Από το πρόβλημα της ακρίβειας ξεκίνησε η συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου, στο κεντρικό δελτίο του τηλεοπτικού σταθμού «Alpha».
«Έχουν γίνει, γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται πολλά πράγματα σε αυτό το μέτωπο, που είναι και το βασικό, το οποίο απασχολεί αυτή τη στιγμή τα νοικοκυριά. Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τον πόνο που προκαλεί η ακρίβεια, πόσο ροκανίζει τα εισοδήματα. Δεν γίνονται αισθητές οι αυξήσεις που έχουν δοθεί στους συνταξιούχους, τους μισθωτούς στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Πρέπει να κάνουμε περισσότερα», ανέφερε αρχικώς.
«Οι πρωτοβουλίες που πήρε ο πρωθυπουργός σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όλες έχουν γίνει ευρωπαϊκές πολιτικές», δήλωσε επίσης φέρνοντας συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, που είναι «το μεγαλύτερο πακέτο σε όλη την Ευρώπη για στήριξη δημοσίων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων. Το πήρε η Ελλάδα χάρη στην παρέμβασή μας». Άλλα τέτοια παραδείγματα είναι το covid pass, το πλαφόν στις τιμές φυσικού αερίου. «Όταν προέκυψε η ενεργειακή κρίση, μια ελληνική πρόταση έγινε ευρωπαϊκή πολιτική και όταν υιοθετήθηκε, έπεσαν αυτομάτως οι τιμές της ενέργειας», ανέφερε.
Και, εστιάζοντας στα της επιστολής του πρωθυπουργού προς την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τόνισε: «Θα ακολουθήσει ένας διάλογος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως είναι πολύ σημαντικό ότι αυτή η πρόταση κατατέθηκε για πρώτη φορά από τον Έλληνα πρωθυπουργό».
Κατά τον υπουργό Επικρατείας, το ζήτημα των διαφορετικών τιμών, μεταξύ χωρών, σε ομοειδή προϊόντα των πολυεθνικών εταιρειών θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με μεγαλύτερη αυστηρότητα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατά τρόπο τέτοιο ώστε «χώρες, όπως η Ελλάδα, να μπορούν να αντιμετωπίσουν με τα δικά τους θεσμικά εργαλεία αυτή την πρακτική». Πάντως, συμπλήρωσε, «δεν είναι το μέτρο που θα λύσει το πρόβλημα».
Ανατρέχοντας εξ άλλου στον εισαγόμενο, όπως είπε, πληθωρισμό του 2021-2, είπε ότι «αντιμετωπίσθηκε με μεγάλη επάρκεια, έγιναν παρεμβάσεις από την κυβέρνηση ύψους 14 δισεκ. ευρώ, που μείωσε τους λογαριασμούς ρεύματος και δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα αυτό».
Στο σημείο αυτό χαρακτήρισε ψευδή τον αντιπολιτευτικό ισχυρισμό ότι δεν ήταν εισαγόμενος ο πληθωρισμός. Και, αμέσως μετά, «ποτέ δεν κρύψαμε ότι δεν υπάρχουν στρεβλώσεις και αγκυλώσεις ως προς τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά. Τώρα που τελείωσε η περίοδος της κρίσης πρέπει να σκύψουμε πάνω από αυτό το πρόβλημα και να δούμε πώς μπορεί να λειτουργεί καλύτερα ο ανταγωνισμός. Θα περίμενα από την αντιπολίτευση μια πιο έντιμη στάση και όχι τόση τοξικότητα αλλά και τόση αρνητικότητα απέναντι σε μια πρόταση που η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει ότι είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα και πρέπει να ληφθούν μέτρα στο πλαίσιο της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς».
Εξ άλλου, «η ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε με την ευρωπαϊκή πολιτική, πρότεινε κάτι, έγινε αποδεκτό και θα το συζητήσουμε. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είπε ότι η πρόταση Μητσοτάκη ευθυγραμμίζεται με τις προτάσεις Ντράγκι και Λέττα, που μιλούν για το μέλλον της ενιαίας αγοράς», σχολίασε ο ‘Α. Σκέρτσος.
Στην κριτική δε, ότι η Ευρώπη αντιδρά με καθυστέρηση, αντέτεινε ότι «το Ταμείο Ανάκαμψης μέσα σε ένα χρόνο προτάθηκε και υλοποιήθηκε. Το covid pass, Ιανουάριο του 2021 προτάθηκε και υλοποιήθηκε μέσα σε λίγους μήνες. Μπορεί η Ευρώπη να πάρει γρήγορα μέτρα και γρήγορες αποφάσεις, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση -και αυτό είναι διακύβευμα αυτών των εκλογών», διεμήνυσε επίσης καταλήγοντας:
«Μιλάμε για προβλήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, αποφασίζονται στις Βρυξέλλες και πρέπει να είμαστε πάρα πολύ υπεύθυνοι, όταν ερχόμαστε στην κάλπη να μην ψηφίζουμε με μια χαλαρότητα. Οι αποφάσεις των Βρυξελλών καθορίζουν τις ζωές στη χώρα μας».
Σε άλλο θέμα της επικαιρότητας, αυτό των σχέσεων της χώρας μας με τα Σκόπια, υπενθύμισε: «Είχαμε προειδοποιήσει για τα προβλήματα αυτής της Συμφωνίας. Ο πρωθυπουργός είχε πει ότι είναι μια προβληματική Συμφωνία για τα συμφέροντα της Ελλάδας, θα την βρούμε μπροστά μας. Από τη στιγμή που θα ψηφισθεί, δεν θα μπορούμε να την ακυρώσουμε. Αυτό είπε».
Ενώ, συμπλήρωσε, «από τη στιγμή που εξελέγη αυτή η κυβέρνηση, κρατάμε μια στάση αναμονής για να δούμε τη συμπεριφορά της Βόρειας Μακεδονίας».
Στον αντίποδα, «ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να υπερασπίζεται μια Συμφωνία που είχε προβλήματα. Έρχεται μάλιστα με περισσή επιπολαιότητα να προτείνει σε αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή να κυρωθούν τώρα τα πρωτόκολλα».
Όμως, ξεκαθάρισε, «δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να φέρουμε προς ψήφιση τα μνημόνια. Από εκεί και πέρα θα περιμένουμε να δούμε την ευθυγράμμιση της νέας κυβέρνησης με αυτό που ορίζει η Συμφωνία. Από εκεί και πέρα μπορεί να υπάρξει χρόνος για να δούμε τα επόμενα μέτρα».
Η συνέντευξη έκλεισε με το θέμα της Εθνικής Στρατηγικής για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία 2024 – 2030, υπό τον τίτλο «Μια Ελλάδα με Όλους για Όλους». Θέμα για το οποίο ο κ. Σκέρτσος θα ενημερώσει αύριο, Πέμπτη, σε κοινή συνεδρίαση, τα μέλη των κοινοβουλευτικών επιτροπών Κοινωνικών Υποθέσεων, Ισότητας – Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως και εκείνη για τα θέματα των Ατόμων με Αναπηρία.
Όπως σημείωσε, «περίπου το 10% του ελληνικού πληθυσμού ταλαιπωρείται από κάποιας μορφής αναπηρία. Για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση έχει βάλει κάτω τα νούμερα, έχει δει όλες τις κατηγορίες αναπηρίας. Έχουμε συνομιλήσει με το αναπηρικό κίνημα, με όλες τις οργανώσεις. Από το 2020 και μετά εφαρμόζουμε ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης, το οποίο έχει πάει λίγο πιο μπροστά τα πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν έχουν λυθεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος που έχει αναπηρίες και οι οικογένειές τους».
Αυτή τη στιγμή, συμπλήρωσε, «παρουσιάζουμε μια Εθνική Στρατηγική για την επόμενη επταετία – δεκαετία. Έχουμε υπολογίσει ότι θα διατεθούν επιπλέον 650 εκατ. ευρώ για να υποστηρίξουμε την ανεξάρτητη διαβίωση των αναπήρων ατόμων στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολύ σημαντικές δράσεις, όπως για την ένταξή τους στην αγορά εργασίας – έχουμε δυστυχώς το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης αναπήρων στην Ευρώπη – (και αυτά) είναι πράγματα που πρέπει να μας απασχολήσουν. Αντίστοιχα πρέπει να βελτιώσουμε την ειδική εκπαίδευση. Να υποστηρίξουμε τις οικογένειες στις επαφές που έχουν με τη δημόσια διοίκηση, και οι οποίες ταλαιπωρούνται πάρα πολύ», αναγνώρισε ο υπουργός Επικρατείας, ο οποίος έκλεισε τη συνέντευξη διαβεβαιώνοντας για την κυβερνητική αποφασιστικότητα να λυθεί το ζήτημα αυτό.