Ηταν μια μικρή πόλη στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου και μετεξελίχθηκε σε μια μεγάλη πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου. Η Πέλλα, σήμερα, απέχει περί τα 32 χιλιόμετρα από τη θάλασσα, λέει στο Thepresident.gr η Ελισάβετ (Μπεττίνα) Τσιγαρίδα, έφορος αρχαιοτήτων Πέλλας και έφορος αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Η συνομιλία μαζί της έγινε λόγω της χθεσινής διαδικτυακής ομιλίας της στη Διεθνή Ενωση Αρχαιολογικής Ερευνας στη Δυτική και Κεντρική Ασία (ARWA). H ομιλία, την οποία οργάνωσαν ο Ανδρέας Βλαχόπουλος από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και η Ζόριτσα Κουζμανόβιτς, είχε τίτλο «Αρχαιολογική διαδρομή στην αρχαία Πέλλα, τη μεγάλη πρωτεύουσα των Μακεδόνων».
Όπως τόνισε η κα Τσιγαρίδα, η Πέλλα έγινε πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και εξελίχθηκε στο σημαντικότερο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο όλης της Ελλάδας. Η επιλογή της θέσης της νέας πρωτεύουσας έγινε πιθανότατα από το βασιλιά Αρχέλαο κυρίως για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους, επειδή διέθετε εύφορα εδάφη στην ενδοχώρα της, ήταν κοντά στα νέα εδάφη που είχαν προσαρτηθεί στο Μακεδονικό βασίλειο και το σημαντικότερο, ήταν παραθαλάσσια. Δηλαδή, παρείχεμ εύκολη πρόσβαση προς όλες τις κατευθύνσεις, γεγονός που εξυπηρετούσε τόσο την ανάπτυξη του εμπορίου όσο και την επεκτατική πολιτική των Μακεδόνων βασιλέων.
Ανάμεσα σε δυο ποταμούς, και με λιμάνι που ήταν ασφαλές, η πόλη μεγαλούργησε κατά την κλασική περίοδο. Στο ανάκτορό της γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά κατόπιν ο πατέρας του, Φίλιππος ο Β’ αποφάσισε να ανεγείρει νέο ανάκτορο στην παλιά πρωτεύουσα των Μακεδόνων, τις Αιγές. Παρότι υπήρξε μαθήτρια του Μανόλη Ανδρόνικου, η Μπεττίνα Τσιγαρίδα δεν έχει εξήγηση για τους λόγους αυτής της πρωτοβουλίας του βασιλιά.
Σύμφωνα με την ίδια, η πόλη εμφανίζεται πρώτη φορά στις αρχαίες πηγές στον Ηρόδοτο κατά την περιγραφή της εκστρατείας του Ξέρξη στην Ελλάδα, ενώ αργότερα αναφέρεται και από το Θουκυδίδη. Ο Ξέρξης γράφει για τον 5ο αιώνα π.Χ. ενώ ο Θουκυδίδης, λίγο αργότερα, αναφέρεται στην εξέγερση των Θρακών υπό τον Σιτάλκη.
Όπως μαρτυρείται από άλλους συγγραφείς, ο Αρχέλαος έδωσε μεγάλη έμφαση στη διοικητική και στρατιωτική οργάνωσή της, ενώ πολλοί επιφανείς ποιητές, όπως ο Ευριπίδης, ο Αγάθων, ο Χοιρίλος, και καλλιτέχνες, όπως ο γνωστός ζωγράφος Ζεύξις, ήλθαν από τη νότια Ελλάδα συμβάλλοντας στην πολιτιστική της ανάπτυξη. Η πόλη οργανώθηκε και επεκτάθηκε στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ και του Κασσάνδρου. Η μορφή της παλαιότερης πόλης των κλασικών χρόνων δεν είναι καλά γνωστή. Είναι βέβαιο, όμως, ότι στο τέλος της κλασικής εποχής η Πέλλα ήταν πλέον μία μεγαλούπολη με κανονική ρυμοτομία, με μεγάλους κεντρικούς δρόμους και κάθετες οδούς. Ο Ξενοφώντας την αναφέρει ως τη μεγαλύτερη πόλη της Μακεδονίας.
Οι Μακεδόνες κατοίκησαν στην αρχή κοντά στο λιμάνι και έχτισαν τείχος. Ακολούθησαν το ιπποδάμειο σύστημα για την πολεοδομία τους. Αργότερα, το πρώτο τείχος καταστράφηκε σκόπιμα, προκειμένου να κτιστεί μεγαλύτερο και ισχυρότερο. Είχε ολοκληρωθεί η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στο μακεδονικό βασίλειο είχαν εισρεύσει μεγάλα ποσά από τα χρυσά και άλλα λάφυρα.
Το ιπποδάμειο σύστημα διατηρήθηκε και όλη η πόλη είχε οικοδομικά τετράγωνα σύμφωνα με αυτό. (Το είχε εισηγηθεί ο Ιππόδαμος και από το όνομά του το ορθοκανονικό αυτό σύστημα ονομάστηκε Ιπποδάμειο. Γενική αρχή του Ιπποδάμειου συστήματος δεν ήταν απλώς η εφαρμογή ενός ορθογώνιου συστήματος δρόμων, αλλά η γενικότερη οργάνωση της πόλεως ώστε να εξυπηρετούνται οι λειτουργίες της με τρόπο ορθολογικό. Συνήθως εκτός από την ακρόπολη, υφίστανται τρία κέντρα: το θρησκευτικό, το πολιτικό και διοικητικό και τέλος το εμπορικό. Το Ιπποδάμειο σύστημα γενικεύθηκε αργότερα στην ελληνιστική εποχή σε πολλές ελληνικές πόλεις).
Η μεγάλη ακμή της Πέλλας ξεκινά στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. και διαρκεί ως την ήττα των Μακεδόνων από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ. και τη διάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου. Τα ευρήματα των ανασκαφών φανερώνουν τον πλούτο και την ευημερία της πόλης.
Κομβικό σημείο της οικονομίας και της ευημερίας της πόλης υπήρξε η μεγάλων διαστάσεων αγορά που διέθετε (πρόκειται για τη μεγαλύτερη τετραγωνική αγορά του αρχαίου ελληνικού κόσμου). Είχε εργαστήρια παραγωγής και τα καταστήματα πώλησης προϊόντων κεραμικής, κοροπλαστικής, μεταλλικών αντικειμένων, αλλά και ειδών διατροφής, και διοχέτευε τα είδη αυτά στις γύρω περιοχές. Οι ιδιωτικές κατοικίες με δωρικά ή ιωνικά περιστύλια, συχνά με δεύτερο όροφο, ψηφιδωτά δάπεδα και χρωματική διακόσμηση των τοίχων, η οποία αποτελεί σπάνιο δείγμα διατηρημένης ελληνικής ζωγραφικής του Α΄ πομπηιανού στυλ, επιβεβαιώνουν αυτόν τον πλούτο. Ενδιαφέροντα είναι τα ιερά που ήρθαν στο φως μέσα στην πόλη και έξω από αυτήν.
Σε ερώτηση αν οι τωρινές ανασκαφές έφεραν στο φως κατάλοιπα από παλαιότερες φάσεις του ανακτόρου, το οποίο κτίσθηκε τον 5ο αι. π.Χ. η αρχαιολόγος λέει πως υπάρχουν κάποιες ενδείξεις από κινητά ευρήματα. Ωστόσο, παραμένουν ακόμα ενδείξεις, κι έτσι δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν επιστημονικά συμπεράσματα. Πάντως, όπως λέει, η πρόσοψη του ανακτόρου έχει μεγάλη ομοιότητα με την πρόσοψη του ανακτόρου των Αιγών, παρότι εκείνο είναι μικρότερο.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1914-5 από τον Γεώργιο Οικονομίδη, στο χωριό Άγ. Απόστολοι, όπως λεγόταν τότε ο οικισμός, δεδομένου ότι η θέση δεν είχε ακόμη ταυτιστεί με σιγουριά με τη μεγάλη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου. Ακολούθησαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ο εμφύλιος πόλεμος κατά τη διάρκεια των οποίων διακόπηκε η έρευνα. Η έρευνα ξεκινά πάλι το 1957. Ήλθε στο φως το περιστύλιο της «Οικίας του Διονύσου», το σήμα κατατεθέν της Πέλλας, και οι χώροι της κατοικίας με τα εξαιρετικά ψηφιδωτά. Η εξεύρεση θραύσματος λακωνικού στρωτήρα με το σφράγισμα «ΠΕΛΛΗΣ» στην ανασκαφή οδήγησε στην ταύτιση της πόλης.
Η ανακάλυψη ήταν σημαντικότατη, απασχόλησε ελληνικό και ξένο τύπο. Η μεγάλη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου είχε εντοπιστεί. Έμενε να έλθει στο φως. Στο διάστημα των 60 χρόνων 1957-2017 και χάρη στις συνεχείς προσπάθειες γενεών αρχαιολόγων που εργάστηκαν στην Πέλλα, έχει έλθει στο φως μεγάλο μέρος της πόλης, ιδιωτικές κατοικίες, Αγορά, δρόμοι, ιερά, λουτρό, εργαστήρια, τμήμα του νεκροταφείου της και το «βασίλειον» (ανάκτορο) της Πέλλας.
Η ανασκαφική έρευνα διεξήχθη συστηματικά 1957-1963 και σποραδικά από το 1964-1970 από τον Χαράλαμπο Μακαρόνα και τον Φώτιο Πέτσα και επικεντρώθηκε στην αποκάλυψη των ιδιωτικών κατοικιών και του ανακτόρου. Το 1973 ιδρύθηκε η ΙΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, με Έφορο τη Μαρία Σιγανίδου, και ξεκίνησε εκ νέου η συστηματική έρευνα στην πόλη, το νεκροταφείο και το ανάκτορο σε συνεργασία με τον αρχαιολόγο Παύλο Χρυσοστόμου. Τη Μαρία Σιγανίδου διαδέχθηκε η αρχαιολόγος, Μαρία Λιλιμπάκη-Ακαμάτη, ακούραστη ερευνήτρια και ανασκαφέας της Πέλλας. Συγχρόνως, εκτός από την ΙΖ’ Εφορεία, στην έρευνα της πόλης και ιδιαίτερα της Αγοράς της, συμμετείχε και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με Διευθυντή της πανεπιστημιακής ανασκαφής τον Καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας, Γιάννη Ακαμάτη. Ο αρχαιολογικός χώρος αναστηλώθηκε και αναδείχθηκε με ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά προγράμματα από τους δύο επιστήμονες.
Το 2014 ιδρύθηκε η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας με Διευθύντρια την Μπεττίνα Τσιγαρίδα, η οποία μέχρι τότε είχε υπηρετήσει στη Θεσσαλονίκη και στη Χαλκιδική. Η έρευνα συνεχίζεται και επικεντρώνεται σε δύο τομείς: 1) την κατανόηση του ανθρωπογενούς και φυσικού τοπίου της Πέλλας και 2) την ολοκλήρωση της έρευνας του ανακτόρου και την ανάδειξη του. Η μελέτη και κατανόηση του τοπίου της Πέλλας επιτυγχάνεται με διεπιστημονική προσέγγιση και περιλαμβάνει συστηματική επιφανειακή έρευνα, γεωφυσική διασκόπηση και εργαστηριακές αναλύσεις.
Επίσης, συνεχίζεται η έρευνα του ανακτόρου, του οποίου η ανασκαφή ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60. Το ανάκτορο βρίσκεται σε ύψωμα δίπλα στην αρχαία πόλη. Εχει έκταση 75 στρεμμάτων, και είναι συγκρότημα ξεχωριστών κτηρίων που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με διαδρόμους και κλιμακοστάσια. Ο βασικός πυρήνας του αποτελείται από μνημειακό πρόπυλο και τέσσερα κτήρια με κεντρική αυλή το καθένα και χώρους που αναπτύσσονται γύρω από αυτήν. Η είσοδος, το μνημειακό πρόπυλο, βρισκόταν στο κέντρο της νότιας πλευράς. Πλαισιωνόταν εκατέρωθεν με δύο άνδηρα που έφεραν κιονοστοιχία. Το πρόπυλο επικοινωνούσε με δύο κτήρια, ένα ανατολικό και ένα δυτικό που καταλάμβαναν το νότιο τμήμα του ανακτόρου.
Στο ανατολικό υπήρχε ο μεγάλος ανδρώνας, όπου υποδέχονταν τις ξένες πρεσβείες, ημικυκλικές εξέδρες και βωμοί, για την τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων του βασιλιά. Το δυτικό (κτήριο ΙΙ) με πολύ μεγάλη κεντρική αυλή, ίσως εξυπηρετούσε τις συνελεύσεις των ενεργών πολιτών με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Βόρεια του προπύλου και ανάμεσα στα δύο κτήρια υπάρχουν κλιμακοστάσια, διάδρομοι, χώροι με θρησκευτικό χαρακτήρα και άλλα δωμάτια. Υπήρχαν επίσης κτήριο με τα βασιλικά διαμερίσματα και κεντρική αυλή και δυτικά του, η μεγάλη παλαίστρα του ανακτόρου με το λουτρό. Δυτικά του πυρήνα του ανακτόρου ανασκάφηκαν κτήρια που χρονολογούνται στον 3ο αι. π.Χ. και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του.
Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής ευρήματα (αρχιτεκτονικά στοιχεία, νομίσματα και κεραμική) η κατασκευή τουλάχιστον ενός κτηρίου του ανακτόρου ανάγεται στο πρώτο ήμισυ ή στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ενώ άλλα, μνημειακά και εντυπωσιακά τμήματά του κατασκευάστηκαν τον 3ο αι. π.Χ., στα χρόνια του Δημήτριου Πολιορκητή και του Αντίγονου Γονατά. Σε όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής εποχής το ανάκτορο παρέμεινε η κατοικία των βασιλέων και πολιτικό κέντρο του Μακεδονικού βασιλείου. Μετά από την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., λεηλατήθηκε και αργότερα, στους ρωμαϊκούς και μεσαιωνικούς χρόνους, τμήματά του επαναχρησιμοποιήθηκαν από κατοίκους της περιοχής, ενώ συγχρόνως εκτυλίχθηκε μεγάλης έκτασης λιθαρπαγή, που είχε ως αποτέλεσμα την αποσπασματική του διατήρηση.
Η σωστική ανασκαφική έρευνα εντός του σύγχρονου οικισμού της Πέλλας και της γύρω περιοχής συνεχίζεται. Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν έλθει στο φως τμήματα της ελληνιστικής οχύρωσης (τείχος και πύργοι), καθώς και αρκετοί τάφοι του ανατολικού νεκροταφείου.
Η ανασκαφική έρευνα στην Πέλλα διεξάγεται υπό τη διεύθυνση της κας Τσιγαρίδα μαζί με τον Στράτο Νανόγλου, και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και τους καθηγητές Λίζα Νέβετ και Νέιβιντ Στόουν. Κάθε χρόνο μετέχουν και Αμερικάνοι και Βρετανοί φοιτητές εκτός από τους Ελληνες. Τώρα, οι ανασκαφείς ψάχνοντας τα «μυστικά» της ζωής της πόλης κάνουν και έρευνα για τις τροφές, σε συνεργασία με την καθηγήτρια του ΑΠΘ Τάνια Βαλαμώτη.
Στους αιώνες που πέρασαν, οι προσχώσεις των ποταμών Λουδία, Αλιάκμονα και Αξιού αναδιαμόρφωσαν την περιοχή, έτσι ώστε σήμερα η αρχαία πόλη, μετά και την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, να απέχει κάποια χιλιόμετρα από τις ακτές του Θερμαϊκού