today-is-a-good-day
13.5 C
Athens

Υπαρξιακό ζήτημα για την Ένωση η διεύρυνση – Γράφει ο Γιώργος Μουρούτης

Το ζήτημα που το τελευταίο διάστημα κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση της Ευρώπης εν όψει των ερχόμενων Ευρωεκλογών (δυστυχώς μόνον εκτός Ελλάδας), αφορά στην Ευρωπαϊκή διεύρυνση και αν τελικά αυτή θα επιφέρει μιαν Ευρώπη δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων. Μαζί με τη διεύρυνση, στην ευρωπαϊκή ατζέντα μπαίνει και ως παράπλευρη θεσμική επίπτωση η αμφισβήτηση της αρχής της ομοφωνίας, με ορισμένους να εκφράζουν το επιχείρημα ότι «η κατάργηση του βέτο αποτελεί το μόνο θεσμικό αντίβαρο προκειμένου να αποτραπεί ένα ενδεχόμενο χάος που θα μπορούσε να προκαλέσει η είσοδος των δυτικών Βαλκανίων, μαζί με την Ουκρανία, τη Μολδαβία και ενδεχομένως και την Τουρκία σε μια νέα, ευρύχωρη Ευρώπη, η οποία δεν θα μπορεί πλέον να λάβει καμία σοβαρή απόφαση».
Θεσμικά και γεωπολιτικά, η διεύρυνση αποτελεί πλέον υπαρξιακό ζήτημα για την Ένωση, με εκτεταμένες επιπτώσεις, που αναπόδραστα οδηγεί τις ευρωπαϊκές ηγεσίες και τους λαούς τους σε έναν επαναπροσδιορισμό της οπτικής τους, από τη γραφειοκρατική διαχείριση του σήμερα στην οραματική στρατηγική του μέλλοντος.

Του Γιώργου Μουρούτη

Αν αυτό επιτευχθεί θα σημαίνει την οριστική απάντηση στο ερώτημα για την προτεραιότητα της εμβάθυνσης ή της επέκτασης της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, όπου πλέον αυτές θα πρέπει να επιδιωχθούν παράλληλα επί τη βάση μιας «ριζικής επανίδρυσης» βασισμένης σε τρείς πυλώνες: την ασφάλεια, την οικονομία και τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Είναι όμως εφικτή μια ριζική επανίδρυση η οποία προϋποθέτει τη δημιουργία νέων καινοτόμων πλαισίων; Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η ανάγκη για ενεργειακή αυτονομία, οι μεταναστευτικές προκλήσεις, ο πόλεμος στη λωρίδα της Γάζας, οι κίνδυνοι στο διεθνές εμπόριο από τις επιθέσεις των Χούθι, η ενδεχόμενη επικράτηση Τραμπ, που θα απομακρύνει την Ευρώπη από τις ΗΠΑ, αναδεικνύουν σήμερα τη γεωστρατηγική προτεραιότητα της διεύρυνσης.
Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2023, οι ευρωπαϊκές χώρες επιβεβαιώνουν την προσήλωσή τους στη διεύρυνση επιβεβαιώνοντας ότι αυτή αποτελεί γεωστρατηγική επένδυση στην ειρήνη, την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ευημερία, αποτελεί κινητήρια δύναμη για τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών των ευρωπαίων για τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών και ότι προωθεί τις αξίες στις οποίες βασίζεται η Ένωση. Ως εκ τούτου στις παραπάνω προκλήσεις αλλά και στον στόχο η ευρωπαϊκή οικονομία να καταστεί η ανταγωνιστικότερη παγκοσμίως, η Ε.Ε. οφείλει να είναι παρούσα με ισχυρή επιρροή, με διευρυμένες εξωτερικές σχέσεις, με εμπλουτισμένο εργατικό δυναμικό, με κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα και με σταθερές δημοκρατικές αξίες…
Θα μπορούσε αυτή η διεύρυνση να το επιτύχει; Για να συμβεί αυτό προϋπόθεση είναι εμπνευσμένες ηγεσίες που θα κινητροδοτήσουν τους λαούς τους, και κυβερνήσεις έτοιμες να παραμερίσουν το εθνικό όφελος υπέρ του κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος (όπως το αντιλαμβάνεται το κείμενο των συμπερασμάτων της 12ης Δεκεμβρίου). Αντίθετα, αντί για εμπνευσμένες ηγεσίες, οι ευρωπαίοι πολίτες φαίνεται σταδιακά να «παρεκκλίνουν» προς λύσεις εξόχως συντηρητικές (όχι κατ ανάγκη πολιτικά συντηρητικές) οι οποίες χρησιμοποιούν στο εσωτερικό τους ακροατήριο τη διεύρυνση ως απειλή και όχι ως πιθανή ευκαιρία.

Τι θα απαιτείτο προκειμένου η διεύρυνση να καταστεί ευκαιρία;
Η υιοθέτηση σταθερής στρατηγικής η οποία πιθανώς θα ενσωμάτωνε ορισμένες από τις προτάσεις που έχουν τεθεί στη δημόσια συζήτηση, προκειμένου να καμφθούν αντιδράσεις και να γεφυρωθούν διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τους αναλυτές η πιο σοβαρή πρόταση μεταρρύθμισης στη διαδικασία διεύρυνσης, κατατέθηκε το 2022 από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σάρλ Μισέλ, ο οποίος ζήτησε μια ταχύτερη, σταδιακή και αναστρέψιμη διαδικασία διεύρυνσης. Η οπτική αυτή προβλέπει, ότι όταν μια χώρα πληροί ορισμένα πρότυπα σε έναν συγκεκριμένο τομέα, να μπορεί να συμμετέχει ενεργά με συμβουλευτική ιδιότητα στις εργασίες του Συμβουλίου Υπουργών, όταν μια χώρα πληροί ορισμένα κριτήρια αναφοράς, να μπορεί να έχει πρόσβαση σε ευρωπαϊκά προγράμματα και χρηματοδότηση, και προβλέπει αντίστοιχα και την αρχή της αντιστρεψιμότητας όπου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης να δύνανται να ανακληθούν ορισμένα οφέλη της ένταξης. Μια τέτοια πρόταση είναι βέβαιο ότι θα εξυπηρετούσε και τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, αν κανείς αναλογιστεί ότι ανάμεσα στις υπό ένταξη χώρες βρίσκεται η Αλβανία, η οποία παρεκκλίνει από τα ευρωπαϊκά πρότυπα ως προς το κράτος δικαίου, αλλά και η Βόρεια Μακεδονία, η οποία προφανώς και δεν συμμορφώνεται με θεμελιώδεις υποχρεώσεις της προς την Ελλάδα αλλά και γενικότερα την Ε.Ε..
Παρεμφερείς προτάσεις κατατέθηκαν από το Αυστριακό ΥπΕξ (μέσω non paper), από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής (CEP) το οποίο πρότεινε διαδικασία σταδιακής προσχώρησης που προβλέπει ένταξη κράτους -μέλους όταν πληρούνται όλα τα κριτήρια, αλλά με ψήφο αυξημένης πλειοψηφίας και χωρίς δικαίωμα βέτο, και τον Βρετανό πρώην Ευρωβουλευτή Andrew Duff, που πρωτοτυπεί, προκρίνοντας την απόδοση ιδιότητας του συνδεδεμένου μέλους ως μόνιμης, μια σχέση λιγότερο ασφυκτική με το συνδεδεμένο μέλος να μετέχει στην ευρωπαϊκή διακυβέρνηση χωρίς δικαίωμα βέτο και δικαίωμα ψήφου με ειδική πλειοψηφία.

Οι εναλλακτικές αυτές λύσεις κατατίθενται όχι γιατί η διεύρυνση θεωρείται από όλους επιβεβλημένη και πρέπει πάση θυσία να επιτευχθεί, αλλά κυρίως για να αντιμετωπιστεί το κόστος της «μη διεύρυνσης», το οποίο θα είναι υψηλό ως προς το κύρος της Ένωσης, θα έχει σοβαρό γεωστρατηγικό αντίκτυπο και θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά στο εσωτερικό των υποψήφιων χωρών, οι οποίες ήδη έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από το πλαίσιο των ευρωπαϊκών προτύπων, με χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας.
Το ρόλο του «εμψυχωτή» των υπό ένταξη χωρών έχει αναλάβει το Συμβούλιο, το οποίο στα τελευταία του συμπεράσματα διαπιστώνει ότι «η αναθεωρημένη μεθοδολογία διεύρυνσης, με την ακόμη μεγαλύτερη έμφασή της σε θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις, έχει ως σκοπό να αναζωογονήσει τη διαδικασία προσχώρησης, κάνοντάς την πιο προβλέψιμη, πιο αξιόπιστη, πιο δυναμική, και θέτοντάς την υπό ισχυρότερη πολιτική καθοδήγηση, με βάση αντικειμενικά κριτήρια και αυστηρά θετικά και αρνητικά προαπαιτούμενα και με αναστρεψιμότητα».
Πάντως, παρά τα αισιόδοξα συμπεράσματα του Συμβουλίου οι εναλλακτικές ιδέες για τη διεύρυνση, αντιμετωπίζουν επιφυλάξεις και ισχυρό ευρωπαϊκό αντίλογο, κυρίως ως προς τη δημοκρατικότητα μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, όπου κάποιες χώρες εκ των πραγμάτων θα έχουν μικρότερη «αξία» από άλλες, με διαφορετική βαρύτητα ψήφου, αφού θεσμικά θα τους έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα αρνησικυρίας…
Ασφαλώς όμως, μια «ριζική επανίδρυση» της Ένωσης δεν θα πρέπει να αρκεστεί στην απάντηση αυτών των διλημμάτων, αλλά θα πρέπει να αναζητήσει τις ρίζες της Ευρώπης και να επαναπροσεγγίσει τις βασικές αρχές και αξίες της, όσα δηλαδή περιλαμβάνονταν στο προοίμιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που απερρίφθη το 2005, ότι δηλαδή η Ευρώπη βασίζεται στην αρχαία ελληνική δημοκρατία, το ρωμαϊκό δίκαιο και τη χριστιανική της παράδοση, προκειμένου να μπορεί να θεμελιώσει τις κεντρικές αξίες της και την πολιτιστική της ταυτότητα.

Σε αυτή τη συζήτηση, η Ελλάδα διατηρεί ισχυρά επιχειρήματα ως προς την αναγκαιότητα της ομοφωνίας, αλλά και επιφυλάξεις ως προς τη θέληση και ικανότητα των υπό ένταξη χωρών των Δυτικών Βαλκανίων να εκπληρώσουν τα ευρωπαϊκά κριτήρια.
Το μόνο βέβαιο πάντως είναι ότι προεκλογικά ένα τόσο σημαντικό ζήτημα (όπως και πολλά άλλα) δεν απασχόλησαν τον δημόσιο διάλογο, όπου προτεραιότητα ήταν μόνον θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος και πολιτική αντιπαράθεση υπό τους προβολείς του Life style. Εύχομαι να μην μετανιώσουμε γι αυτό.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ της 9ης Ιουνίου 2024

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ