βασικές εισόδους του κτηρίου.
Το ανάκτορο, που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης στην λεγόμενη Τουρκογειτονιά είχε καταστραφεί από σεισμό περί το 1700 π.Χ. για να ξανακτισθεί και να ανθίσει ως το 1450 π.Χ όταν ήρθε η τελική καταστροφή. Ωστόσο, όπως έδειξαν οι ανασκαφές Μυκηναίοι εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια ενώ κατοίκηση υπήρξε και στην Γεωμετρική εποχή, την Αρχαϊκή, την Ρωμαϊκή καθώς και στην Τουρκοκρατία.
Πρώτος που αναζήτησε το ανάκτορο ήταν ο Άρθουρ Έβανς, λόγω ορισμένων σημαντικών ευρημάτων στην περιοχή και θεωρώντας, ότι εκεί θα βρισκόταν το “θερινό ανάκτορο της Κνωσού” σύμφωνα με τις βικτωριανές αντιλήψεις της εποχής. Οι ανασκαφές του Γιάννη και της Έφης Σακελλαράκη έδειξαν, ότι πρόκειται για ένα πολυτελές ανάκτορο, που ίσως ανήκε σε κάποιον γόνο της δυναστείας της Κνωσού. Στιβαροί τοίχοι, λαμπερές λεπτομέρειες με γυψόλιθο, τοιχογραφίες, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός βωμών διαφόρων ειδών, και πολύτιμα αντικείμενα το επιβεβαιώνουν. Ανάμεσά τους τα χρυσελεφάντινα ειδώλια, που βρέθηκαν σε ένα από τα 35 – ως σήμερα – δωμάτιά του, καθώς και ο περίφημος οικίσκος των Αρχανών. Σε γειτονικές περιοχές εξάλλου, βρέθηκε το Αρχείο και ο θεατρικός χώρος του ανακτόρου.
Σημειώνεται, ότι προκειμένου να διασωθεί το σπουδαίο αυτό εύρημα από την σύγχρονη δόμηση οι ανασκαφείς φρόντισαν νωρίς, μέσω του Ιδρύματος Ψύχα να αγοράσουν γειτονικά οικόπεδα και σπίτια, ώστε να μην υποστούν οι κάτοικοι την ταλαιπωρία της απαλλοτρίωσης. Τα σπίτια αυτά δωρίσθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και για το βασιλικό νεκροταφείο στο Φουρνί Αρχανών με την αγορά του λόφου από το Ίδρυμα Ψύχα και την δωρεά στο δημόσιο. Στο Φουρνί ο Γιάννης και η Έφη Σακελλαράκη αποκάλυψαν το πιο εντυπωσιακό μινωικό νεκροταφείο της Κρήτης, με πέντε, μέχρι στιγμής, θολωτούς τάφους, μεγάλα ταφικά κτήρια κι ένα μοναδικό κτίσμα / κατοικία του ιερέα. Όσον αφορά τα κινητά ευρήματα ήρθε στο φως πλήθος χρυσών κτερισμάτων με σημαντικότερο το γνωστό «Δαχτυλίδι των Αρχανών» στο οποίο απεικονίζεται σκηνή λατρείας, ελεφαντοστέινα έπιπλα (όπως υποπόδιο), χάλκινα σκεύη, σφραγίδες από ελεφαντόδοντο και πλήθος από ημιπολύτιμους λίθους, καθώς επίσης κυκλαδικά ειδώλια που δηλώνουν την κατοίκηση σ’ αυτήν την πλούσια περιοχή της Κρήτης αποίκων από τις Κυκλάδες.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό έτσι, ότι σύμφωνα με πρόσφατη απόφασή της η Περιφέρεια Κρήτης διαθέτει μέσω ΕΣΠΑ ένα σεβαστό ποσόν για την διαμόρφωση, συντήρηση και ασφαλή είσοδο των επισκεπτών στο νεκροταφείο δημιουργώντας έναν ακόμη επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο στην περιοχή.
Ας σημειωθεί, ότι οι Αρχάνες έχουν γίνει παγκοσμίως γνωστές από τις επιστημονικές δημοσιεύσεις των Γιάννη και Έφης Σακελλαράκη στον ελληνικό και διεθνή Τύπο, ταινίες (ZDF, National Geographic κ.ά.) τόσο για το ανάκτορο και το νεκροταφείο στο Φουρνί όσο και για τον ναό της ανθρωποθυσίας στην θέση Ανεμόσπηλια.
Η ανασκαφή στις Αρχάνες τελεί υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Οι Αρχάνες κατοικήθηκαν αδιάλειπτα από τη μινωική εποχή μέχρι και τη μυκηναϊκή, σύμφωνα με τα ευρήματα της ανασκαφής η οποία έχει γίνει σε περασμένες δεκαετίες.
Η εποχή των περίφημων μεγάλων ανακτόρων της Κρήτης ξεκινάει περίπου το 1900 π.Χ. Τα σπουδαιότερα και τα μεγαλύτερα είναι συγκεντρωμένα στο νομό Ηρακλείου: Κνωσός, Μάλια, Φαιστός, Αρχάνες, Μοναστηράκι. Αυτά τα ανάκτορα, μαζί με άλλα μικρότερα σε άλλες θέσεις, θα αποτελέσουν για περίπου 600 χρόνια «κέντρα δημιουργίας και ακτινοβολίας του ανακτορικού Μινωικού Πολιτισμού, του φαινομένου που άφησε βαθιά τη σφραγίδα του στην ιστορία της Κρήτης».
Το ανάκτορο ανακάλυψε, όπως σημειώσαμε ο αείμνηστος Γιάννης Σακελλαράκης. Το κτίριο ήταν κτισμένο από καλά λαξευμένους πωρόλιθους, πλακόστρωτους χώρους και κίονες των οποίων διατηρήθηκαν εκτός από την βάση, ο ξύλινος κορμός.
Κατά την έρευνα και από τα ευρήματα αποδείχθηκε ότι αποτελεί ένα αυτόνομο κτίριο με λατρευτικό χαρακτήρα, όπως δείχνει το πλήθος των κτιστών βωμών: ένας αμφίκοιλος στην είσοδο του κτιρίου, παράλληλος του βωμού που εικονίζεται στην “Πύλη των Λεόντων” στις Μυκήνες, ένας ορθογώνιος κτιστός βωμός για την σφαγή μεγάλων ζώων, ένας βαθμιδωτός, άλλος τραπεζοειδής, τύποι βωμών που γνωρίζουμε από την σφραγιδογλυφία. Αποτελεί δηλαδή ένα “λεξικό” βωμών.
Βρέθηκαν ακόμη τοιχογραφίες με γυναικεία μορφή στην είσοδο, θαλάσσια και φυτικά μοτίβα, ανάγλυφα κοχύλια που κοσμούσαν τους τοίχους, πλήθος ευρημάτων, χάλκινων, λίθινων, φορητών βωμίσκων, συμπλέγματα χρυσελεφάντινων ειδωλίων κ.α..
Το συγκρότημα αυτό συμπληρωνόταν από άλλα ανακτορικά στοιχεία τα οποία βρίσκονταν σε διάφορα σημεία της κωμόπολης και έχουν σχέση με το κεντρικό κτίριο.
Π.χ. νοτιότερα αποκαλύφθηκε ο θεατρικός χώρος, δυτικότερα το αρχείο με Γραμμική Α γραφή, έφιππη Θεά και ο γνωστός “Οικίσκος των Αρχανών”.
Ο συνδυασμός με το βασιλικό νεκροταφείο στο λόφο Φουρνί, ο οποίος απέδωσε χρυσά, ελεφάντινα και άλλα κτερίσματα, η γειτνίαση με το ιερό κορυφής του Γιούχτα αλλά και με τον ναό της Ανθρωποθυσίας στα Ανεμόσπηλια, δείχνει την σημασία των Αρχανών για την μινωική Αρχαιολογία.