Η ιδιωτική επίσκεψη Ράμα στην Αθήνα, οι σημερινές εξελίξεις στη Βόρεια Μακεδονία και η αυριανή επίσημη επίσκεψη Μητσοτάκη στην Άγκυρα τέθηκαν επί τάπητος από τον υπουργό Επικρατείας Μάκη Βορίδη, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στον τηλεοπτικό σταθμό «Σκάι».
Και πρώτα, για την επίσκεψη του πρωθυπουργού της Αλβανίας: «Δεν ξέρω γιατί αισθάνθηκε την ανάγκη (σ.σ. ο Έντι Ράμα) να κάνει αυτή τη συγκέντρωση, δεν έχει καμία προστιθέμενη αξία ούτε για τον ίδιο», ήταν το εισαγωγικό σχόλιο του υπουργού Επικρατείας.
«Ενδεχομένως η πρόθεσή του – αν και δεν την ξέρω και ο ίδιος το αρνείται – να ήταν ένα είδος απαντήσεως στην απόφαση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτιά της τον Φρέντη Μπελέρη», εκτίμησε αμέσως μετά. Εν τέλει, προσέθεσε, «η σωστή διατύπωση ήταν αυτή του (Έλληνα) πρωθυπουργού, το “αχρείαστη”». Εξ άλλου, «αν επηρεάζει σε κάποια κατεύθυνση η παρουσία του κυρίου Ράμα είναι στην κατεύθυνση της υπερψήφισης του Μπελέρη».
Απαντώντας δε, σε εκείνους που ζητούσαν την απαγόρευση της επίσκεψης του Αλβανού πρωθυπουργού, ο k. Βορίδης εξήγησε ότι για την απαγόρευσή της μόνο μία αιτιολογία υπάρχει, αυτή της δημόσιας ασφάλειας. «Να δείξει, δηλαδή, η Ελλάδα ότι φοβάται τη συγκέντρωση που έγινε».
Όμως, επεσήμανε εν συνεχεία, «η Ελλάδα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ΑΕΠ στα Δυτικά Βαλκάνια, η πιο ισχυρή αμυντικά στα Δυτικά Βαλκάνια, η αρχαιότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Δυτικά Βαλκάνια. Η απαγόρευση εμένα θα μου έδειχνε ότι η Ελλάδα έχει κάτι να φοβάται. Αποδείχθηκε από τα πράγματα ότι η Ελλάδα δεν έχει απολύτως τίποτε να φοβάται. Μπορεί η αρχική στόχευση του Ράμα να ήταν η απαγόρευση», εκτίμησε εξ άλλου.
Τελικώς, «όλο αυτό αποδραματοποιήθηκε» και «ο Μπελέρης θα είναι υποψήφιος και θεωρώ ότι θα υπάρξει ένα ισχυρό μήνυμα με την υπερψήφιση του ψηφοδελτίου της Νέας Δημοκρατίας και, φυσικά, του Μπελέρη. Ένα ισχυρό μήνυμα για το πώς αντιλαμβανόμαστε εμείς στην Ελλάδα και πώς προτεραιοποιούμε τα θέματα του κράτους δικαίου». Ενώ, στο «δια ταύτα», υπάρχει «ένα πραγματικό ζήτημα: αυτό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία», υπογράμμισε.
Στα της ορκωμοσίας της νέας Προέδρου της Βόρειας Μακεδονία Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, ο υπουργός Επικρατείας παρέπεμψε στην απάντηση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. «Επισημάνθηκε το αυτονόητο. Αν κάποιος αρνείται την ονομασία με την οποία το κράτος έχει διεθνώς αναγνωρισθεί, τότε προφανώς οι διμερείς σχέσεις θα χειροτερέψουν και δεν υπάρχει περίπτωση να υπάρχει ευρωπαϊκή προοπτική», διεμήνυσε και συνέχισε με την εκτίμηση ότι «όλα αυτά είναι φληναφήματα και πυροτεχνήματα που θα τελειώσουν πολύ γρήγορα».
Συμπερασματικώς, αν κάποιος θέλει να ηγείται ενός κράτους με άλλη ονομασία από αυτήν που έχει αναγνωρισθεί διεθνώς, τότε «το κράτος αυτό είναι ανύπαρκτο, δεν έχει νομική οντότητα».
Τέλος, για τον ελληνοτουρκικό διάλογο δήλωσε εν πρώτοις ότι «θα πηγαίνουμε να συζητήσουμε τα θέματα αυτά που αποτελούν αντικείμενο συζήτησης. Δεν γίνεται να τους φιμώσουμε, αλλά αν είναι κάτι το οποίο εκφεύγει αυτών που έχουμε συμφωνήσει ότι πρόκειται να συζητήσουμε, ναι, μπορείτε να το πείτε, αλλά δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης».
Άλλωστε, συμπλήρωσε, «ουδείς είναι αφελής, ουδείς πιστεύει ότι επειδή η Τουρκία αποφάσισε μετά από μια μακρά περίοδο μονομερών προκλήσεων και ενεργειών και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει αυτήν την πολιτική και να έρθει στο τραπέζι του διαλόγου, ουδείς πιστεύει ότι η Τουρκία απέστη ή εγκατέλειψε τις θέσεις της».
Στο σημείο αυτό παρέθεσε σειρά θεμάτων στα οποία έχουν διαπιστωθεί «κάποια θετικά αποτελέσματα», όπως: «η βίζα έχει μια σημασία, η συνεννόηση στη μετανάστευση έχει μια σημασία, το γεγονός ότι δεν υπάρχουν πια παραβιάσεις έχει μια σημασία».
Διευκρίνισε, από την άλλη, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι «ο διάλογος είναι ανέφελος, ότι δεν υπάρχουν προβλήματα, ότι δεν θα υπάρχουν τα πάνω και τα κάτω στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το ερώτημα είναι, πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι και να προχωράνε μερικά πράγματα; Νομίζω ναι», απάντησε κλείνοντας.