Συνελήφθη πολλές φορές κλέπτον οπώρας το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και πλήρωσε τα λάθη του με διαφυγή κερδών, κατασχέσεις και αναγκαστικές επιστροφές αρχαιοτήτων- ανάμεσα στις οποίες και πολλές ελληνικές. Ετσι, προσπαθώντας να απαλύνει την κακή φήμη του ύστερα από όλα αυτά, το ΜΕΤ αποδεικνύει πως είναι ένα μεγάλο μουσείο, προσλαμβάνοντας, πρώτο ανά την υφήλιο, επικεφαλής έρευνας προέλευσης των έργων που έχει ή που έχει αποκτήσει.
Ο πρώτος που καταλαμβάνει τη θέση αυτή, σύμφωνα με τους New York Times είναι ο Lucian Simmons. Το εν λόγω στέλεχος θα φύγει από τον οίκο Sotheby’s, όπου είναι αντιπρόεδρος και παγκόσμιος επικεφαλής του τμήματος αποκατάστασης — και ανώτερος ειδικός για το τμήμα ιμπρεσιονιστών και μοντέρνας τέχνης — για να αναλάβει το ρόλο του συντονισμού των ερευνητικών προσπαθειών σε όλο το μουσείο, ξεκινώντας από τον Μάιο.
Όπως τα μουσεία σε όλο τον κόσμο, το Met έχει (δικαιολογημένα) αντιμετωπίσει αυξημένο έλεγχο από αξιωματούχους επιβολής του νόμου, ακαδημαϊκούς και από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τον βαθμό στον οποίο η συλλογή του με περισσότερα από 1,5 εκατομμύρια έργα περιλαμβάνει λεηλατημένα εκθέματα. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, η εισαγγελία του Μανχάταν έχει κατασχέσει δεκάδες αρχαιότητες από το μουσείο για να τις επιστρέψει σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Ιταλία.
Σε μια τηλεφωνική συνέντευξη με τους New York Times, ο Max Hollein, διευθυντής και διευθύνων σύμβουλος του μουσείου, είπε ότι ο όγκος των υλικών που πρέπει να εξετάσει ένας οίκος δημοπρασιών έδωσε στον Simmons το απαραίτητο υπόβαθρο για να ερευνήσει τις συλλογές του Met.
“Έχει μια τεράστια εμπειρία κατανοώντας το επίπεδο της έρευνας που πρέπει να εφαρμοστεί και ποια χρονοδιαγράμματα πρέπει να οριστούν για να φτάσουμε σε κάποιο αποτέλεσμα”, είπε ο Hollein. «Πρέπει να ελέγξει έναν τεράστιο αριθμό αντικειμένων. Είναι κάποιος που καταλαβαίνει τη θεωρία, αλλά έχει επίσης πολύ πρακτική στάση».
Το Μουσείο ανακοίνωσε πέρυσι μια σημαντική νέα προσπάθεια αναθεώρησης της πολιτικής του με σκοπό την επιστροφή αντικειμένων που διαπιστώνει ότι έχουν προβληματικό ιστορικό.
Ο Simmons, ο οποίος έχει εργαστεί σε θέματα αποκατάστασης και προέλευσης από το 1997 όταν ξεκίνησε την ομάδα του Sotheby’s που οργανώθηκε για να κάνει αυτές τις προσπάθειες, θα ηγηθεί μιας διευρυμένης ομάδας ερευνητών στο μουσείο. Οι εργασίες τους θα συντονίζονται με τον αναπληρωτή διευθυντή Συλλογών και Διοίκησης και θα γίνονται σε συνεννόηση με το γραφείο του γενικού συμβούλου του Μετ.
«Αυτό που ελπίζω να υπάρξει είναι ένα σύστημα συνεργασίας και μια αυστηρότητα στην απίστευτη έρευνα που κάνει ήδη η ομάδα του Met», είπε ο Simmons, «βοηθώντας να εδραιώσει τη φήμη του Μουσείου ως ηγέτη σε αυτόν τον τομέα». Ο οίκος Sotheby’s έχει επικριθεί όλα αυτά τα χρόνια για την απόπειρα πώλησης αντικειμένων με θολή προέλευση, αλλά ο Simmons είπε ότι είχε εργαστεί για τη διαφάνεια στον οίκο δημοπρασιών, μια προσέγγιση που θα συνεχίσει και τώρα.
Όσον αφορά το εάν η αυξανόμενη επαγρύπνηση σε αυτά τα ζητήματα από τις αρχές επιβολής του νόμου κάνει τη δουλειά του πιο δύσκολη, ο Simmons είπε: «Η πρόκληση δεν είναι ο όγκος του ελέγχου, η πρόκληση είναι ο αριθμός των βάσεων δεδομένων που πρέπει να ψάξουμε, ο αριθμός των πηγών που πρέπει να γίνει έρευνα — όχι μόνο με αντικείμενα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και με θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς».
Το μουσείο ανακοίνωσε επίσης την αναβάθμιση της Μάγια Μουράτοφ, η οποία ήδη ασχολείται με την έρευνα προέλευσης στο τμήμα ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης. Και δημιούργησε νέες θέσεις έρευνας προέλευσης στα τμήματα της ασιατικής τέχνης, της αμερικανικής πτέρυγας (με εστίαση στην τέχνη των ιθαγενών της Αμερικής) και της αιγυπτιακής τέχνης, τα οποία καλύπτονται από τους Qamar Adamjee, Jennifer Day και Maxence Garde, αντίστοιχα.
Αυτές οι νέες θέσεις και προαγωγές αυξάνουν τον αριθμό των εργαζομένων στο Met στην έρευνα προέλευσης από έξι σε 11.
Στην ανακοίνωσή του χθες το ίδρυμα επεσήμανε σημάδια «σημαντικής προόδου» στις ερευνητικές του προσπάθειες προέλευσης, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής Μνημονίου Συναντίληψης με το Υπουργείο Πολιτισμού της κυβέρνησης της Ινδίας τον περασμένο μήνα «που περιγράφει τη μελλοντική συνεργασία σε εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, εκθέσεις, και ανταλλαγές υποτροφιών και εμπειρογνωμοσύνης».
Πέρυσι, μεταβίβασε την κυριότητα δύο αρχαίων γλυπτών της συλλογής της στην Υεμένη, σχεδόν 40 χρόνια μετά την απομάκρυνσή τους από έναν αρχαιολογικό χώρο κοντά στην αρχαία πόλη Marib. Ενα μήνα αργότερα επέστρεψε στο Νεπάλ μια ξύλινη αντηρίδα ναού του 13ου αιώνα και μια πέτρινη εικόνα του Βισνού του 11ου αιώνα.
Τον Δεκέμβριο, ανταποκρινόμενο σε αιτήματα της κυβέρνησης της Καμπότζης, ανακοίνωσε ότι έχει συμφωνήσει να επιστρέψει 16 μεγάλα έργα τέχνης της εποχής των Χμερ — 14 στην Καμπότζη και δύο στην Ταϊλάνδη. Όλα τα αντικείμενα σχετίζονταν με τον Douglas AJ Latchford, έναν έμπορο προμηθευτή, που κατηγορήθηκε ως παράνομος διακινητής αρχαίων αντικειμένων λίγο πριν από το θάνατό του, το 2020.
Αγγελική Κώττη