«Στην πόλη Μεζερέχ, ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών μαζεμένα σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογα τους, χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα.» Έθελ Τόμσον,, Αμερικανίδα δημοσιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας των διωγμών των Ποντίων.
Του Γιώργου Σταμάτη *
Με ομόφωνη απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, η 19η Μαίου θεσπίστηκε ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή μειονότητα, που ήταν εγκατεστημένη στα Βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας και συμβίωνε αρμονικά με τους υπόλοιπους πληθυσμούς της περιοχής μέχρι τις αρχές του 20ου Αιώνα. Παράλληλα διακρίνονταν για το εθνικό τους φρόνημα, καθώς και για την ενεργή συμμετοχή τους στην οικονομική αλλά και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής. Το 1919 υπήρχαν περίπου 1400 σχολεία, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Η ποντιακή κοινότητα διέθετε επίσης τυπογραφεία, εφημερίδες, περιοδικά, λέσχες και θέατρα, δραστηριότητες που αποδεικνύουν έναν λαό με έντονη πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα. Η κατάσταση ανετράπη με την ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους. Ο Κεμάλ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο εξαφάνισης από τα εδάφη της Τουρκίας όλων των χριστιανικών πληθυσμών, το οποίο άρχισε να θέτει σε εφαρμογή, επωφελούμενος της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πράξεις εξόντωσης του ποντιακού στοιχείου από τους Νεότουρκους που έλαβαν διαστάσεις γενοκτονίας, εκτείνονται από το 1914 έως το 1923.
Αρχικά, όλοι οι άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, επιστρατεύτηκαν στα τάγματα εργασίας («Αμελέ Ταμπουρού»), τα οποία είχαν συσταθεί στην αφιλόξενη ενδοχώρα, ανάμεσα στη Σεβάστεια και το Βαν. Εκεί, εξαναγκάζονταν με τη βία να υπηρετούν όσοι δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Τους περίμενε σχεδόν βέβαιος θάνατος από την πείνα, τη δίψα, τις αρρώστιες και την εξάντληση.
Στις 19 Μαίου του 1919, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμσούντα, για να ξεκινήσει η δεύτερη και αγριότερη φάση της καθολικής εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού. Η φρίκη που ακολούθησε είναι αδύνατον να χωρέσει σε λέξεις, αλλά κυρίως να χωρέσει στο μυαλό μας. Έγιναν μαζικές καταστροφές, λεηλασίες, εξισλαμισμοί, ανελέητες σφαγές, εξαναγκασμός των κατοίκων σε μαζική φυγή. Κάποιοι για να γλυτώσουν κατέφευγαν σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές, ή έφταναν ακόμη και μέχρι τον Καύκασο. Νέες κοπέλες προκειμένου να γλυτώσουν το θάνατο και τους βιασμούς, παντρεύονταν με Τούρκους και εξισλαμίζονταν αναγκαστικά. Οι περισσότεροι άνδρες αποκεφαλίζονταν, παλουκώνονταν, εκτελούνταν μαζικά. Η επιχείρηση εξόντωσης των Ποντίων ξεκίνησε από τις δολοφονίες των πιο επιφανών μελών της κοινότητας. Δάσκαλοι, ιερείς, μητροπολίτες, έμποροι, δικηγόροι, γραμματικοί, δημοσιογράφοι, όλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πτώματα. Όσοι δεν έφευγαν, εκτελούνταν. Συνολικά, καταστράφηκαν 815 Κοινότητες, 1.134 εκκλησίες, 960 σχολεία. Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι υποχρεώθηκαν σε εκτοπισμό στην ενδοχώρα. Έτσι, αναγκάστηκαν να αφήσουν τους ανθρώπους τους που δεν τους είχε επιτραπεί να θάψουν, τα σπίτια, τα χωράφια, τις περιουσίες τους, την ευτιχισμένη και στρωμένη ζωή τους, ξεκινώντας για τις λεγόμενες λευκές πορείες θανάτου προς άγνωστη κατεύθυνση. Παίρνοντας μαζί τους τις εικόνες των Αγίων τους και ένα μπογαλάκι με ελάχιστα ρούχα, βάδιζαν όλη μέρα, ενώ οι περισσότεροι πέθαιναν από την ασιτία, τις κακουχίες, το κρύο και την εξάντληση. Υπό τα αδιάφορα βλέμματα των Τούρκων αστυνομικών, οι τσέτες που βρίσκονταν στο δρόμο τους, άρπαζαν θύματα, τα βασάνιζαν, τα βίαζαν και στη συνέχεια τα εκτελούσαν. Μητέρες κουβαλούσαν τα νεκρά παιδιά τους στο δρόμο, μεγαλύτερα αδέρφια τα μικρότερα αδέρφια τους και πολλές φορές τους τα αποσπούσαν με τη βία, γιατί δεν ήθελαν να τα αφήσουν άταφα, εκεί στον αφιλόξενο τόπο. Τις περισσότερες φορές οι Τούρκοι κάτοικοι των χωριών, με το εθνικιστικό μίσος να έχει φουντώσει από τη μικρασιατική εκστρατεία που ήταν σε εξέλιξη, τους υποδέχονταν με άκρως επιθετικές διαθέσεις. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί στο μακρύ δρόμο της εξορίας.
Ο ξεριζωμός συνεχίστηκε μέχρι και το 1924, οπότε έφυγαν και οι τελευταίοι Πόντιοι με τη συμφωνία για την ανταλλαγή των πληθυσμών, με βάση τη συνθήκη της Λοζάνης. Ένα μεγάλο τμήμα των ποντίων που διασώθηκαν εγκαταστάθηκαν στη Νότια Ρωσία, ενώ οι υπόλοιποι ήραν στην Ελλάδα, όπου πολύ σύντομα κατάφεραν να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και να συνεισφέρουν με τις γνώσεις και την εργατικότητα τους στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας.
Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας έχασαν τη ζωή τους πάνω από 350000 άνθρωποι. Η αναγνώριση της εξολόθρευσης των Ελλήνων του Πόντου ως γενοκτονίας έχει τεκμηριωθεί με συγκλονιστικά ντοκουμέντα, όπως ιστορικές πηγές, μαρτυρίες, διπλωματικά αρχεία. Είναι χρέος μας να διατηρήσουμε ως έθνος στη συλλογική μας μνήμη το μαζικό αφανισμό των Ποντίων και να τον διδάσκουμε στις νεότερες γενιές. Ένα έγκλημα, που πληροί τις προϋποθέσεις της γενοκτονίας, όπως αυτές αντανακλώνται στη Σύμβαση των ΗΕ για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, δεν είναι έγκλημα ενός λαού. Συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και εμείς έχουμε χρέος να ενώσουμε τη φωνή μας, διεκδικώντας την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων από τη διεθνή κοινότητα. Γιατί, μόνο η ισχυρή μνήμη και η γνώση θωρακίζουν τον κόσμο και τον αποτρέπουν από την επανάληψη τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων, που δεν πρέπει να τελούνται για κανένα λόγο, σε βάρος κανενός λαού. Τα αθώα αυτά θύματα που σφαγιάστηκαν στο βωμό του εθνικιστικού μίσους και του ακραίου φανατισμού, μας αφήνουν παρακαταθήκη να αγωνιζόμαστε για την ειρηνική συνύπαρξη, τη συνεργασία, και την αμοιβαία αποδοχή των λαών.
* Ο κ. Γιώργος Σταμάτης είναι Βουλευτής Επικρατείας της Ν.Δ.