«Στην Ελλάδα έχουμε ένα πολύ σημαντικό κτηριακό απόθεμα. Κάποια είναι χαρακτηρισμένα μνημεία, κάποια είναι χαρακτηρισμένα ως διατηρητέα και κάποια δεν είναι τίποτα, παρόλα αυτά υφίστανται. Μπορεί να είναι βιομηχανικά κτήρια (δυστυχώς η αποβιομηχάνιση είναι ένα ιστορικό δεδομένο), τα κτήρια όμως υπάρχουν και έχουμε και άλλα που για διάφορους λόγους απαξιώθηκαν. Το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν μιλάμε για κτήρια εγκαταλελειμμένα, απαξιωμένα στο κέντρο των πόλεων. Αυτό που χρειάζεται καταρχήν είναι να συμφωνήσουμε όλοι, τουλάχιστον όλοι από όσους εξαρτάται το μέλλον αυτών των κτηρίων, ότι όπου είναι τεχνικά δυνατόν τα κτήρια αυτά να διατηρηθούν, να επαναχρησιμοποιηθούν με καινούργιες χρήσεις και λειτουργίες. Αυτό ίσως δεν είναι κανόνας, πάντως στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί να συμβεί», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, που μαζί με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της Dimand, Δημήτρη Ανδριόπουλο, συμμετείχαν στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών στον κύκλο «Real Estate and Resilient Cities» («Ακίνητα και ανθεκτικές πόλεις») και συγκεκριμένα στην ενότητα «From Past to Present: Reimagining Industrial and Heritage Buildings in the Urban Core» («Από το παρελθόν στο παρόν: Επαναπροσδιορίζοντας βιομηχανικά και πολιτιστικά κτίρια στον αστικό πυρήνα»).
Στην επισήμανση ότι τα περισσότερα βιομηχανικά κτήρια γίνονται θέατρα ή εστιατόρια, η υπουργός, αλλά και ο κ. Ανδριόπουλος τόνισαν ότι αυτό δεν ισχύει. «Ξέρετε εμείς στη δουλειά μας δεν έχουμε το προνόμιο της ανακάλυψης, αλλά την ανάγκη της συνειδητοποίησης. Το να κάνουμε καινούργια κτήρια σε οικόπεδα δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο αφήγημα και το 2015 ανακαλύψαμε ότι οι πόλεις και τα κέντρα είναι γεμάτες από εγκαταλελειμμένα πρώην βιομηχανικά κτήρια. Ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά από τον Πειραιά, τον Παπαστράτο και τα τελευταία 9 χρόνια αναπτύξαμε υφιστάμενα εγκαταλελειμμένα κτήρια 220.000 τ.μ. σε 15 πρότζεκτ και προσθέσαμε καινούργια δόμηση η οποία ήταν απαραίτητη γι’ αυτά μόλις 27.000 τμ. Αν είχαμε κάνει αυτή τη δουλειά σε οικόπεδα αντιλαμβάνεστε, μιλώντας για το περιβάλλον και για χίλιες άλλες παραμέτρους, τι θα είχαμε δημιουργήσει στην πόλη», σημείωσε ο κ. Ανδριόπουλος, δίνοντας μεταξύ άλλων το παράδειγμα στον Πύργο Πειραιά που ανάπλασε την περιοχή «δίνοντας και μίσθωμα περισσότερο από 1 εκατ. ευρώ στον Δήμο και μια αξία που μπορεί να δανείζεται αξίας 150 εκατ. ευρώ», αλλά και του Μινιόν, που «φώτισε την Πατησίων».
«Η επανένταξη δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατη. Εκτός από τα προφανή που είναι τα οικονομικά στοιχεία, είναι και οι πολλαπλασιαστές. Γι’ αυτό συνεχίζουμε με μεγάλη πίστη σε αυτό το αφήγημα και το όραμα», υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, τονίζοντας και την αξία της σύμπραξης δημοσίου – ιδιωτών. «Χωρίς τη σύμπραξη του ΥΠΠΟ και των ιδιωτών δεν μπορούν να προχωρήσουν ορισμένα πράγματα. Είτε τα εργαλεία είναι οικονομικά είτε αδειοδοτικά και οτιδήποτε άλλο», υπογράμμισε.
«Δεν είναι τα περισσότερα κτήρια θέατρα και εστιατόρια», επιβεβαίωσε και η υπουργός, που αναφέρθηκε σε έργα του ΥΠΠΟ, όπως το ΣΙΛΟ στον Πειραιά που έχει ξεκινήσει η μετατροπή του σε Μουσείο Εναλίων Αρχαιοτήτων, αλλά και στο Παλαιό Εργοστάσιο Τσαούσογλου (Πειραιώς 260), που θα συνεχίσει να στεγάζει το Φεστιβάλ Αθηνών, «αλλά δεν θα είναι μόνο αυτό. Θα φιλοξενηθεί όλη η υποδομή του ΟΔΑΠ με τα νέα εργαστήρια για τα ακριβή αντίγραφα και θα υπάρξει μοντελοθήκη των εκμαγείων», κάποια από τα οποία είναι 200 ετών ή και παραπάνω. «Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να γίνει ένα πανόραμα διαχρονικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, να συνδυαστεί με τη σύγχρονη τέχνη και όλο αυτό θα φιλοξενηθεί στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου Τσαούσογλου», πληροφόρησε η Λ. Μενδώνη.
Η υπουργός αναφέρθηκε και στο Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας που θα μετατραπεί σε Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στα κτήρια που δεν κατεδαφίστηκαν, όπως συνέβη με άλλα τις δεκαετίες του ‘60 και ’70 με σκοπό να γίνουν αρχαιολογικές ανασκαφές και να δημιουργηθεί ένας εξαιρετικά αναπεπταμένος αρχαιολογικός χώρος, ανάμεσα στην Αρχαία και τη Ρωμαϊκή Αγορά. «Ευτυχώς τις επόμενες δεκαετίες το ελληνικό κράτος δεν είχε χρήματα για να κάνει αυτές τις ανασκαφές, έτσι τα κτήρια αυτά διασώθηκαν, κάποια όμως είναι σε ερειπιώδη κατάσταση. Βάλαμε εμπρός την αποκατάστασή τους για να δημιουργήσουμε μέσα στην Αθήνα μικρούς πυρήνες πολιτισμού», επεσήμανε η Λ. Μενδώνη, φέρνοντας ως παραδείγματα το σπίτι στην οδό Διοσκούρων στην Πλάκα που θα γίνει Μουσείο Ελύτη («ελπίζω μέσα στο καλοκαίρι να αποδοθεί στο κοινό»), ένα ακόμα εγκαταλελειμμένο κτήριο στην Πλάκα που θα μετατραπεί σε Μουσείο Κουν και την Οικία Κωλέττη που ως έργο είναι σε εξέλιξη και θα μετατραπεί «σε αρχείο των αναστηλωτικών έργων της Ακρόπολης, προσβάσιμο σε όλη την επιστημονική κοινότητα».
Η υπουργός αναφέρθηκε επίσης στην «Οικία Κοκοβίκου» στην Πλάκα, γνωστή από την ελληνική ταινία με τη Μάρω Κοντού και τον Γιώργο Κωνσταντίνου «για την οποία έχει ξεκινήσει η μελέτη για να μετατραπεί σε κέντρο ελληνικού κινηματογράφου», καθώς και στην Οικία Παλαμά της οποίας η μελέτη έχει ολοκληρωθεί και θα ενταχθεί σε πρόγραμμα για να γίνει ένας χώρος μελέτης του έργου του Κωστή Παλαμά. «Αυτή τη στιγμή, με βάση τα οικονομικά μας είμαστε σε ένα στάδιο έργων και μελετών 16 τέτοιων κτηρίων ώστε να δημιουργήσουμε μια πολιτιστική διαδρομή μέσα στην Αθήνα με αρχαιότητες αλλά και διαχρονικά σημεία του πολιτισμού μας τα οποία θα προβάλλουμε», ενημέρωσε η κ. Μενδώνη.
«Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές η αποκατάσταση αυτών των κτηρίων, ειδικά όταν είναι διατηρητέα, είναι περισσότερο κόστος. Έχει ήδη ξεκινήσει μια προσπάθεια από την κυβέρνηση ώστε να δοθούν κίνητρα σε ιδιώτες ιδιοκτήτες για να μπορέσουν να αποκαταστήσουν αυτά τα κτήρια. Δημιουργούμε ένα παράδειγμα ότι μπορούν να γίνουν πράγματα και να ομορφύνουμε την πόλη μας, να φύγουν εστίες σκουπιδιών και μόλυνσης, να ενισχύσουμε την πολιτιστική φυσιογνωμία, αλλά και να δώσουμε και δυνατότητες σε έναν αειφόρο τουρισμό», κατέληξε μεταξύ άλλων η υπουργός.