today-is-a-good-day
15.7 C
Athens

Βλάσης Αγτζίδης: Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης η Ελλάδα έχασε για πάντα την Ιωνία

Ηταν δύο διεθνείς συνθήκες κρίσιμες για την Ελλάδα. Η συνθήκη που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στη Λωζάννη της Ελβετίας ακύρωνε και αναθεωρούσε τη Συνθήκη των Σεβρών του Αυγούστου του 1920. Πρόκειται για την τελευταία πράξη μιας ιστορικής διαδικασίας που άρχισε το 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, και κορυφώθηκε με την ήττα του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1922 από τα τουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ.

Ο Βλάσης Αγτζίδης, εξαιρετικός γνώστης των θεμάτων του μικρασιατικού και ποντιακού Ελληνισμού, μάς δίνει ακόμα ένα βιβλίο που αποτελεί κατάθεση γνώσης και θαυμάσια ανάλυση συνθηκών και γεγονότων. Το βιβλίο με τίτλο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης. Πλευρές της Μικρασιατικής Τραγωδίας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη».

Για να κατανοήσουμε βαθύτερα όσα διαπραγματεύεται ο συγγραφέας, θα πρέπει να  έχουμε υπόψιν πως η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε μια πρωτοφανής ανθρωπιστική καταστροφή για τους Έλληνες, τους Αρμένιους και τις υπόλοιπες μη μουσουλμανικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο βιβλίο αναλύονται οι δύο συνθήκες (Σεβρών και Λωζάννης), το γεωπολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου υπογράφτηκαν, καθώς και οι πρόνοιές τους, ο Εθνικός Διχασμός και η διαχείριση της μικρασιατικής πρόκλησης, οι προσδοκίες και οι ματαιώσεις για το Ζήτημα του Πόντου, η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι αιτίες της μικρασιατικής καταστροφής και το τέλος της τραγωδίας. Παρακολουθούμε, επίσης, την τύχη των προσφύγων του ’22 στην Ελλάδα (αποκατάσταση, αντιμετώπιση από τις πολιτικές δυνάμεις, σχέση με την αριστερά, εκλογική συμπεριφορά), καθώς και τους πρόσφυγες στη Ρωσία και στην ΕΣΣΔ.

Από αυτές τις δύο συνθήκες, όπως ήταν φυσικό, ξεκίνησε η συζήτησή μας με τον Βλάση Αγτζίδη, γύρω από το καινούργιο αυτό βιβλίο, για το ThePresident.gr. Οι τοποθετήσεις του κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον μάθημα Ιστορίας.

– Ανάμεσα σε αυτές τις δύο συνθήκες, Σεβρών και Λωζάνης, περιέχεται όλη η τραγωδία του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Μελετάτε τα σχετικά θέματα εδώ και χρόνια. Τι σας παρακίνησε να μελετήσετε το συγκεκριμένο;

Η περίοδος αυτή ήταν το σημείο μηδέν της διαμόρφωσης της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, της τελικής συμφωνίας επί των συνόρων στην Εγγύς Ανατολή και της δημιουργίας των συνθηκών για τις μελλοντικές γεωπολιτικές κρίσεις.

Τόσο η Συνθήκη των Σεβρών όσο και η αναθεωρητική αυτής Συνθήκη της Λωζάννης, εντάσσονταν στις ρυθμίσεις που έγιναν στην Ευρώπη μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην απόπειρα διερεύνησης εκείνης της περιόδου με ώθησαν οι φυσικές απορίες: γιατί η τότε Ελλάς δεν κατάφερε να εξασφαλίσει επί του εδάφους τις πολύ θετικές πρόνοιες της Συνθήκης των Σεβρών, γιατί δεν οχύρωσε τη Σμύρνη, γιατί απαγόρευσε στους μικρασιατικούς και ποντιακούς πληθυσμούς να διαφύγουν.

– Μεγάλα και βαθιά  ερωτήματα. Αν θέλαμε συνοπτικά να παρουσιάσουμε την πορεία προς την μικρασιατική καταστροφή και τα αίτια, τι θα έπρεπε να ξέρουμε;

Μια από τις πλέον αποφασιστικές στιγμές στην ελληνική ιστορία, που είχε καταλυτικές συνέπειες στα πράγματα της Εγγύς Ανατολής, αλλά και στη μοίρα των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν ο Εθνικός Διχασμός που άρχισε το 1915. Τότε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, συνεπικουρούμενος από τους Μεταξά, Στρέιτ, Δούσμανη κ.ά., εξυπηρετώντας τα γερμανικά συμφέροντα, υποχρέωσε σε παραίτηση τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της Ελλάδα Ελ. Βενιζέλο.

Η αποτυχία της Αντάντ να κατανικήσει εγκαίρως τους Νεότουρκους και τους Γερμανούς στη Μάχη της Καλλίπολης θεωρήθηκε ότι οφειλόταν στη φιλογερμανική ελληνική στάση. Και αυτή η πεποίθηση θα δώσει μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 -όταν επανήλθαν στην κυβέρνηση οι παλιές φιλογερμανικές πολιτικές δυνάμεις του Εθνικού Διχασμού-  το άλλοθι σε Ιταλία και Γαλλία να εγκαταλείψουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις και να συνάψουν συμφωνίες με το εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ.

Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης, που επί της ουσίας σηματοδότησε τον πρώτο ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, ήταν καταλυτικές στη διαχείριση των μεταπολεμικών ευκαιριών. Η ανεπάρκεια στη Μικρασιατική Εκστρατεία, η εγκατάλειψη του Πόντου, κ.ά, οφειλόταν ακριβώς στην βαριά εκείνη διχαστική πολιτική κληρονομιά.

– Ηταν αναπόφευκτο με τις αλλαγές διεθνώς (στρατηγικής, φιλοσοφίας, αντιμετώπισης εθνοτήτων) να υπάρξει αυτή η εμπλοκή της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Πολλοί λένε, ναι, αλλά τι θέλαμε εκεί; Είναι όμως έτσι;

Η σύγκρουση της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ειδικά με τους Νεότουρκους οι οποίοι είχαν καταλάβει την εξουσία με το στρατιωτικό κίνημα του 1908 ξεκίνησε με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Πιθανότατα, εάν δεν είχαν ανέλθει στην εξουσία οι Νεότουρκοι και δεν είχαν θέσει σε εφαρμογή τα αντιμειονοτικά τους σχέδια, να μη φτάναμε στον πόλεμο αυτό.  Όμως από πολύ νωρίς οι Νεότουρκοι άρχισαν την καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών και τον Οκτώβριο του 1911 διατύπωσαν και τη θέση τους για εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών και σε επίσημα ανοιχτό συνέδριό τους στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη…  Κατά συνέπεια η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Βέβαια εάν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που έκανε το κίνημα του 1909 δεν είχε την ευφυία να καλέσει τον Βενιζέλο από την άρτι απελευθερωθείσα Κρήτη ήταν αμφίβολο εάν η Ελλάδα θα έπαιρνε μέρος στη Βαλκανική Συμμαχία (Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο). Η συμμετοχή της Ελλάδας, έστω και την τελευταία στιγμή, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην στρατηγική αντίληψη του Βενιζέλου. Η άποψη των παλαιοκομματικων ελίτ, μεταξύ τους και οι Μεταξάς, Δραγούμης κ.ά., ήταν αντίθετη με τη συμμετοχή στον πόλεμο γιατί θεωρούσαν ότι ο πρωτεύων εχθρός ήταν οι Βούλγαροι και γενικά οι Σλαύοι…

Αυτή η διαφορά στρατηγικής αντίληψης, οφειλόταν στη διαφορετική εμπειρία των δύο ελίτ: των παλαιοκομματικών και των διαμορφωμένων από τις κρητικές επαναστάσεις.   Η εμπειρία της μόλις πρόσφατα απελευθερωμένης Κρήτης και η κατανόηση της διεθνούς ιστορικής συγκυρίας μέσω της εμπλοκής των μεγάλων δυνάμεων στο Κρητικό Ζήτημα, δημιούργησε στον Ελ. Βενιζέλο μια οπτική που ξεπερνούσε τα στενά ελλαδικά όρια.

Αντιθέτως οι παλαιοελλαδικές ελίτ ήταν εγκλωβισμένες στα στενά όρια του Βασιλείου και στα προσωπικά τους (εκλογικά και οικονομικά) συμφέροντα. Αν σ’ αυτά προσμετρήσουμε τα συμπλέγματα από την ήττα του 1897, μια φιλοοθωμανική αντίληψη που είχε καλλιεργηθεί από τον Ίωνα Δραγούμη καθώς και τη σύγκρουση με το βουλγαρικό εθνικισμό λόγω του Μακεδονικού Ζητήματος, καταλαβαίνουμε γιατί ήταν αρνητικοί στο να πάρουν μέρος στις βαλκανικές εξελίξεις του 1912.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους θα ακολουθήσει πολύ σύντομα (Αύγουστος 1914) ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η υλοποίηση της νεοτουρκικής πολιτικής για την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων, ο Εθνικός Διχασμός, η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο την τελευταία στιγμή (κυρίως το 1918) και η κατά συνέπεια ένταξή της στο στρατόπεδο των νικητών.

– Ποιες ήταν οι διεθνείς συνθήκες εκείνα τα χρόνια, ιδίως στην Εγγύς Ανατολή;

Η διεθνής κατάσταση χαρακτηρίστηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία έλαβε μέρος με την πρόθεση να αναιρέσει τα δυσμενή γι αυτήν αποτελέσματα των βαλκανικών πολέμων.

Η συμμετοχή των Νεότουρκων στον Πόλεμο στο πλευρό των Γερμανο-αυστριακών οδήγησε τις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις να αποφασίσουν τον οριστικό τερματισμό της φυσικής ύπαρξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό του εδάφους της στα εξ ων συνετέθη.

Η απουσία της Ελλάδα από τις εξελίξεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της φιλογερμανικής πολιτικής του βασιλικού κόμματος, επέφερε και την απουσία της από τις προβλέψεις των συμμάχων για τον μεταπολεμικό κόσμο. Οι μυστικές συμφωνίες μεταξύ των δυνάμεων που συναποτελούσαν την Αντάντ διαμόρφωσαν τις μεταξύ τους ισορροπίες και εδραίωσαν τις μεταπολεμικές τους προσδοκίες. Από τις χώρες που τελικά θα πάρουν μέρος στον πόλεμο η Ιταλία είχε εξαρχής αντιοθωμανική στάση λόγω της σύγκρουσης στην Λιβύη, την οποία έθεσε υπό τον έλεγχό της το 1911, όπως ακριβώς και τα Δωδεκάνησα. Η πρώτη σημαντική μυστική συμφωνία που αποκαλείται «Συμφωνία Κωνσταντινουπόλεως» έγινε τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1915 μεταξύ της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας.  Με βάση τη Συμφωνία αυτή μεταπολεμικά στη Ρωσία επιδικάζονταν η Κωνσταντινούπολη, τα Στενά και η Δυτική Θράκη. Αντίστοιχα η Βρετανία και η Γαλλία, μεταπολεμικά θα έπαιρναν εδαφικές ζώνες στην ασιατική Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και στις αραβικές της περιοχές.

Μια απολύτως ελληνικού ενδιαφέροντος πλευρά εκείνων των μυστικών διαπραγματεύσεων ήταν η πρόταση των Βρετανών για απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα έναντι της εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.  Στις 16 Οκτωβρίου 1915 (με το νέο ημερολόγιο) κατέθεσαν στη φιλομοναρχική κυβέρνηση Ζαΐμη πρόταση για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα για την ένταξη στην Αντάντ. Ήταν η ύστατη προσπάθεια των Βρετανών να αλλάξουν τη φιλογερμανική στάση δίνοντας ισχυρά κίνητρα. Η κυβέρνηση Ζαΐμη δημιουργήθηκε μετά τη δεύτερη παραίτηση Βενιζέλου (τον Σεπτέμβριο 1915). Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση. Έτσι χάθηκε η μοναδική ευκαιρία για την ένωση.

– Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, με τις τόσες αλλαγές και τα σκαμπανεβάσματα, έπαιξε φυσικά ρόλο. Ολέθριο;

Το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώθηκε τελεσιδίκως από την στρατιωτική ήττα του Αυγούστου του 1922. Αυτό που καθόρισε τις εξελίξεις ήταν η λανθασμένη και αναποτελεσματική διαχείριση της μικρασιατικής πρόκλησης από τις βασιλικές κυβερνήσεις μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920. Τότε, και με ελληνική ευθύνη άλλαξε προς το δυσμενέστερο το περιεχόμενο πολλών μεταβλητών που συγκροτούσαν την δύσκολη εξίσωση της μετάβασης στον μεταοθωμανικό κόσμο.

Τότε κατέρρευσε η διεθνής θέση της Ελλάδας με τη συνειδητή ρήξη που προκάλεσαν με την επαναφορά του μισητού στους συμμάχους Κωνσταντίνου Α΄. Κατάφεραν να μετατρέψουν μια διασυμμαχική επιχείρηση στη Μικρά Ασία σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Έδωσαν τα επιχειρήματα στους συμμάχους (κυρίως Ιταλία και Γαλλία) να απεμπλακούν από τη Συμμαχία και να αναζητήσουν την υπεράσπιση των οικονομικών τους συμφερόντων στην κεμαλική πλευρά, στην επικράτηση της οποίας επένδυε ήδη και η Σοβιετική Ρωσία του Λένιν. Την ίδια στάση κράτησαν και οι ΗΠΑ ενώ η Βρετανία παρέμεινε ως το τέλος στο πλευρό της Ελλάδας, με μια όμως αποστασιοποίηση.

Παράλληλα υποβαθμίστηκε πλήρως και η ποιότητα τόσο της πολιτικής όσο και της στρατιωτικής ηγεσίας. Η εκκαθάριση των εμπειροπόλεμων βενιζελικών αξιωματικών και η επαναφορά από την αποστρατεία  των φιλομοναρχικών οδήγησε σε πτώση του ελληνικού αξιόμαχου. Την ίδια στιγμή έδωσαν τον απαιτούμενο χρόνο στον Μουσταφά Κεμάλ να κατανικήσει τους σουλτανικούς, να οχυρώσει την Άγκυρα και να δημιουργήσει ένα αξιόμαχο στράτευμα. Η στρατιωτική πολιτική των βασιλικών ήταν απονενοημένη, τόσο με την εκστρατεία για την κατάληψη της Άγκυρας το καλοκαίρι του 1921 όπου χάθηκε ματαίως οι ανθός του ελληνικού στρατεύματος, όσο και με την κυριολεκτικά εγκατάλειψη του στρατεύματος επί ένα χρόνο περί το Αφιόν Καραχισάρ, ενώ στην Αθήνα καλλιεργούσαν την ψυχολογία του Οίκαδε.

Η συντριβή ήταν αναπόφευκτη. Και η έλλειψη οποιουδήποτε σχεδίου άμυνας γύρω από τη Σμύρνη προκάλεσε τις νομοθετικές παρεμβάσεις και τις πρωθυπουργικές εντολές να απαγορευτεί η έξοδος των Μικρασιατών Ελλήνων, ενώ ήταν γνωστό ότι θα επακολουθήσει σφαγή του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού από τους νικητές.

– Η συνθήκη των Σεβρών, εύθραυστη όπως οι  πορσελάνες Σεβρών (έτσι δεν συνηθίζεται να λέμε;) τι προέβλεπε; Ποια ήταν τα αδύναμα σημεία; 

Με τη Συνθήκη των Σεβρών η Ελλάδα έπαιρνε το ελάχιστο των διεκδικήσεών της. Αντί για όλη τη Δυτική Μικρά Ασία, ώστε να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του Αιγαίου, της αποδόθηκε μόνο μια περιοχή γύρω από τη Σμύρνη, ενώ ο Πόντος αγνοήθηκε πλήρως και μοιράστηκε μεταξύ της υπό δημιουργία Αρμενίας και του νέου Τουρκικού Κράτους.

Παράλληλα η Συνθήκη αυτή αποκαθιστούσε εθνικά τους Αρμένιους αλλά και τους Κούρδους. Ανταποκρινόταν δηλαδή σε αρκετό βαθμό στις πραγματικές εθνολογικές διαιρέσεις της οθωμανικής κοινωνίας.

Εύθραυστη δεν ήταν. Την θρυμμάτισε ο ελληνικός Εθνικός Διχασμός, εφόσον 1.5 μήνα μετά από την θριαμβευτική για τα ελληνικά συμφέροντα υπογραφή της, οι παλιοί φιλογερμανοί επανέρχονται δια των εκλογών στην εξουσία. Είχε προηγηθεί στις 30 Ιουλίου 1920, απόπειρα δολοφονίας στο Παρίσι του Ελευθερίου Βενιζέλου από δύο απότακτους μοναρχικούς αξιωματικούς. Ο απόλυτος εθνικός παραλογισμός!!! Η απόπειρα έγινε λίγες μέρες από την μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας: την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρων με την οποία η Ελλάδα έπαιρνε υπό όρους το Σαντζάκιο Σμύρνης και την Ανατολική Θράκη.

Η επιστροφή των παλιών φιλογερμανών στην εξουσία προκάλεσε σοκ στους συμμάχους, οι οποίοι σταμάτησαν κάθε διαδικασία έγκρισης της συνθήκης από τα εθνικά τους κοινοβούλια. Τις προϋποθέσεις για να μην εφαρμοστεί η Συνθήκη αυτή, έδωσαν οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, με τις οποίες επανήλθαν στην εξουσία οι παλιοί φιλογερμανοί που για δύο χρόνια (1915-1917) είχαν συγκρουστεί με τους συμμάχους (Αντάντ) και είχαν  αδρανοποιήσει  την Ελλάδα υποβαθμίζοντας την μεταπολεμική της θέση. Το προεκλογικό κλίμα στην Μικρά πλην Έντιμο  το διαμόρφωσε μια άτυπη συμμαχία των φανατικών Κωνσταντινικών και του νεαρού ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ).

Γι αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα και το νόθο δημοψήφισμα της 5ης Δεκεμβρίου για την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου,  η Πηνελόπη Δέλτα σημειώνει στο ημερολόγιό της (7 και 11 Δεκεμβρίου 1920):

«”Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε!’’ Πέρα, στην Μικρασία κάπου, σε μια σπηλιά όπου είχαν καταφύγει για να κρυφθούν από τους Τούρκους, βρέθηκαν τα πτώματα Ελλήνων, γυναικοπαίδων, σφαγμένα, πριονισμένα. Βρέθηκαν τα αιματωμένα πριόνια, τα κόκκαλα, οι σάρκες. ‘‘Έτσι θέλαμε, τον εφέραμε!’’…Και με τι δικαίωμα η άμορφη αυτή αγέλη ρίχνει στη σκλαβιά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Με τι δικαίωμα παραιτείται από ελληνικά μέρη; ‘‘Δεν τα θέλομε’’. Ποιος σας ρώτησε αν τους θέλετε; Και με τι δικαίωμα, Πλακιώτες στενόψυχοι, αποφασίζετε πως δεν θέλετε την ένωση της φυλής; (…) Έτσι για το κόμμα, για το πείσμα, αρνήθηκε (ο λαός της Ελλαδικής Ελλάδας) να μπει στην Πόλη, να λειτουργηθεί στην Αγιά Σοφία κι έχασε την περίσταση να ελευθερώσει τον Πόντο…».

Οι αντιβενιζελικοί χρεώνονται (και εν μέρει, αν και πολύ λιγότερο,  και οι τριτοδιεθνιστές του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ):

-την υποβάθμιση της Ελλάδας στο συμμαχικό στρατόπεδο λόγω της φιλογερμανικής ουδετερότητας (1915-1917),

-την υπονόμευση της συμμαχικής επιχείρησης των Δαρδανελλίων το 1915 (και άρα την παράταση του πολέμου, την ολοκλήρωση των Γενοκτονιων και την κοινωνική κατάρρευση της Ρωσίας που έφερε τις επαναστάσεις το 1917),

-την μη αποδοχή της πρότασης των Βρετανών για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα (Σεπτέμβριος 1915),

-την ανοχή στη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και Αρμενίων) από τους Νεότουρκους,

-την καλλιέργεια αντιπολεμικών ψευδαισθήσεων στους ψηφοφόρους την παραμονή των μοιραίων εκλογών της 1ης Νοεμβρίου1920 και τη συμμετοχή σε αντιπολεμικές προεκλογικές συγκεντρώσεις με το ΣΕΚΕ,

-την συνειδητή διπλωματική υποβάθμιση της Ελλάδας μετά το Νοέμβριο του 1920,

-την διευκόλυνση σε Ιταλούς και Γάλλους να ακυρώσουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις και να συνάψουν συμφωνία με τον Κεμάλ,-την εν γνώσει τους υπονόμευση της προσπάθειας με την μείωση του αξιόμαχου στο μικρασιατικό μέτωπο μέσω της πελατειακής πολιτικής που ακολουθήθηκε,

-την ανάθεση σε μειωμένης ικανότητας στρατιωτικές ηγεσίες να διαχειριστούν τη σύγκρουση με τους Κεμαλιστές,

-την εξαπάτηση του πληθυσμού μετά τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο-Μάρτιο 1921 όταν συνειδητοποίησαν τις συνέπειες της πολιτικής τους (τα γράφει ο Μεταξάς στο Ημερολόγιο),

-την πρόκληση της δεύτερης φάσης της γενοκτονίας στον Πόντο μετά την δημόσια ανακοίνωση ότι θα στείλουν στρατό εκεί χωρίς να έχουν το παραμικρό τέτοιο σχέδιο,

-την επιβολή έμμεσης δικτατορίας στην Ελλάδα προς τους διαφωνούντες, με συμβολικότερο σημείο τη δολοφονία του Ανδρέα Καβαφάκη,

– την οργάνωση, χωρίς συμμάχους πλέον, της αποτυχημένης εκστρατείας για κατάληψη της Άγκυρας τον Αύγουστο του 1921,

-την μη οχύρωση της Σμύρνης κατά το πρότυπο που ο Κεμάλ οχύρωσε την αφύλακτη και εκτεθειμένη Άγκυρα,

-την εγκατάλειψη επί ένα χρόνο του ελληνικού στρατού να σαπίζει στα βάθη της Ανατολής περιμένοντας το μοιραίο,

-την νομοθετική απαγόρευση Ποντίων και Μικρασιατών για είσοδο στην Ελλάδα,

-την εντολή Πρωτοπαπαδάκη 5 ημέρες πριν εισβάλουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη για πλήρη απαγόρευση Εξόδου (στοίχισε 100-160.000 Έλληνες ομήρους εκ των οποίων διασώθηκαν οι 16.000),

– την διαπαντός υποβάθμιση της Ελλάδας στην Εγγύς Ανατολή και τη δημιουργία της σύγχρονης εθνικιστικής Τουρκίας…

κ.λπ….

– Η συνθήκη της Λωζάννης, αυτή που έβαλε το τέλος στο όνειρο και το όραμα, τι όριζε – και ορίζει ακόμη, αφού ισχύει μέχρι τώρα;

Μετά τη στρατιωτική συντριβή των Ελλήνων και την ανακωχή των Μουδανιών που συμπεριέλαβε την απόδοση της Ανατολικής Θράκης στους κεμαλικούς, η Βρετανία και η Γαλλία δια του λόρδου Curzon (Κώρζον) και του Γάλλου πρωθυπουργού Poincare (Πουανκαρέ) συμφώνησαν να συνέλθει μια συνδιάσκεψη ειρήνης. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου (20 με το νέο ημερολόγιο) άρχισαν οι εργασίες στη Λωζάννη. Ο λόρδος Κώρζον επέμεινε ότι η Ιταλία και η Γαλλία θα έπρεπε να έλθουν σε μια συμφωνία με την Βρετανία σε όλα τα θέματα που έθετε η ατζέντα, και στις 18 Νοεμβρίου 1922, οι τρείς χώρες έφθασαν σε μια συμφωνία πάνω στις βασικές αρχές οι οποίες θα επρόκειτο να είναι οδηγός των συζητήσεων στη διάσκεψη.

Στη συνδιάσκεψη κλήθηκαν όλες οι νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καθώς και η Ελλάδα και η Τουρκία. Από την τουρκική πλευρά κλήθηκε και η σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, την Οθωμανική Αυτοκρατορία εκπροσώπησε στη Συνδιάσκεψη μόνο η εθνικιστική κεμαλική πλευρά.

Τα κύρια θέματα που απασχολούσαν τη συνδιάσκεψη δεν ήταν τα ελληνοτουρκικά. Με τα 143 άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης που υπογράφτηκε, καθώς και στα 17 κείμενα που συμπεριέλαβε και αφορούσαν συμβάσεις, πρωτόκολλα και δηλώσεις, ρυθμίστηκαν θέματα όπως το καθεστώς των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, το πρόβλημα των Οθωμανικών χρεών, την εξασφάλιση οικονομικών παραχωρήσεων στην μεταοθωμανικη Τουρκία όπως ήταν προ των Βαλκανικών Πολέμων, την αποδοχή ότι τα νότια εδάφη είχαν πλέον οριστικά αποκοπεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τον τελικό καθορισμό των τουρκικών συνόρων.

Με το άρθρο 20 της Συνθήκης, η κεμαλική Τουρκία παραιτούνταν από κάθε δικαίωμα επί της Κύπρου και αναγνώριζε την προσάρτηση στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία δύο χρόνια αργότερα την κηρύσσει αποικία του Στέμματος. Έτσι οι Τούρκοι αποδέχτηκαν οριστικά την μονομερή προσάρτηση του νησιού που είχαν προχωρήσει οι Βρετανοί με αφορμή τη συμμετοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Με το άρθρο 14 αποφασίζεται η επιστροφή στην Τουρκία της Ίμβρου και της Τενέδου, αλλά με αυτονομία. Επίσης ενσωματώνεται στη Συνθήκη το Πρωτόκολλο του Ιανουαρίου του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για υποχρεωτική ανταλλαγή προσώπων και περιουσιών μεταξύ των δύο χωρών.

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλυσαν οριστικά το «αγκάθι» των ελληνοτουρκικών διαφορών και ξεκαθάρισαν τα μεταξύ τους συμφέροντα. Η περιοχή του βρετανικού ενδιαφέροντος ήταν πλέον το Σουέζ, η Παλαιστίνη, η Ιορδανία και το Ιράκ ενώ τα γαλλικά ενδιαφέροντα περιορίστηκαν στην Ευρώπη, τον Λίβανο και τη Συρία. Η Ελλάδα και η Τουρκία επικεντρώθηκαν εφεξής στην ανασυγκρότηση των περιοχών που τους επιδικάστηκαν τελεσίδικα, διαμορφώνοντας εξωτερική πολιτική που αντιστοιχούσε στα κρατικά τους συμφέροντα.  Ο Τούρκος ιστορικός Faik Resit Unat θεωρεί την συνθήκη της Λωζάννης ως «τεράστια επιτυχία του Κεμάλ…»

– Πρόσφυγες στη μητριά – πατρίδα. Πώς προσεγγίσατε αυτό το ζήτημα;

Με την πλήρη εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάννης, διαμορφώθηκε η τελική μορφή της περιοχής τόσο σε γεωπολιτικό όσο και σε πληθυσμιακό επίπεδο. Η Ελλάδα και η Τουρκία απέκτησαν μια σχετική ομοιογένεια εκδιώκοντας τις «ανεπιθύμητες» κοινότητες. Στην Ελλάδα θα καταφύγουν ως πρόσφυγες, είτε προ της υπογραφής της Συνθήκης είτε μετά, περίπου 1.500.000 εκατομμύριο πρόσφυγες από Μικρά Ασία (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία, Κιλικία, Πισιδία) και Ανατολική Θράκη. Σύμφωνα με μια έκθεση της Near Est Relief (N.E.R.) του Ιανουαρίου του 1924, από αυτούς είχαν χάσει τη ζωή τους από τις άθλιες συνθήκες ζωής κατά την πρώτη περίοδο άφιξης στην Ελλάδα περί τα 225.000 άτομα. H Ν.Ε.R. θεωρούσε ότι εκείνη τη στιγμή στην Ελλάδα υπήρχαν 1.275.000 πρόσφυγες οι οποίοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες.  Είναι γνωστή η απογραφή του 1928, η οποία θεωρείται και ως βάση υπολογισμού του προσφυγικού πληθυσμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με αυτή την απογραφή οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.221.849 άτομα. Στον αριθμό αυτόν βεβαίως συμπεριλαμβάνονται και τα παιδιά των προσφύγων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα έως τη στιγμή της απογραφής.

Η ελλαδική κοινωνία λόγω του  σκληρού Εθνικού Διχασμού είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών και απ’ την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη και του Ι. Μεταξά οργάνωναν πογκρόμ κατά των Μικρασιατών προσφύγων του πρώτου διωγμού (1914-1918), ως βενιζελικών.  Σε  Ψήφισμα της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, στο άρθρο 7 απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλαδος στα οποία και ανακοινώνει «να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών…» Για τους βασιλικούς οι πρόσφυγες ήταν «οι ελληνόφωνοι ξενόδουλοι και ξενόπληκτοι πρόσφυγες.»

Μετά το 1922 και την ολοκλήρωση της Ανταλλαγής των πληθυσμών το προσφυγικό ζήτημα πήρε και άλλες εκφράσεις. Στην ένταση της αντιπαράθεσης συνέβαλε ο ανταγωνισμός για τη διεκδίκηση της λεγόμενης Ανταλλάξιμης Περιουσίας. Η αναχώρηση των μουσουλμάνων από τις περιοχές της Μακεδονίας, της Κρήτης, των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, τον Έβρο, την Ήπειρο επέτρεψε την αξιοποίηση των γαιών που αυτοί κατείχαν. Μεγάλο μέρος αυτής της γης ήταν ακαλλιέργητο. Οι γηγενείς της υπαίθρου θα ανταγωνιστούν τους πρόσφυγες προσπαθώντας  να καταπατήσουν τα Ανταλλάξιμα κτήματα. Παρότι οι πρόσφυγες που έτυχαν αγροτικής αποκατάστασης βρέθηκαν σε καλύτερη θέση από τους αστούς πρόσφυγες, εν τούτοις στην αρχή της εγκατάστασης αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα.

Καθοριστική ήταν η παρουσία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) η οποία δημιουργήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Με την εγγύηση της οποίας έγιναν τα εξωτερικά δάνεια που συνέβαλαν αποφασιστικά στην όποια επιτυχία της προσφυγικής πολιτικής. Τα ποσά που διατέθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων από το 1922 έως το 1932, διακρίνονταν στα του κρατικού προϋπολογισμού και στα των εξωτερικών και εσωτερικών δανείων.

Η πολιτική της ΕΑΠ απέβλεπε στη δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών. Οι κοινοτικοί προσφυγικοί πυρήνες αποτελούνταν από τουλάχιστον δέκα οικογένειες, οι οποίες εξέλεγαν ένα συμβούλιο το οποίο υπέγραφε ένα συμβόλαιο παραχώρησης καλλιεργήσιμης γης με το Γραφείο Εποικισμού. Παράλληλα υπήρχε η πρόβλεψη παροχής στέγης και ρυθμιζόταν η χρέωση των παραχωρούμενων γαιών, οικιών, εργαλείων, ζώων και σπόρων, καθώς και ενός αρχικού ποσού για την έναρξη της καλλιέργειας. Υπήρξε επίσης μέριμνα για την αποκατάσταση προσφύγων κτηνοτρόφων με την παραχώρηση γαιών για τη βόσκηση των ζώων. Όλες αυτές οι παροχές χρεώθηκαν στους πρόσφυγες, οι οποίοι βαθμιαία τις αποπλήρωσαν.

Μέσα σε μια δεκαετία από το 1922, οι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει στο κράτος υπό την μορφή των φόρων, ότι κόστος είχαν για τον κρατικό προϋπολογισμό οι προσπάθειες αποκατάστασής τους. Από τα 11 δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό, οι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει έως  το 1932 τα 10,5 δις. υπό την μορφή των πάσης φύσεως φόρων και 500 εκατομμύρια ως εξόφληση των προσωπικών τους χρεών προς το δημόσιο. Ο Αντ. Δαμασκηνίδης, οικονομολόγος, καθηγητής στο ΑΠΘ και συγγραφέας του κλασικού έργο Εισαγωγή στην οικονομική επιστήμη  σε άρθρο του αναφέρει: «Το συμπέρασμα εκ της συντόμου συγκρίσεως των ποσών τα οποία εδαπάνησε το κράτος δια την αποκατάστασιν των ομογενών εκ Μικράς Ασίας, Πόντου και Ανατολικής Θράκης και των ποσών που εισέπραξεν εξ αυτών υπό μορφή φόρων είναι ό,τι αι εισπράξεις αυτού εκάλυψαν τας δαπάνας του εντός της πρώτης δεκαετίας από της Μικρασιατικής Καταστροφής.»

– Από τις ιδιαιτερότητες  με τους πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ ποιες ήταν οι μεγαλύτερες; 

Ένα από τα λιγότερα γνωστά θέματα της Μικρασιατικής Καταστροφής είναι οι Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Ρωσία. Το κύμα αυτό -που εντάσσεται στο προσφυγικό, όπως αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης- ξεκίνησε το 1912 με την πρώτη όξυνση των διεθνοτικών σχέσεων λόγω της εθνικιστικής πολιτικής των Νεότουρκων. Ειδικά μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων η πίεση κατά του ελληνορθόδοξου πληθυσμού έγινε εντονότερη. Μεγάλη έκταση όμως έλαβε από το 1916, όταν ξεκίνησε η εφαρμογή ενός σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης. Τα γεγονότα στον Πόντο θα καθοριστούν εν πολλοίς από την ρωσο-τουρκική σύγκρουση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  Η κατάληψη του Ανατολικού Πόντου τον Απρίλιο του 1916 από το ρωσικό στρατό θα εντείνει τις διώξεις στις περιοχές του Δυτικού Πόντου. Τα ρωσικά στρατεύματα που είχαν κατανικήσει τα νεοτουρκικά, κατέλαβαν μόνο τον Ανατολικό Πόντο (καθώς και τις επαρχίες του Βαν, Μπιτλίς και Ερζερούμ) και εκεί σταμάτησαν την προέλαση, αφήνοντας στο έλεος της εθνικιστικής βίας των Νεότουρκων τις πολυάνθρωπες ελληνικές κοινότητες του Δυτικού Πόντου.

Περίπου 150.000 Έλληνες πρόσφυγες από τον Ανατολικό Πόντο και το Νότιο Καύκασο κατέφυγαν στη σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο Ρωσία. Για την περίθαλψή τους η κυβέρνηση Βενιζέλου απέστειλε στις περιοχές αυτές αποστολή υπό τον Νίκο Καζαντζάκη. Υπήρχε μεγάλη τάση αναχώρησης για την Ελλάδα, η οποία συνεχίστηκε και μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και την πολιτειακή αλλαγή που συνέβη στην Ελλάδα.   Αυτό το κύμα προσφύγων επιχείρησε να ανακόψει η μοναρχική κυβέρνηση Γούναρη-Πρωτοπαπαδάκη με μια νομοθετική πράξη (νόμος 2870/1922). Ο Νόμος 2870/1922 ψηφίστηκε τον Ιούλιο, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου και  προέβλεπε αυστηρές πειθαρχικές και χρηματικές ποινές, στην περίπτωση σύλληψης πλοίων που θα μετέφεραν πληθυσμό. Ο νόμος θα εφαρμοστεί ένα μήνα αργότερα κατά του άμαχου μικρασιατικού πληθυσμού που επιχειρούσε να διαφύγει από την Ιωνία, γνωρίζοντας τη μεταχείριση που του επιφύλασσαν οι νικητές κεμαλικοί.

Τελικά μεγάλο μέρος των Ελλήνων προσφύγων που είχαν καταφύγει στη σοβιετική πλέον Ρωσία δεν θα μπορέσει να φτάσει στην Ελλάδα, παρότι συμπεριλαμβάνονταν στη Συνθήκη Ανταλλαγής των Πληθυσμών. Μια από τις αιτίες ήταν ότι από το 1928 η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευσε την ομαδική τους άφιξη στην Ελλάδα με το επιχείρημα ότι ήταν ύποπτοι κομμουνιστικών ιδεών. Έτσι μεγάλοι πληθυσμοί Ελλήνων προσφύγων εγκλωβίστηκαν στην ΕΣΣΔ και αντιμετωπίστηκαν ως ύποπτος εχθρικός πληθυσμός κατά την εποχή των σταλινικών διώξεων.

– Τελικά τι έφταιξε για το ξερίζωμα του ελληνισμού από την κοίτη της Ιωνίας και από τον Πόντο;

Η απάντηση νομίζω ότι είναι πολύ απλή: Στην πλέον κρίσιμη στιγμή, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που διαμορφωνόταν η νέα μεταοθωμανική κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή, οι Έλληνες ήταν διχασμένοι, με αντιδιαμετρικές στρατηγικές, που διαμόρφωσαν τις συνθήκες για την ήττα. Μια ήττα που δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη, ούτε νομοτελειακή. Εξαιρετικά αυτό το αποτυπώνει ο ο σημαντικός Βρετανός ιστορικός  Douglas Dakin στο έργο του «Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» (Αθήνα, εκδ. ΜΙΕΤ, 2012):  «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις, που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστροφική ήττα».

Μια ενδιαφέρουσα απάντηση στο ερώτημα του Dakin έδωσε ο Αμερικανός συγγραφέας Ερνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Miller Hemingway), ο οποίος τότε απαρακολύθησε εκ του σύνεγγυς τα γεγονότα ως ανταποκριτής της εφημερίδας The Toronto Daily Star:

«Οι Ελληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και, σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από τον στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Αγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.

Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία, όλοι οι Ελληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερες θέσεις. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ηταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια τουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».

– Γιατί ούτε και σήμερα ακόμη η επίσημη Ελλάδα δεν θέλει να θυμάται ούτε το πρόβλημα (ενώ θα έπρεπε να βγάλουμε συμπεράσματα) ούτε τον τεράστιο πολιτισμό των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και τον Πόντο;

Η μικρασιατική τραγωδία εξοβελίστηκε από τη συλλογική μνήμη λόγω των πολύ συγκεκριμένων επιλογών των ελίτ. Κατ’ αρχάς δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις (αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα και ΚΚΕ) την κρίσιμη περίοδο είχαν λειτουργήσει με αρνητικό τρόπο στη διαχείριση των μεγάλων ευκαιριών που προέκυψαν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η παραγνώριση των γεγονότων από τον βασιλικό Τύπο είχε οδηγήσει στην υποτίμηση των γεγονότων στη Μικρά Ασία. Ακόμα και η καταστροφή της Σμύρνης λίγο μόνο συγκίνησε τους πολίτες. Ο φιλοβασιλικός δημοσιογράφος Κωνσταντίνος Φαλτάιτς στο ημερολόγιό του σημειώνει: «…Το άγγελμα της μεγάλης σφαγής (σ.τ.σ. της Σμύρνης) διαδίδεται τώρα τας πρώτας βραδυνάς ώρας στας Αθήνας…. Τα θέατρα σήμερα τη νύχτα είναι και πάλι ανοιχτά και παίζουν. Ο κόσμος στο θέατρο της Κυβέλης γελά και η μουσική χτυπά εύθυμα τραγουδάκια. Μπήκα μέσα να δω την ψυχαγωγία του κόσμου και έφυγα αηδιασμένος…»

Στη συνέχεια οι βασιλικοί ακολούθησαν μια σκληρή πολιτική κατά των προσφύγων.

Οι βενιζελικοί όντως ανέδειξαν τα γεγονότα θεσπίζοντας την 9η Σεπτεμβρίου, ημέρα κατάληψης της Σμύρνης από τους Κεμαλιστές, ως ημέρα μνήμης καθ’ όλη την δεκαετία του ’20. Όμως από το 1930 λόγω της στροφής της εξωτερικής πολιτικής προς την ελληνοτουρκική συνεννόηση και συμφιλίωση, η στάση τους προς την προσφυγική μνήμη συνταυτίστηκε με τους δύο άλλους πολιτικούς τους αντιπάλους.

Ακριβώς γι αυτό μόνο κατά την Μεταπολίτευση βλέπουμε να εμφανίζεται ένα κίνημα προσφυγικής Μνήμης, το οποίο ιδεολογικά διεμβόλισε όλες τις παραδοσιακές ερμηνείες και διεκδίκησε την ενσωμάτωση την μνήμης των προσφύγων του 1922 στη συλλογική εθνική μνήμη. Ως αποτέλεσμα αυτού του κινήματος θεσπίστηκαν οι δύο ημέρες μνήμης για τη γενοκτονία που υπέστησαν οι ελληνικοί πληθυσμοί από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλιστές (19 Μαΐου για τον Πόντο-14 Σεπτεμβρίου για το σύνολο της Μικράς Ασίας).

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ