Η εβδομάδα που πέρασε ήταν καθοριστική που έρχονται μέχρι το πλέον καθοριστικό γεγονός για τις γεωπολιτικές και τις γεωοικονομικές εξελίξεις διεθνώς, τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Με τις προκριματικές εκλογές της σούπερ Τρίτης και το κλείδωμα όσο αφορά τι χρίσμα στο Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα, από τον πρώην πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ και τον νυν πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, και την ομιλία του κ. Μπάιντεν, ενώπιον της Ολομέλειας του Κογκρέσου, όσο αφορά την Κατάσταση του Έθνους, αρχίζει και επίσημα το παιχνίδι το οποίο θα κρίνει την κατεύθυνση του δυτικού κόσμου για τις επόμενες δεκαετίες.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για κάθε έντιμο αναλυτή, ότι η Ευρώπη είναι η περιοχή του δυτικού κόσμου που έχει πληρώσει το βαρύτερο τίμημα από τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, και αυτό είναι κάτι το οποίο καθιστά, επιτακτική την ανάγκη, η Ευρώπη να σταματήσει την κινδυνολογία για μια δεύτερη προεδρία Τραμπ.
Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και αυτό που αποδεικνύουν είναι ότι η Ευρώπη ήταν σε καλύτερη θέση υπό την προεδρία του Τράμπ, από ότι είναι σήμερα και μια δεύτερη θητεία του Τραμπ, πιθανότατα θα αντιστρέψει την παγκόσμια αστάθεια που προκλήθηκε από την αδυναμία και την ανικανότητα της κυβέρνησης Μπάϊντεν.
Η κινδυνολογία από την πλευρά της ευρωπαϊκής ελίτ, για μια δεύτερη προεδρία Τράμπ, έχει φτάσει σε ένα προκλητικό πλέον επίπεδο, που αγγίζει τα όρια της προσπάθειας επηρεασμού των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.
Τα συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν πλέον εισέλθει σε μια κατάσταση πανικού, με τον Economist, να αποκαλεί τον Τραμπ “τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον κόσμο το 2024” και θρηνώντας ότι οι Δημοκρατικοί δεν έχουν ένα εναλλακτικό σχέδιο για να σταματήσουν τον Τράμπ. Ο Guardian, αποκάλεσε τον Τραμπ “σαφή και υφιστάμενο κίνδυνο για τα ζωτικά συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου με τρόπο που κανένας προηγούμενος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν υπήρξε ποτέ”. Η Le Monde χαρακτήρισε την επιστροφή του Τράμπ “τόσο ντροπιαστική όσο και ανησυχητική για την αμερικανική δημοκρατία”.
Γίνεται ανοικτά συζήτηση περί, “θωράκισης έναντι του Τραμπ” της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής πριν αναλάβει καθήκοντα τον επόμενο Ιανουάριο, στην περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές.
Οι Ευρωπαϊκές ελίτ, περιφρονούσαν τον Τραμπ ως πρόεδρο επειδή ήταν ένας λαϊκιστής που αντέκρουε τη συμβατική σοφία και αμφισβητούσε την Ευρώπη. Πίεσε τα ευρωπαϊκά κράτη για δίκαιο εμπόριο με την Αμερική και για εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, βάσει της συνθήκης του ΝΑΤΟ για τις αμυντικές δαπάνες. Δικαιολογημένα γελοιοποίησε τα ευρωπαϊκά κράτη, ειδικά τη Γερμανία, για την εξάρτησή τους από τις ρωσικές πηγές ενέργειας και αποσύρθηκε από τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Το σύστημα που οδηγεί την Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια στα βράχια, ήταν εξοργισμένο με τον Τράμπ για την απόσυρση από κακές συμφωνίες και συνθήκες, όπως η προβληματική πυρηνική συμφωνία του 2015 με το Ιράν (JCPOA) και η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα.
Αυτό βέβαια δεν προκαλεί εντύπωση, διότι ιστορικά, οι Ευρωπαίοι ηγέτες μισούσαν πάντα τους θρασύδειλους Αμερικανούς προέδρους που ενεργούν μονομερώς χωρίς τη συγκατάθεση της Ευρώπης και των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Τραμπ, του οποίου η ισχυρή ηγεσία και η εξωτερική πολιτική «Πρώτα η Αμερική» τους εξοργίζει.
Σαν αποτέλεσμα, η ελίτ της Ευρώπης, ανακουφίστηκε όταν ο Τζο Μπάιντεν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2020, επειδή συμμεριζόταν τις φιλελεύθερες ιδεολογίες και τις απόψεις του κατεστημένου για την εξωτερική πολιτική. Ο Μπάϊντεν, όπως πίστευαν, θα συνεργαζόταν και θα υπέκυπτε στην Ευρώπη, μέσω του ΟΗΕ. Όπως ανόητα πίστευαν, δεν θα υπήρχαν εκπλήξεις στην εξωτερική πολιτική. Ζούσε στην πλάνη, ότι θα μπορούσε να ελέγξει τον Μπάϊντεν.
Η ευρωπαϊκή ελίτ ήταν αρχικά εκστασιασμένη με την προεδρία Μπάιντεν, ο οποίος επανήλθε αμέσως στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και χαρακτήρισε την κλιματική αλλαγή ως την κύρια απειλή για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής. Η κυβέρνηση του, προώθησε επιθετικά την ακροαριστερή ιδεολογία “ποικιλομορφία, ισότητα και ένταξη” και την επέβαλε στις ένοπλες δυνάμεις της Αμερικής. Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ενθουσιάστηκαν από τις δηλώσεις του Μπάϊντεν το 2021 ότι «η Αμερική επέστρεψε» υπό την προεδρία του. Ο απαξιωμένος πλέον και στην ίδια του χώρα, Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, καλωσόρισε με χαρά τον Μπάιντεν στo “Ευρωπαϊκό Κλαμπ”.
Η πλάνη της ευρωπαϊκής ελίτ δεν άργησε να αποκαλυφθεί με καταστροφικές συνέπιες για την Ευρώπη. Μετά την καταστροφική απόσυρση της Αμερικής από το Αφγανιστάν, τον Αύγουστο του 2021, που διέταξε ο Μπάιντεν παρά τις αντιρρήσεις κορυφαίων στρατιωτικών αξιωματούχων του Πενταγώνου και ηγετών του συνασπισμού, οι ευρωπαϊκές ελίτ αρνούνται να παραδεχθούν την καταστροφική ανικανότητα της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Μπάϊντεν.
Σφυρίζουν αδιάφορα στο γεγονός ότι η απόσυρση από το Αφγανιστάν υπονόμευσε σοβαρά την αξιοπιστία της Αμερικής ως ισχυρής και αξιόπιστης μεγάλης δύναμης.
Η Ευρώπη δεν αντέδρασε στον τραγικό χειρισμό των σχέσεων της Αμερικής με τη Ρωσία, γεγονός που οδήγησε στην παράνομη εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία και στον πρώτο πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ αποφεύγουν να παραδεχθούν πως η απότομη αποδυνάμωση της αμερικανικής αποτροπής λόγω της ανικανότητας εξωτερικής πολιτικής του Μπάιντεν ενθάρρυνε την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα, το Ιράν και τους πληρεξούσιους του Ιράν να οργανώσουν επιθέσεις και προκλήσεις που δεν θα είχαν επιχειρήσει εάν η Αμερική είχε έναν ισχυρό και αποφασιστικό πρόεδρο.
Δεν θα διαβάσετε ποτέ ένα άρθρο στον Economist που να υποδηλώνει ότι η θανατηφόρα τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και η πρόσφατη αύξηση των επιθέσεων με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη εναντίον της ναυτιλίας της Ερυθράς Θάλασσας από τους αντάρτες Χούτι της Υεμένης πιθανότατα προκλήθηκαν από μια απότομη πτώση της αμερικανικής αποτροπής κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάϊντεν. Δεν θα δείτε ποτέ ένα κύριο άρθρο της Le Monde, να υποστηρίζει ότι ο Πούτιν μπορεί να μην είχε εισβάλει στην Ουκρανία εάν ο πρόεδρος Μπάϊντεν είχε συμφωνήσει να αποσύρει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ από το τραπέζι για 25 χρόνια.
Όπως και οι αποκαλούμενοι προοδευτικοί, η κινδυνολογία που εκφράζουν οι ευρωπαϊκές ελίτ για την προοπτική μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ, θέτει την πολιτική και την ιδεολογία πάνω από τα εθνικά τους συμφέροντα. Η Αμερική και η Ευρώπη ήταν πολύ πιο ασφαλείς και σε πολύ καλύτερη κατάσταση οικονομικά, υπό την προεδρία του Τράμπ. Η παγκόσμια σταθερότητα ήταν σημαντικά καλύτερη. Αλλά τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία για τις δήθεν φιλελεύθερες ελίτ της Αμερικής και της Ευρώπης ή τα δυτικά συστημικά μέσα ενημέρωσης. Αρνούνται να παραδεχτούν ότι η εξωτερική πολιτική του Τράμπ λειτουργούσε και ότι αντίστοιχα του Μπάϊντεν, είναι αποτυχημένη και επικίνδυνη.
Και σε οικονομικό επίπεδο, στη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, η Ευρώπη έχει υποστεί σοβαρότατο πλήγμα. Μόνο από το γεγονός ότι αντιμετωπίζει αποβιομηχανοποίηση, επισιτιστική και ενεργειακή κρίση, λόγω της πολιτικής Μπάιντεν, πληρώνοντας μάλιστα πανάκριβα το αμερικανικό LNG, οποιοσδήποτε αναλυτής και πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του, θα παραδεχθεί του λόγου το αληθές.
Η Ευρώπη ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, υπό την προεδρία Τραμπ και μια δεύτερη θητεία Τραμπ, πιθανότατα, θα αντιστρέψει την παγκόσμια αστάθεια που προκλήθηκε από την αδυναμία και την ανικανότητα της κυβέρνησης Μπάιντεν. Είναι καιρός οι Ευρωπαϊκές ελίτ να το παραδεχτούν αυτό και να προετοιμαστούν για μια πιθανή δεύτερη θητεία Τράμπ, αντί να προσπαθούν να την αποτρέψουν με φθηνή κριτική έναντι του Τράμπ και κινδυνολογία καταστροφής, στην περίπτωση που κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Οι ελίτ της Ευρώπης θα πρέπει επίσης να παραδεχτούν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον κόσμο το 2024, δεν είναι η εκλογή του Τραμπ, αλλά η συνέχιση της προεδρίας Μπάϊντεν.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των, πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.