today-is-a-good-day
14.5 C
Athens

Γεωπολιτικός σεισμός η λήξη της συμφωνίας για το πετροδόλαρο – Γράφει ο Δημήτρης Απόκης

Την περασμένη Κυριακή, χωρίς επίσημη δήλωση από καμία πλευρά, η Σαουδική Αραβία, επέτρεψε να λήξει μια συμφωνία με τις ΗΠΑ που θα μπορούσε να έχει ολέθριες οικονομικές επιπτώσεις, προκαλώντας ταυτόχρονα γεωπολιτικό σεισμό, που θα βάλλει ταφόπλακα στο διεθνές σύστημα, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τη συμφωνία του πετροδολαρίου που υπογράφηκε στην εποχή Νίξον – Κίσινγκερ, στις 8 Ιουνίου του 1974, και στην ουσία καθιέρωσε την κυριαρχία της Αμερικής οικονομικά και στρατιωτικά στο διεθνές σύστημα. Επίσης, πρόκειται για μια συμφωνία που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς οικονομικού συστήματος και στην περίπτωση που πάψει να ισχύει όχι μόνο θα αλλάξει ριζικά το πώς λειτουργεί η διεθνής οικονομία, αλλά είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε ένα νέο σκηνικό σκληρών οικονομικών και όχι μόνο συγκρούσεων.

Του Δημήτρη Γ. Απόκη*

Σύμφωνα με πληροφορίες, το Βασίλειο, δεν ανανέωσε την 50ετή συμφωνία πετροδολαρίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν έληξε στις 9 Ιουνίου, πράγμα που σημαίνει ότι η Σαουδική Αραβία μπορεί τώρα να πουλήσει το πετρέλαιο της σε άλλα νομίσματα, συμπεριλαμβανομένου του κινεζικού Γιουάν (RMB), του Ευρώ, και του Γιεν, αντί αποκλειστικά σε δολάρια ΗΠΑ. Σύμφωνα με αναφορές, εξετάζεται επίσης η χρήση ψηφιακών νομισμάτων όπως το Bitcoin. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια στιγμή, που οι BRICS, όχι μόνο διευρύνονται, αλλά συζητούν και τη δημιουργία κοινού νομίσματος.

Η συμφωνία πετροδολαρίου υπογράφηκε στις 8 Ιουνίου 1974 και δημιούργησε δύο κοινές επιτροπές, μία βασισμένη στην οικονομική συνεργασία και η άλλη στις στρατιωτικές ανάγκες της Σαουδικής Αραβίας. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών με την ασφάλεια, τον στρατό και τις υποδομές της, η Σαουδική Αραβία, συμφώνησε να πουλά το πετρέλαιο της μόνο σε αμερικανικά δολάρια, οπότε όλες οι άλλες χώρες που ήθελαν να αγοράσουν το πετρέλαιο της έπρεπε να χρησιμοποιήσουν δολάρια ΗΠΑ.

Τον περασμένο μήνα, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, συναντήθηκε με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στην πόλη Νταχράν, της Σαουδικής Αραβίας για να εξετάσουν ένα, σχεδόν οριστικοποιημένο, σχέδιο μιας νέας συμφωνίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Ριάντ.

Οι δυο άνδρες, συζήτησαν την ημιτελική έκδοση των σχεδίων στρατηγικών συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών, τα οποία βρίσκονται σχεδόν στο στάδιο της οριστικοποίησης, σύμφωνα με ανακοίνωση. Όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, η συμφωνία φέρεται να περιελάμβανε εγγυήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και πολιτική πυρηνική βοήθεια.

Ούτε η κυβέρνηση Μπάιντεν ούτε το Βασίλειο, έχουν εκδώσει δήλωση σχετικά με την προφανή λήξη της συμφωνίας πετροδολαρίου, μια βαρυσήμαντη εξέλιξη που θα μπορούσε αναμφισβήτητα να οδηγήσει στο τέλος του καθεστώτος της Αμερικής, ως υπερδύναμης.

Οποιαδήποτε διακοπή της συμφωνίας, η οποία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας της Αμερικής για δεκαετίες, θα προκαλούσε σημαντικές οικονομικές αναταραχές στη Δύση και θα επιτάχυνε την παγκόσμια μετατόπιση μακριά από το αμερικανικό δολάριο και ενδεχομένως θα οδηγούσε στην κατάρρευση του δολαρίου.

Δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη ότι η Ουάσιγκτον και το Ριάντ, κρατούν σε χαμηλά επίπεδα αυτή την κρίσιμη εξέλιξη, διότι η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία ως διαπραγματευτικό χαρτί στις συνομιλίες της με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Το ερώτημα που παραμένει ανοικτό είναι εάν η λήξη αυτής της κρίσιμης συμφωνίας, πρέπει να αποτελέσει αιτία ανησυχίας για την Ουάσιγκτον ή είναι απλώς μικροπολιτική και διαπραγμάτευση.

Ρεαλιστικά, θα πρέπει να δούμε τη λήξη της συμφωνίας πετροδολαρίων του 1974, στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων και της έντασης μεταξύ των Σαουδαράβων και της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία έχει να κάνει  για τη μεγαλύτερη απειλή όσο αφορά το Βασίλειο, που είναι το Ιράν. Είναι βέβαιο, ότι το Ριάντ, εκφράζει δυσαρέσκεια, με την ανησυχητική ατζέντα εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, οι σύμμαχοί των Αμερικανών στον Κόλπο, έχουν θορυβηθεί από τον εναγκαλισμό του Λευκού Οίκου του Μπάιντεν, με το Ιράν και την προστασία των τρομοκρατών πληρεξουσίων της Ισλαμικής Δημοκρατίας στη Γάζα, το Ιράκ, τον Λίβανο και την Υεμένη. Ενώ ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και ο Σάλιβαν υπόσχονται στους Σαουδάραβες αμερικανική προστασία από το Ιράν με τη μορφή αμυντικού συμφώνου, το Ριάντ έχει βάσιμες αμφιβολίες για αυτές τις δεσμεύσεις.

Όταν μάλιστα η κυβέρνηση Μπάιντεν, υποσκάπτει το στενότερο σύμμαχό του στην περιοχή το Ισραήλ, στον πόλεμο με τους πληρεξούσιους του Ιράν τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Το Βασίλειο, επιδιώκει μια συμφωνία που θα το έβαζε στην αξιοζήλευτη θέση του Ισραήλ και δεν σκοπεύει να αρκεστεί σε αόριστες δημόσιες εκφράσεις υποστήριξης σε αντάλλαγμα για την παράδοση της κυριαρχίας του. Στο τέλος της ημέρας, ούτε το Ισραήλ ούτε η Σαουδική Αραβία θα ήταν σοφό να θέσουν την επιβίωσή τους στα χέρια αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπάιντεν που προσπαθούν, πάνω από όλα, να συνάψουν συμφωνίες με τον εχθρό τους στην Τεχεράνη.

Λίγο πολύ την αντίληψη της Σαουδικής Αραβίας, ενστερνίζεται η πλειοψηφία των χωρών της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής και μέχρι πρότινος στενών συμμάχων της Ουάσιγκτον. Είναι ξεκάθαρο, ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θεωρείται από συμμάχους και εχθρούς ως μια κυβέρνηση σε αποδρομή που φτάνει στο τέλος της. Έτσι έχουν κάθε λόγο να αναμένουν τη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στην Αμερική μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.

Αυτό έχει οδηγήσει την ήδη αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, να έχει επιδοθεί σε ένα αγώνα δρόμου, να πείσει τους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή και όχι μόνο, ότι η σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου και τη σύστημα που κινεί, σήμερα, τα νήματα στην Ουάσιγκτον, όχι μόνο αντέχει, αλλά έχει και μέλλον. Η αποτυχία αυτού του εγχειρήματος είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, με δεδομένο ότι παρά τα αλλεπάλληλα ταξίδια του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών στην περιοχή, η κυβέρνηση Μπάιντεν, δεν καταφέρνει να επιβάλλει στους συμμάχους να συμμορφωθούν με ένα σχέδιο υπό την ηγεσία της Αμερικής,  για τη Μέση Ανατολή.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια διμερή συμφωνία που θα φέρει τους Σαουδάραβες στη σύγκρουση Ισραήλ / Παλαιστίνης, ελπίζοντας ότι το Βασίλειο θα είναι ένα σημείο πίεσης για να δελεάσει το Ισραήλ να δεχτεί ένα νέο, καλά χρηματοδοτούμενο και διπλωματικά βιώσιμο παλαιστινιακό τρομοκρατικό κράτος εντός των συνόρων του.

Μια τέτοια συμφωνία Αμερικής-Σαουδικής Αραβίας έχει σχεδιαστεί κυρίως για να καταστρέψει τις Συμφωνίες του Αβραάμ, οι οποίες πέτυχαν επειδή αφαίρεσαν το βέτο των Παλαιστινίων από τις πιθανές σχέσεις του Ισραήλ με τους μετριοπαθείς, αντι-ισλαμιστές Άραβες συμμάχους της Αμερικής.

Οι Σαουδάραβες και οι χώρες που υπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ, στέκονται σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στη Γάζα. Καταλαβαίνουν ότι ένα Ισραήλ που είναι νικηφόρο εναντίον της Χαμάς και, σύντομα, της Χεζμπολάχ στο βορρά είναι, για αυτούς, πολύ πιο συμφέρον από ένα ιρανικό πληρεξούσιο παλαιστινιακό κράτος.

Η λήξη της συμφωνίας πετροδολαρίων είναι πιθανό διαπραγματευτικό χαρτί, που οι Σαουδάραβες μπορούν να φέρουν στο τραπέζι με την Ουάσιγκτον. Λογικά, είναι απίθανο το Βασίλειο, να φτάσει στα άκρα καταστρέφοντας το πετροδολάριο, γιατί μόλις το κάνει, δεν θα υπάρχει επιστροφή και θα ανοίξουν οι πύλες της κολάσεως.

Επίσης, το Ριάντ πιθανότατα καταλαβαίνει ότι, με μια νέα κυβέρνηση Τραμπ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Αμερική θα υιοθετήσει μια διαφορετική, πιο σκληρή στάση απέναντι στο Ιράν, και το Βασίλειο, μια διμερή συμφωνία πολύ πιο επωφελή.

Σε κάθε περίπτωση η λήξη της εν λόγω συμφωνίας του πετροδόλαρου, αποτελεί ένα γεγονός κομβικής σημασίας για το μέλλον και τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Επίσης, αποτελεί ένα ακόμη γεγονός που αποδεικνύει την κρισιμότητα την οποία θα έχει για τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις, το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου στην Αμερική.

* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ