Το αρχαίο θέατρο Δωδώνης κάποτε ήταν πιο εύθραυστο και από πορσελάνη. Το δομικό υλικό του, όπως και οι φθορές που επέφερε το πέρασμα του χρόνου, είχαν συντελέσει ώστε «να μαζεύουμε τις πέτρες από τα ειδώλια με το φτυάρι» όπως έλεγε ο αείμνηστος Χαράλαμπος Μπούρας. Θρυμματιζόταν ο ασβεστόλιθος από τον οποίο είναι φτιαγμένα και δεν υπήρχε επιστροφή. Το υπουργείο Πολιτισμού παλεύει χρόνια με αυτό το «θεριό», αυτό το τεράστιο, πανέμορφο και σημαντικό μνημείο, και επιτέλους έφτασε στα πρώτα σοβαρά αποτελέσματα. Το θέατρο θα χρειάζεται πάντοτε προστασία, ακόμα και το νέο υλικό που χρησιμοποιείται, ωστόσο, πλέον μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως το μεγαλύτερο τμήμα του θα παραδοθεί στις μελλοντικές γενιές.
Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο έχει συζητήσει πολλές μελέτες για το μνημείο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Χθες συζήτησε και ενέκρινε το γενικό σχέδιο (master plan) συντήρησης και αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου Δωδώνης. Σειρά μελετών που εφαρμόστηκαν ή ετοιμάζονται, μάς έφτασαν ως εδώ. Το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί και πρωτοποριακό και πειραματικό, καθώς μέχρι τώρα δεν υπήρχαν ανάλογα δεδομένα στην αναστήλωση και συντήρηση. Μέχρι τώρα, έχουν γίνει εργασίες στο Α διάζωμα, έχει αποξηλωθεί και συντηρηθεί η κερκίδα 5Β του μεσαίου τμήματος του κοίλου και προγραμματίζονται πολλά ακόμη.
Σύμφωνα με την εισήγηση, το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του ομώνυμου ιερού, στο βόρειο τμήμα της κοιλάδας της Δωδώνης και ανατολικά του όρους Τόμαρος. Χρονολογείται στις αρχές του 3ου π.Χ. αι. στα χρόνια της βασιλείας του Πύρρου (296-272 π.Χ.).
Απαρτίζεται από την ορχήστρα, τη σκηνή και το κοίλο. Υψηλά αναλήμματα στα ανατολικά νότια και δυτικά περιβάλλουν και στηρίζουν το κοίλο με τις επιχώσεις του. Μεγάλες πυργοειδείς αντηρίδες, δύο ανατολικά και δύο δυτικά συμβάλλουν κυρίως στη στατικότητα των αναλημμάτων. Στη νότια πλευρά δεσπόζουν και τα δύο εξωτερικά κλιμακοστάσια. Το κοίλο χωρίζεται σε τρία διαζώματα με 55 σειρές εδωλίων συνολικά. Τα δύο κατώτερα τμήματα διαιρούνται με κλίμακες σε 9 κερκίδες και στο ανώτερο σε 18. Η ορχήστρα έχει σχήμα ελλιπούς κύκλου (διαμ. 18,70μ.) και στην περιφέρειά της υπάρχει αποχετευτικός αγωγός που οδηγεί τα όμβρια έξω από το μνημείο. Στο κέντρο της διατηρείται η βάση του βωμού του Διονύσου (θυμέλη).
Η ορθογώνια σκηνή (31,20 Χ 9,10μ.) αρχικά είχε δύο τετράγωνα παρασκήνια και ξύλινο προσκήνιο. Μετά την καταστροφή από τους Αιτωλούς (219 π.Χ.) η σκηνή αποκτά λίθινο προσκήνιο με 18 ιωνικούς ημικίονες και δύο βοηθητικά προσκτίσματα στα άκρα των παρασκηνίων. Στις παρόδους κατασκευάζονται δύο μνημειακά πρόπυλα και τμήμα του σκηνικού οικοδομήματος προς τα νότια αποτελεί δωρική στοά, η οποία επικοινωνούσε με τη σκηνή με τοξωτή πύλη. Το υλικό δομής του θεάτρου είναι ένας μικριτικός υπόλευκος ασβεστόλιθος και σε μικρότερο ποσοστό ένας φαιός ασβεστόλιθος. Ο φαιός εντοπίζεται στις παρόδους, σε επιφανή αρχιτεκτονικά μέλη του σκηνικού οικοδομήματος και σε κάποια εδώλια του κοίλου. Αυτό το υλικό, «ρουφά» νερό και με τον παγετό του χειμώνα, γίνονται διαρρήξεις, εξαιτίας των οποίων μετατρέπεται σε χαλίκι.
Η άμεση ανάγκη αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Δωδώνης, που διαπιστώθηκε κατά τη δεκαετία του ‘90, οδήγησε στην ένταξη των έργων στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων το 2000 και στην σύσταση της αντίστοιχης Επιστημονικής Επιτροπής.
Το θέατρο δέχθηκε προσθήκες και επισκευές μετά την αιτωλική καταστροφή του 219 π.Χ. και μικρής κλίμακας επισκευές μετά την ρωμαϊκή καταστροφή του 168 π.Χ.. Σημαντική οικοδομική περίοδος για την ιστορία του μνημείου υπήρξε η μετασκευή του σε αρένα την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), κατά την οποία αφαιρέθηκε η προεδρία και οι πρώτες σειρές του κοίλου και στη θέση τους κτίστηκε ψηλός τοίχος, αποκόπτοντας το προσκήνιο και τη σκηνή και διαμορφώνοντας ωοειδή κονίστρα. Τα παρασκήνια μετατράπηκαν σε τριγωνικά δωμάτια φύλαξης ζώων, ενώ στο κέντρο του τοίχου της αρένας κατασκευάστηκε ορθογώνια κόγχη για καταφύγιο αγωνιζομένων.
Το θέατρο ανασκάφηκε από τους Καραπάνο (1875), Ευαγγελίδη (1955) και Δάκαρη (1959). Το 1960, προκειμένου να παραχωρηθεί για παραστάσεις αρχαίου δράματος, πραγματοποιήθηκε από τον Δάκαρη προσωρινή επανατοποθέτηση των εδωλίων στα δύο κατώτερα διαζώματα του κοίλου, αποκαταστάθηκαν οι ορθοστάτες του στηθαίου στο μεσαίο διάζωμα και διευθετήθηκαν οι αναβαθμοί των δέκα κλιμάκων. Πριν από την επέμβαση αυτή, εξαιτίας της κατολίσθησης και της ανατροπής των εδωλίων, η όλη εικόνα του θεάτρου έδινε την εντύπωση βίαιης καταστροφής.
Η σημερινή μορφή του μνημείου οφείλεται σε στερεωτικές – αναστηλωτικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στις δεκαετίες του 1960 και 1970 στα δύο πρώτα διαζώματα του κοίλου, στο ανατολικό και δυτικό περιμετρικό ανάλημμα, στους πύργους αντιστήριξης της προσόψεως του κοίλου, στον αναλημματικό τοίχο του ανδήρου της δυτικής παρόδου και στο επιθέατρο. Πραγματοποιήθηκαν επίσης, συγκολλήσεις θραυσμάτων και συντηρήσεις επιφανειών και συμπληρώθηκε με νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης του σκηνικού οικοδομήματος.
Ειδικά για την περίπτωση του κοίλου η επανατοποθέτηση των εδωλίων ήταν προσωρινή, καθώς πραγματοποιήθηκε χωρίς μελέτη. Ο εσπευσμένος τρόπος αναστήλωσης του μνημείου, που έγινε σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα, οδήγησε σε παρατοποθετήσεις εδωλίων, βαθμίδων και άλλων αρχιτεκτονικών στοιχείων, σε απολαξεύσεις παλαιού υλικού για την επαναχρησιμοποίησή του. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών πληροφοριών τόσο για την αρχική θέση των εδωλίων, όσο και για την αρχική γεωμετρική χάραξη και μορφολογία του μνημείου.
Αντίθετα, οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν στα αναλήμματα και στον ανατολικό περιμετρικό τοίχο του θεάτρου, πραγματοποιήθηκαν βάσει μελέτης που εκπόνησε ο αρχιτέκτων Β. Χαρίσης. Από τον γλύπτη Σ. Τριάντη πραγματοποιήθηκε συγκόλληση των ιωνικών ημικιόνων στις εισόδους των δύο παρόδων και των ημικιόνων του λίθινου προσκηνίου, ενώ συμπληρώθηκε με νέους θολίτες η κορυφή της τοξωτής πύλης του σκηνικού οικοδομήματος. Αναστηλωτικές εργασίες έγιναν επίσης στο άνδηρο μπροστά από τον ανατολικό αναλημματικό πύργο του θεάτρου.
Με την ένταξη του έργου στο ΤΔΠΕΑΕ το 2000 και τη σύσταση της Επιστημονικής Επιτροπής Δωδώνης, ξεκίνησε το νεώτερο αναστηλωτικό έργο στη Δωδώνη. Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες συντηρήσεις επιφανειών στο κοίλο, αναστηλωτικές εργασίες στις τοιχοποιίες της αρένας, στην ακραία ανατολική κερκίδα του Α΄ διαζώματος, στο ακραίο κλιμακοστάσιο και το αντίστοιχο τμήμα του αναλημματικού τοίχου και στο νότιο ανάλημμα.
Πάμπολλες μελέτες συντάχθηκαν και υλοποιήθηκαν μέχρι τώρα και σχετίζονται με την ανάταξη του υλικού αλλά και τη σωστή τοποθέτηση των στοιχείων (κυρίως εδωλίψν).
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων συνέταξε το γενικό σχέδιο (masterplan) συντήρησης και αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου της Δωδώνης και αυτό συζητήθηκε στο ΚΑΣ. Όπως αναφέρεται, με την ολοκλήρωση των εργασιών της κερκίδας 9 και του δυτικού αναλημματικού τοίχου, έχει ήδη αποκατασταθεί ένα μεγάλο τμήμα της κατώτερης ζώνης του αρχαίου θεάτρου. Το αναστηλωτικό έργο βασίστηκε πάνω στις εκπονηθείσες και εγκεκριμένες μελέτες ανταποκρινόμενες στις ειδικές ανάγκες και ιδιαιτερότητές του. Η αναστήλωση στηρίχθηκε στην συστηματική τεκμηρίωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων και δίνει πρωτεύουσα σημασία στο αυθεντικό υλικό. Εξαιτίας του εγγενούς μειονεκτήματος του υλικού δομής, η επιλεχθείσα λύση κατευθύνθηκε στη συμπλήρωση νέου υλικού στα παλιά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τη χρήση νέων τεχνολογιών, σε μία ορθολογική αντιμετώπιση του προβλήματος, αποδίδοντας ένα τελικό αποτέλεσμα, το οποίο δεν είχε ποτέ στο παρελθόν.
Το αποκατεστημένο μνημείο έγινε φορέας της συσσωρευμένης γνώσης, στην οποία στηρίχθηκε η αποκατάστασή του και η τελική μορφή του αντανακλά τις επιστημονικές αντιλήψεις της εποχής και της κοινωνίας που το υλοποιεί. Απέχει συνεπώς από το ρομαντικό ερείπιο και τη σκηνογραφική αναστήλωση, διεκδικώντας τη διδακτική ανάδειξη της ιστορικής του διαδρομής ως μνημείου αλλά και την προβολή της ιστορικής διαδρομής του αναστηλωτικού έργου. Είναι ένα “επιστημονικό ερείπιο”. Και ακόμα καλύτερα δεν είναι ερείπιο. Είναι μια σύγχρονη δημιουργία, της οποίας η τελική εικόνα μπορεί να μην υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ως ορατή μορφή, ως ζωγραφική απεικόνιση, αλλά αποτελεί την πληρέστερη δυνατή απόδοση της γνώσης μας για την αρχική του μορφή και για την ιστορία του, στα όρια του αυθεντικού υλικού και της σημερινής μας επιστήμης.
Η πρόσφατη εικοσαετής επιχείρηση συντήρησης και αποκατάστασης του μνημείου, αποτιμάται ως εξής:
1. Θετικά παρεπόμενα -Αποτροπή της συνεχιζόμενης φθοράς ενός μνημείου που είχε φθάσει σε οριακό επίπεδο -Συστηματική έρευνα και τεκμηρίωση σε όλα τα επίπεδα -Αποκατάσταση γεωμετρίας και όψης του μνημείου με ενιαία μέτωπα -Αποκατάσταση χαμένης αυθεντικότητας, καθώς έγινε εφικτός ο εντοπισμός των παρατοποθετήσεων, οπότε σε ερευνητικό – θεωρητικό επίπεδο επετεύχθη, σε αρκετό βαθμό, η αποκατάσταση της αυθεντικής μορφολογίας του θεάτρου, τουλάχιστον, μέχρι πριν από τις εκτεταμένες επεμβάσεις του ‘60. -Απόκτηση θεωρητικής, τεχνικής και τεχνολογικής εμπειρίας και κατάρτισης στην εφαρμογή του αναστηλωτικού προγράμματος. -Απόκτηση δυνατότητας σύνταξης ακριβούς χρονοδιαγράμματος και προϋπολογισμού για την επέκταση των εργασιών στη δεύτερη ζώνη του μνημείου.
2. Προβληματισμοί -Δεδομένη αντοχή φυσικού υλικού (νέου και αρχαίου): η αντοχή του φυσικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα και συνεχίζει να χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της αποκατάστασης του μνημείου, έχει πολλαπλώς μετρηθεί και παρόλη την καλή συμπεριφορά που επέδειξε μέχρι σήμερα, θα πρέπει μελλοντικά να θεωρείται δεδομένη η διαδικασία συνεχούς ελέγχου και προληπτικής – σωστικής συντήρησής του. -Το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς η χρήση του τεχνητού λίθου ως προϊόν μελέτης και εφαρμογής νέων τεχνολογιών επηρέασε ως ένα βαθμό το αισθητικό αποτέλεσμα με την κλασική έννοια του όρου, παραδίδοντας μια εικόνα «επιστημονικού ερειπίου».
Στο επίπεδο της αποκατάστασης, η μέθοδος που ακολουθείται, εξασφαλίζει την αντιστρεψιμότητα, στην περίπτωση των τοποθετήσεων σε “ομόλογες” θέσεις. Επομένως, δίνεται η δυνατότητα “διορθώσεων” στην περίπτωση ανάκυψης νέων δεδομένων κατά την εκπόνηση των μελετών αποκατάστασης, που εκτελείται σταδιακά.
Η επέμβαση στο επιθέατρο δεν μπορεί, επί του παρόντος να προσδιοριστεί επαρκώς, στο πλαίσιο της εν λόγω πρότασης. Εξάλλου, πέραν των τεχνικών – αναστηλωτικών θεμάτων (μεταξύ άλλων και το θέμα της απώλειας των πλευρικών αναλημμάτων), το ζήτημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο μέλλον με πιο πολύπλοκους όρους, όπως αυτό της ιστορικότητας, των νέων, ενδεχομένως τεχνικών, της διατήρησης της πληροφορίας, ακόμα και της αισθητικής.