Ο λόρδος Ελγιν δεν διέθετε κανένα έγγραφο που να του επιτρέπει να αρπάξει τα γλυπτά του Παρθενώνα. Οσο για το δήθεν φιρμάνι, που ακόμα δέχεται την ισχύ του το Βρετανικό Μουσείο, οι έρευνες Ελλήνων, Αγγλων και Τούρκων επιστημόνων δεν έχουν κατάληξη. Που σημαίνει πως φιρμάνι του Σουλτάνου δεν υπήρξε. Όπως τόνισε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε δήλωσή της, η αντιπρόσωπος της Τουρκίας στην ΟΥΝΕΣΚΟ επιβεβαίωσε πως πράγματι, το φιρμάνι δεν είναι υπαρκτό.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης που πραγματοποιεί η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στη Ρόδο, για τα εγκαίνια της Περβόλας, κήποι του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου, ερωτώμενη από την ΕΡΤ για τις εξελίξεις στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, με επίκεντρο τη Διακυβερνητική διάσκεψη της UNESCO, έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Την Παρασκευή το βράδυ ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της ειδικής διακυβερνητικής επιτροπής της UNESCO, που αφορά στη συζήτηση γύρω από την επιστροφή παρανόμως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους.
Όπως είναι γνωστό τα τελευταία 40 χρόνια ένα από τα πάγια θέματα στην ημερήσια διάταξη αφορά στα Γλυπτά του Παρθενώνα. Και αυτή τη φορά, η επιτροπή κατέληξε σε μία σύσταση όπου καλεί τις δύο πλευρές, τη βρετανική και την ελληνική, να επιλύσουν το θέμα αυτό το οποίο χρονίζει αρκετές δεκαετίες. Η Ελλάδα είναι, πάντα, ανοικτή στον διάλογο. Έχει προσπαθήσει και θα συνεχίζει να προσπαθεί, προκειμένου ο μεγάλος εθνικός στόχος, που είναι η ικανοποίηση του εθνικού αιτήματος της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα, στο Μουσείο της Ακρόπολης, να γίνει πραγματικότητα. Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία της συνόδου ήταν η συζήτηση η οποία έγινε, γύρω από το περίφημο -μέσα σε εισαγωγικά- “φιρμάνι” του Έλγιν. Το τοποθετώ εντός εισαγωγικών γιατί αυτό είναι ένα επιχείρημα της βρετανικής πλευράς το οποίο όμως έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι γνήσιο. Δεν υπήρξε ποτέ φιρμάνι οθωμανικό το οποίο έδωσε στον Έλγιν τη δυνατότητα να φερθεί με τη βαρβαρότητα που φέρθηκε στα Γλυπτά του Παρθενώνα. Στη σύνοδο η εκπρόσωπος της Τουρκίας επιβεβαίωσε αυτό το οποίο υποστηρίζει εδώ και χρόνια η ελληνική πλευρά. Ότι δεν υπήρχε φιρμάνι».
Διακόσια και πάνω χρόνια πριν, στις 7 Ιουνίου 1816 το Βρετανικό Κοινοβούλιο αποφασίζει να καλύψει όλες τις παρανομίες του λόρδου Ελγιν και να αγοράσει αντί 35.000 στερλινών τα γλυπτά του Παρθενώνα, που εκείνος είχε αφαιρέσει βανδαλίζοντας το μνημείο. Ηταν μια απόφαση καθοριστική αφού, όπως έχει πει ο αείμνηστος πρόεδρος του Μουσείου Ακρόπολης Δημήτρης Παντερμαλής, είναι εντελώς διαφορετικό να ζητά σήμερα η χώρα μας τα γλυπτά από κάποιον απόγονο του Ελγιν και διαφορετικό να τα ζητά από τη Μεγάλη Βρετανία.

Ελληνες και ξένοι ερευνητές που έχουν ερευνήσει ντοκουμέντα από εκείνη την περίοδο, αποκαλύπτουν πολλά για το πώς μεθοδεύτηκε η όλη επιχείρηση και πώς ξεπλύθηκαν ή και απεκρύβησαν οι παρανομίες του Ελγιν.
Το φιρμάνι δεν υπάρχει
Το «φιρμάνι» του Καϊμακάν Πασά προς τον βοεδόδα της Αθήνας το 1801, υποτίθεται πως αποτελεί το κορυφαίο αποδεικτικό στοιχείο νόμιμης κατοχής. Όμως, δεν ήταν παρά μια φιλική επιστολή, σύμφωνα με τον Βασίλη Δημητριάδη, καθηγητή Τουρκολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και την επίτιμη γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού Ελενα Κόρκα.
Επιπροσθέτως, θα ήταν αδύνατο έως αδιανόητο να παραχωρήσει ο Σουλτάνος μέρος της προσωπικής του περιουσίας έτσι, χωρίς αντάλλαγμα και χωρίς σαφή αναφορά και καταμέτρηση. (Οι αρχαιότητες, σύμφωνα με τον νόμο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτελούσαν προσωπική περιουσία του εκάστοτε Σουλτάνου).
Αντίθετα με όσα ισχυρίστηκε ο Ελγιν (και δέχτηκε το βρετανικό κοινοβούλιο) με την επιστολή δινόταν στα συνεργεία που είχε στείλει ο λόρδος εκεί, άτυπη άδεια να ζωγραφίσουν, να κάνουν εκμαγεία, να ανασκάψουν και να μεταφέρουν τμήματα από επιγραφές ή γλυπτά που θα έβρισκαν κατά τις ανασκαφές. Αλλά, με προϋπόθεση να μην υπάρξει βλάβη ή φθορά στον «Ναό των Ειδώλων» όπως ονομαζόταν από τους Οθωμανούς ο Παρθενώνας. Κάτι που μονίμως και εντέχνως αποκρύπτεται επιμελώς.
Ο κ. Δημητριάδης απέδειξε πως το έγγραφο δεν έχει τη δομή φιρμανιού. Η κα Κόρκα, το χαρακτηρίζει μια «χαριστική» επιστολή ενός αξιωματούχου, του αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζίρη, την οποία ο Ελγιν υπερέβη κατά πολύ. Ιδού ένα τμήμα του εγγράφου που έχει βρεθεί σε ιταλική μετάφραση. Δεν γνωρίζουμε καν πόσο πιστή στο πρωτότυπο είναι αυτή, αλλά δεν αποτελεί φιρμάνι, παρότι έτσι επιγράφεται:
«Φιρμάνι ή Επίσημο Γράμμα του Καϊμακάν Πασά προς τον Καδή ή Προϊστάμενο Δικαστή και προς τον Βοεβόδα ή Διοικητή της Αθήνας το 1801.
Σε ειδοποιούμε ότι ο ειλικρινής Φίλος ή Εξοχότητα του Λόρδος Έλγιν Έκτακτος Πρεσβευτής από την Αγγλική Αυλή στην Πύλη της Ευτυχίας, μας έχει βεβαιώσει ότι είναι γνωστό πως οι περισσότερες Φράγκικες [χριστιανικές] Αυλές επιθυμούν να διαβάσουν και να μελετήσουν τα βιβλία, γλυπτά και άλλα επιστημονικά έργα των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Και ότι ειδικότερα, οι υπουργοί, φιλόσοφοι, επίσκοποι και άλλοι σημαίνοντες Άγγλοι ενδιαφέρονται για τα γλυπτά που έχουν μείνει από την εποχή των προαναφερθέντων Ελλήνων και τα οποία βρίσκονται στις ακτές του Αρχιπελάγους και σε άλλες περιοχές. Και εξαιτίας αυτού του πράγματος έχουν στείλει από καιρού εις καιρόν ανθρώπους για να εξερευνήσουν και να εξετάσουν τα αρχαία κτίρια και γλυπτά.
Και πως επειδή ορισμένοι φιλότεχνοι της Αγγλικής Αυλής θέλουν να δουν τα αρχαία κτίρια και τα περίεργα γλυπτά στην Πόλη των Αθηνών και τα παλαιά τείχη που σώζονται από τον καιρό των Ελλήνων, που βρίσκονται τώρα στο εσωτερικό μέρος του προαναφερθέντος τόπου. Όθεν αυτός [δηλ. ο πρεσβευτής] έχει προσλάβει πέντε Άγγλους ζωγράφους που μένουν τώρα στην Αθήνα, για να παρατηρήσουν και να εξετάσουν και επίσης να αντιγράψουν τα γλυπτά που υπάρχουν εκεί από την αρχαιότητα.
Κι ακόμη μας έχει ζητήσει, ειδικά για αυτή τη φορά, να γραφεί και να διαταχθεί ότι για όσον καιρό οι προαναφερθέντες ζωγράφοι θα μπαίνουν και θα βγαίνουν στο φρούριο αυτής της πόλης, που είναι ο τόπος της μελέτης, και θα τοποθετούν ικριώματα γύρω από τον αρχαίο Ναό των Ειδώλων που υπάρχει εκεί.
Και θα κατασκευάζουν εκμαγεία των προαναφερθέντων κοσμημάτων και γλυπτών σε κονίαμα ή γύψο. Και θα καταμετρούν τα λείψανα των άλλων ερειπωμένων οικοδομημάτων που βρίσκονται εκεί. Και θα σκάβουν, όταν το κρίνουν απαραίτητο, τα θεμέλια για να ανακαλύψουν επιγραφές που μπορεί να έχουν καλυφθεί από σκουπίδια. Να μην υπάρξει καμία διακοπή ούτε εμπόδιο στην εργασία τους από τον Δισδάρη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Κανείς να μην αναμειχθεί με τα ικριώματα ή τα εργαλεία που μπορεί να χρειαστούν στις εργασίες τους. Και πως όταν θελήσουν να πάρουν μαζί τους θραύσματα πέτρας που φέρουν παλιές επιγραφές ή γλυπτά, να μην υπάρξει καμία αντίρρηση. (….)
Ειδικά, καθώς δεν υπάρχει κίνδυνος αν τα προαναφερθέντα γλυπτά και κτίρια παρατηρηθούν και σχεδιαστούν. (….)»
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Βασίλης Δημητριάδης, είχε παρουσιάσει σε συνέδριο το 2000 στοιχεία, που καταρρίπτουν το επιχείρημα ότι πρόκειται περί φιρμανιού, άρα ο Ελγιν είχε, με αυτό, άδεια. Οπως πολύ χαρακτηριστικά είπε, «το έγγραφο του Ελγιν ισοδυναμεί, σήμερα, με μια συστατική επιστολή ενός αντιπροέδρου κυβέρνησης προς νομάρχη με την οποία ζητείται η εξυπηρέτηση ενός φίλου.» Και σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί έγγραφο με το οποίο αποκτά κανείς κυριότητα πάνω σε αντικείμενο.
«Χαριστική» επιστολή
Ο κ. Δημητριάδης απέδειξε, πως ο όρος χρησιμοποιείται εσφαλμένα. Δεν είχε τη δομή ενός φιρμανιού, τη γλώσσα που το πρωτόκολλο επέβαλε ούτε και κάποια υπογραφή από τον Σουλτάνο (τα φιρμάνια ξεκινούσαν με τη γενεαλογία του Σουλτάνου που τα υπέγραφε, συνέχιζαν με συγκεκριμένο τρόπο και έκλειναν με υπογραφή). Πρώτες έρευνες από το υπουργείο Πολιτισμού στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης το 1999, δεν είχαν εντοπίσει φιρμάνι εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται αν υπήρχε.
Τη συνέχεια έδωσε η Ελενα Κόρκα με πολυετείς έρευνες σε αρχεία. Κατέληξε ότι ήταν μια «χαριστική» επιστολή ενός αξιωματούχου, του αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζύρη και ότι ακόμα και αυτό το υπερέβη κατά πολύ. Πράγμα που συνιστά παρανομία.
Η κα Κόρκα σημειώνει πως η ιταλική μετάφραση του λεγόμενου φιρμανιού περιήλθε στη Μεγάλη Βρετανία με την αγορά των γλυπτών. Τότε αποκτήθηκαν και όλα τα συνοδά έγγραφα, τουλάχιστον όσα είχαν διασωθεί. Η έρευνά της είναι λεπτομερής, και έχει στηρίξει τη διδακτορική της διατριβή στα Μάρμαρα του Παρθενώνα.
Η ίδια γράφει άρθρο για το φιρμάνι στο περιοδικό «Ανθέμιο» της Ένωσης Φίλων Ακροπόλεως στο τεύχος που είναι αφιερωμένο στα 200 χρόνια από την απόφαση του Βρετανικού Κοινοβουλίου. Με την επιστολή, σημειώνει, ζητούνταν «η ευνοϊκή αντιμετώπιση του συνεργείου του Elgin από τους προεστούς της Αθήνας, προκειμένου να γίνει αποτύπωση, σχέδια και λήψη εκμαγείων από τα μνημεία της Ακρόπολης, καθώς και ανασκαφή και πιθανή απομάκρυνση από τα ερείπια γύρω από τον Παρθενώνα κάποιων τμημάτων ενεπίγραφων ή με γλυπτή διακόσμηση, με σαφή διευκρίνηση όμως ότι δεν θα επερχόταν καμία βλάβη ή φθορά στο κτήριο».
Ενδιαφέρον είναι και το εύρημα της αρχαιολόγου Τατιάνας Πούλου, στο ίδιο τεύχος του «Ανθεμίου» για τα 200 χρόνια από το δυστυχές γεγονός. Σχολιάζει επιστολή του αιδεσιμότατου Φίλιπ Χαντ, δεξιού χεριού του Ελγιν στην επιχείρηση αρπαγής.
Εντοπίστηκε στο αρχείο Ελγιν και αναγράφει ό,τι περιγράφεται στο λεγόμενο «φιρμάνι» με συμπληρώματα «γραφειοκρατικής» γλώσσας. Δηλαδή ο Ελγιν έδωσε συγκεκριμένο κείμενο, με την περιγραφή των αναγκών στον Καϊμακάμη, προκειμένου εκείνος να το αντιγράψει!
Η χειραγώγηση των αξιωματούχων αποδεικνύεται επίσης από την Ελενα Κορκα. Οι οθωμανικές αρχές στην Αθήνα, προφανώς επειδή γνώριζαν ότι είχαν παρανομήσει. ζήτησαν αναδρομική κάλυψή τους από την Υψηλή Πύλη. Ο βεζίρης Γαζί Γιουσούφ Ζιγιά στέλνει επιστολή προς τον βοεβόδα της Αθήνας με την οποία τους ευχαριστεί για την πρέπουσα υποδοχή και φιλοξενία προς τον Ελγιν το 1802. Καμία λέξη για την αφαίρεση γλυπτών. Που σημαίνει πως η Υψηλή Πύλη αγνοούσε, αλλά διά της πλαγίας οδού ο Ελγιν νομιμοποίησε τις κλεψιές του. Όπως τονίζει η κ. Κόρκα, «η αδυναμία όλων των κειμένων αυτών είναι η ασάφειά τους και η ρητορικότητα των οθωμανικών εκφράσεων».
Σε επιστολή του ο Σερ Ρίτσαρντ Αντερ, ο οποίος χρημάτισε, επίσης, πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρει στον Ελγιν ότι οι Οθωμανοί αξιωματούχοι της Πόλης αρνήθηκαν κατηγορηματικά πως είχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα Μάρμαρα. Μεγάλο μέρος της συλλογής βρισκόταν ακόμα στην Αθήνα και ο βοεβόδας ζητούσε άδεια εξαγωγής. Ο αείμνηστος Ουίλιαμ Σεν Κλαιρ στο βιβλίο του γράφει πως οι αξιωματούχοι του απάντησαν ότι ο Ελγιν «δεν είχε λάβει ποτέ άδεια να αφαιρέσει αρχαιότητες από την Ακρόπολη και δεν είχε καμία ιδιοκτησία επ’ αυτών».
Η άδεια για να φύγει το δεύτερο μέρος της συλλογής δόθηκε το 1810 με έγγραφο του Καϊμακάμη Χουσεΐν Κιαμήλ προς τον βοεβόδα της Αθήνας. Ένα κείμενο που και πάλι έχει ασάφειες. Δεν αναφέρεται πουθενά «οθωμανική διοικητική αποδοχή αποξήλωσης γλυπτών από τα μνημεία της Ακρόπολης». Αναφέρονται σπασμένα μάρμαρα και αγγεία και δίνεται η άδεια μεταφοράς τους ύστερα από δώρα αξίας 1.480 πιάστρων και 100 στερλινών στην Κωνσταντινούπολη και ένα ακόμη δώρο απροσδιόριστης αξίας στον Καϊμακάμη.
Όταν ο Ελγιν κλήθηκε να αποδείξει στο Βρετανικό Κοινοβούλιο πως οι ενέργειές του ήταν νόμιμες, ζήτησε από τον Αντερ νέα τροποποιημένη επιστολή, στην οποία να εμφαίνεται κάτι τέτοιο, απολύτως ψευδές όπως έχει πλέον αποδειχθεί.
Μετά από πολλές τροποποιήσεις και διαγραφές σε σχέδια επιστολών, ο Ελγιν ικανοποιείται και στέλνει στον Αντερ το σχέδιο που του ζητά να καθαρογράψει και να αποστείλει στον ίδιον. Μία ακόμη πλαστογράφηση από έναν αξιωματούχο, τον οποίο χειραγώγησε ο επωφελούμενος λόρδος.