Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν έναν σημαντικό, σπουδαίο και πρωτοπόρο συγγραφέα τους, τον Πολ Οστερ, που έφυγε από τη ζωή προχθές, σε ηλικία 77 ετών. Ο Πολ Οστερ είχε γράφει συνολικά 34 βιβλία ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το New York Trilogy. Πέθανε από επιπλοκές λόγω του καρκίνου των πνευμόνων, από τον οποίο έπασχε τα τελευταία χρόνια.
Ο Όστερ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ το 1947 και σύμωφνα με τον ίδιο η συγγραφική του ζωή ξεκίνησε σε ηλικία 8 ετών, όταν δεν μπόρεσε να πάρει αυτόγραφο από τον παίχτη του μπέιζμπολ, Willie Mays, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του είχαν μαζί τους μολύβι στον αγώνα. Από τότε, έπαιρνε παντού μαζί του ένα μολύβι. «Αν υπάρχει ένα μολύβι στην τσέπη σας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μια μέρα να μπείτε στον πειρασμό να αρχίσετε να το χρησιμοποιείτε», έγραψε σε δοκίμιό του το 1995.
Θεωρείται όμως πως το βασικό περιστατικό που σημάδεψε τη ζωή του και τον έσπρωξε προς τη συγγραφή, ήταν ο θάνατος ενός αγοριού που κεραυνοβολήθηκε ενώ βρισκόταν λίγα εκατοστά μακριά του σε κατασκήνωση. Τότε ο Όστερ ήταν 14 ετών. Η τύχη, «όπως είναι λογικό, έγινε ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στη μυθοπλασία του», έγραψε η κριτικός Λόρα Μίλερ το 2017. Ένα παρόμοιο περιστατικό συμβαίνει στο μυθιστόρημα «4 3 2 1» του Όστερ, το οποίο το 2017 συμπεριλήφθηκε στη λίστα για το Booker: μία από τις τέσσερις εκδοχές του πρωταγωνιστή Άρτσι Φέργκιουσον στο βιβλίο τρέχει κάτω από ένα δέντρο σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση και σκοτώνεται από ένα κλαδί που πέφτει, όταν τον χτυπάει κεραυνός.
Ο Όστερ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια πριν μετακομίσει στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπου εργάστηκε σε διάφορες δουλειές, μεταξύ των οποίων και στη μετάφραση, και έζησε με την σύντροφό του, τη συγγραφέα Λίντια Ντέιβις, την οποία είχε γνωρίσει όταν φοιτούσε στο κολέγιο. Το 1974 επέστρεψαν στις ΗΠΑ και παντρεύτηκαν. Το 1977, το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Ντάνιελ, αλλά χώρισαν λίγο αργότερα. Ο Ντάνιελ πέθανε τον Απρίλιο του 2022, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, κάτι που συντάραξε τους γονείς του.
Με τα μάτια τεράστια μάτια και το διεισδυτικό του βλέμμα, ήταν ένας ωραίος άνδρας. Συχνά χαρακτηριζόταν ως «σούπερ σταρ της λογοτεχνίας» από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Το Times Literary Supplement της Βρετανίας τον αποκάλεσε κάποτε «έναν από τους πιο θεαματικά εφευρετικούς συγγραφείς της Αμερικής».
Αν και γέννημα θρέμμα του Νιου Τζέρσεϊ, συνδέθηκε ανεξίτηλα με τους ρυθμούς της υιοθετημένης πόλης του της Νέας Υόρκης και πιο ιδιαίτερα στο Μπρούκλιν, όπου εγκαταστάθηκε το 1980 στο Park Slope. Υπήρξε θεματοφύλακας του πλούσιου λογοτεχνικού παρελθόντος της περιοχής και έμπνευση για μια νέα γενιά μυθιστοριογράφων που άρχισαν να συρρέουν εκεί κατά τη δεκαετία του 1990.
Βεβαίως, είχε αφήσει ιστορία και στη Γαλλία, όπου υπήρξε ένας από τους σπάνιους Αμερικανούς που αγκαλιάστηκαν από τους Γάλλους ως γηγενείς. «Ο Auster είναι ένας ροκ σταρ στο Παρίσι» έγραφε το περιοδικό New Yorker.
Από την «Επινόηση της μοναξιάς», ένα συγκινητικά στοχαστικό και βιωματικό κείμενο που πυροδότησε τη συγγραφική καριέρα του το 1982, έως την «Τριλογία της Νέας Υόρκης», το βιβλίο που ψηφίστηκε ως ένα από τα 25 σημαντικότερα μυθιστορήματα για τη Νέα Υόρκη την τελευταία εκατονταετία, η λογοτεχνική παρακαταθήκη του είναι σημαντική. Η βαθιά αλήθεια των έργων του, η ανατρεπτική τους διακειμενικότητα και η καθηλωτική χρήση αυτοβιογραφικών στοιχείων στη μυθοπλασία είναι κάποια από τα στοιχεία που τον έκαναν αγαπητό σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες.
«Πάντα ήθελα να γράφω για οτιδήποτε μου φαίνεται όμορφο κι αληθινό, αλλά εφευρίσκοντας νέους τρόπους να πω την ιστορία του. Ήθελα να τα φέρνω όλα ανάποδα» είχε δηλώσει στους New York Times.
Πρόσφατα, με αφορμή το τελευταίο του έργο, με τίτλο Baumgartner, ένα μυθιστόρημα για την αγάπη, τη μνήμη και το πένθος, δήλωσε στην εφημερίδα The Guardian, όταν ήδη είχε διαγνωστεί με καρκίνο του πνεύμονα: «Αυτό μάλλον θα είναι το τελευταίο μου βιβλίο». «Στον καθένα μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή το οτιδήποτε» λέει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. «Το γνωρίζεις εσύ, το γνωρίζω κι εγώ, όλοι το γνωρίζουμε – κι αν δεν το ξέρουν, τότε μάλλον δεν προσέχουν αρκετά».
Αλλά αυτό δεν τον πτόησε.
Το Μπαουμγκάρτνερ θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ τον Σεπτέμβριο του 2024, σε μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορούν αρκετά από τα έργα του.
Πολυγραφότατος, με φανατικό αναγνωστικό κοινό, είχε λάβει πολλές σημαντικές διακρίσεις για το έργο του (Prix France Culture de Littérature Étrangère, Prix Médicis Étranger, Prince of Asturias Award). Eπηρεασμένος από τον Χόθορν, τον Μπόρχες, τον Κάφκα, ενσωματώνει στο έργο του λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές. Αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς, όχι μονάχα των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και του κόσμου, και ιδιαίτερα αγαπητός στην Ευρώπη, ο έπλασε έναν μύθο γύρω από το όνομα και το πρόσωπό του μέσα από μια σειρά συναρπαστικών μυθιστορημάτων. Χαρισματικός αφηγητής, προικισμένος παραμυθάς, γνώριζε όσο λίγοι πώς να φτιάχνει κόσμους πολυδιάστατους: καθημερινούς, γήινους, με έντονο το χρώμα της Νέας Υόρκης και ιδιαίτερα του Μπρούκλιν, κόσμους αμερικανικούς με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή όμως οικουμενικούς, παγκόσμιους, άμεσα αναγνωρίσιμους, πάνω απ’ όλα απρόσμενους, μυστηριακούς: σύμπαντα αλλόκοτων συμπτώσεων και ανατροπών, καθώς και προσώπων με ρευστή, φευγαλέα ταυτότητα, σχέσεις ανθρώπινες που δοκιμάζονται στον χρόνο, όπου τα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης αναδιατυπώνονται αέναα, άλλοτε μέσα από το παράδοξο και άλλοτε μέσα από μια πολύ τρυφερή ματιά.
Όπως είχε πει στον Γιώργο Βουδικλάρη, δεν προερχόταν από οικογένεια διανοουμένων και κανείς από τους δύο γονείς του δεν είχε πάει στο Πανεπιστήμιο, ούτε διάβαζε βιβλία. «Όμως για κάποιο λόγο, από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε να διαβάζω» είχε προσθέσει. «Και διάβαζα πολύ! Είχαμε μια καλή δημοτική βιβλιοθήκη στην πόλη μου, και πήγαινα εκεί συνεχώς. Από τα 8-9 μου χρόνια λοιπόν, διάβαζα Ξεκίνησα ακόμα και να γράφω, από μικρό παιδί.»
«Πρώτη ύλη» του συγγραφέα είναι η ζωή του: οι αναμνήσεις του, τα βιώματά του, οι εμπειρίες του από τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους γύρω του» έλεγε ο Πολ Οστερ σε συνέντευξή του στην Τασούλα Επτακοίλη για την «Καθημερινή». «Ξέρετε, ο συγγραφέας μοιάζει πολύ με τον ηθοποιό. Ένας ηθοποιός πρέπει να μπορεί να υποδυθεί οποιονδήποτε χαρακτήρα. Και όσο καλός και ευγενικός και αν είναι ο ίδιος ως άνθρωπος, ενδεχομένως να κληθεί να παίξει έναν δολοφόνο. Πώς θα είναι πειστικός σ’ αυτόν το ρόλο; Θα προετοιμαστεί καλά, θα μελετήσει πολύ. Θα κοιτάξει βαθιά μέσα του, θα θυμηθεί τις στιγμές που ένιωσε έντονο θυμό –όλοι θυμώνουμε κάποτε, δεν γίνεται αλλιώς– και θα προσπαθήσει να φανταστεί αυτόν τον θυμό να διογκώνεται ολοένα και περισσότερο, να γίνεται ανεξέλεγκτη οργή – που θα μπορούσε να φτάσει μέχρι και στον φόνο. Το ίδιο κάνει ο συγγραφέας. Σκέφτεται πώς θα αντιδρούσε ο ίδιος υπό συγκεκριμένες συνθήκες και, χρησιμοποιώντας τις δικές του εμπειρίες, χτίζει τις ιστορίες του και τους πρωταγωνιστές τους.»
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης έλεγε: «Είμαι συγγραφέας για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Σχεδόν όλη μου τη ζωή γράφω. Το γράψιμο είναι, χωρίς υπερβολή, κομμάτι του σώματός μου. Γίνεται πια με τον πιο φυσικό τρόπο, αβίαστα, σχεδόν ασυνείδητα. Δεν προσπαθώ ιδιαίτερα. Τα έχω όλα στο μυαλό μου με κάθε λεπτομέρεια.
Κανονικά, δεν θα έπρεπε να έχω παράπονο. Τα βιβλία μου εκδίδονται, αρκετοί τα αγοράζουν, νέοι συγγραφείς με θεωρούν πρότυπο και δηλώνουν ότι έχουν επηρεαστεί από το έργο μου. Αλλά ο μέσος Αμερικανός δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τα βιβλία. Καθώς μεγαλώνω, από δεκαετία σε δεκαετία, βλέπω τους συγγραφείς να γίνονται ολοένα και λιγότερο σημαντικοί για την αμερικανική κοινωνία. Δεν αποτελούν πια μέρος αυτού που αποκαλώ “εθνική συζήτηση”. Δεν υποστηρίζω ότι οι Αμερικανοί δεν διαβάζουν βιβλία. Διαβάζουν. Αλλά δεν μιλάνε γι’ αυτά. Οι συγγραφείς έχουμε γίνει αόρατοι. Είναι θέμα νοοτροπίας, ξέρετε. Σε άλλες χώρες, οι πολίτες θέλουν να ακούν τη γνώμη των συγγραφέων, των πνευματικών ανθρώπων γενικότερα. Εδώ, προτιμούν να ζητούν τη γνώμη των ηθοποιών ή των τραγουδιστών – των σελέμπριτι. Οι υπόλοιποι φαίνεται ότι δεν είμαστε αρκετά… σέξι.»