«Την ημέρα του τρόμου», την 21η Ιουλίου 365 μ.Χ. ένα τσουνάμι συνεπεία σεισμού χτύπησε και κατέστρεψε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Προφανώς και μέρος των Πτολεμαϊκών ανακτόρων. Εκεί εντόπισε στρώμα καταστροφής με κοχύλια, οστά ψαριών και άλλα ευρήματα, η Ελληνίδα αρχαιολόγος Καλλιόπη Λιμναίου- Παπακώστα. Τα αποτελέσματα της μελέτης της από αυτή την έρευνα, ανάρτησε μόλις στο Academia-edu με τον τίτλο «ARCHAEOLOGICAL EVIDENCE OF THE TSUNAMI OF 365 AD IN ALEXANDRIA-EGYPT». Πρόκειται για την πρώτη και μοναδική μέχρι στιγμής ένδειξη ότι το τσουνάμι υπήρξε.
Κατακαλόκαιρο, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην οποία ανήκε και η Αίγυπτος και η 21η Ιουλίου ξημερώνει. Τότε έγινε ένας μεγα-σεισμός, κάπου στην Κρήτη. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τα νερά αρχικά υποχώρησαν και έτσι κάτοικοι της πόλης πήγαν να μαζέψουν ψάρια. Τότε επέστρεψαν με τόσο μεγάλη ορμή ώστε μετέφεραν μεγάλα πλοία στις οροφές σπιτιών, ενώ άλλα πλοία βρέθηκαν σχεδόν τρία χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Η καταστροφή που προκλήθηκε στην Αλεξάνδρεια ήταν τέτοια, ώστε η ημερομηνία του σεισμού αναφερόταν μέχρι τα τέλη του 6-ου αιώνα ως η «ημέρα του τρόμου».
Η κα Λιμναίου – Παπακώστα σκάβει στους κήπους του Σαλαλάτ, σε περιοχή που, όπως έχει πει, ήταν τα ανάκτορα των Πτολεμαίων. Μάλιστα τις μέρες αυτές πρόκειται να πάει εκεί, για τη συνέχιση της ανασκαφής.
Ο Αμμιανός Μαρκελίνος, όπως σημειώνει, έχει δώσει ακριβή περιγραφή του φαινομένου. Αφηγείται πως εκείνη τη μέρα, που ήταν ηλιόλουστη, εμφανίστηκαν κεραυνοί και βροντές, κι έπειτα η γη σείστηκε από μεγάλο σεισμό, που έστειλε τη θάλασσα πολύ πιο μέσα από την ακτογραμμή. Με αυτό τον τρόπο εμφανίστηκαν θαλάσσια πλάσματα «που δεν τα έχουμε ξαναδεί». Πολλά πλοία ήταν καθηλωμένα στη στεριά και μετά, η θάλασσα επέστρεψε με μεγάλο θόρυβο, ισοπέδωσε αμέτρητα κτίρια, πολλοί άνθρωποι πνίγηκαν και μεγάλος αριθμός πλοίων έφτασαν στην κορυφή των κτιρίων της Αλεξάνδρειας.
Το αρχαιολογικό έργο της Ελληνίδας αρχαιολόγου στους κήπους Shallalat της Αλεξάνδρειας ξεκίνησε στο 2007, μέσω του Ελληνικού Ινστιτούτου Ερευνών Αλεξανδρινού Πολιτισμού. Διενεργήθηκε γεωφυσική έρευνα σε συνεργασία με το Εθνικό Ερευνητικό Ινστιτούτο Αστρονομίας και Γεωφυσικής (NRIAG). Η περιοχή επελέγη λόγω της τοπογραφίας της αρχαίας πόλης. Όπως σημειώνει, εκεί «ήταν μέρος της Βασιλικής Συνοικίας και δεν είχε ανασκαφεί ποτέ πριν.» Επίσης, δεν είχε υπερκείμενα κτήρια.
«Δυστυχώς αντιμετωπίσαμε σημαντικές δυσκολίες όπως οι τεράστιες ποσότητες σύγχρονων μπάζων και κυρίως ο υδροφόρος ορίζοντας που εμφανίζεται σε βάθος 7,5μ» αναφέρει η κα Παπακώστα. «Παρ’ όλα αυτά τα εμπόδια, καταφέραμε να αποκαλύψουμε τη βάση θεμελίωσης μνημειώδους δημόσιου κτηρίου 41,5Χ34 τ.μ που περιβάλλεται από έναν περίβολο, κοντά στην κύρια πλατεία οδό της αρχαίας Αλεξάνδρειας, στα βόρεια της αρχαίας Κανωπικής οδού.
Η κατασκευή της βάσης αυτού του κτιρίου αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές ασβεστολιθικών πλίνθων και μεταξύ τους υπάρχει γέμιση με τεράστια ποσότητα μικρών τεμαχίων ασβεστόλιθου. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος έχουν πλάτος 3,5 μέτρα, ύψος 2,0 μέτρα, ενώ ο ανατολικός και ο δυτικός έχουν πλάτος 5,5μ και ύψος 2,0μ. Όλη αυτή η κατασκευή που αποκαλύφθηκε, πιθανώς ήταν η βάση θεμελίωσης μνημειώδους δημόσιου κτηρίου.. Η ταυτότητά του είναι ακόμα άγνωστη αλλά σίγουρα, ήταν ένα από τα διάσημα κτίρια που περιγράφει ο Στράβων στο εσωτερικό της Βασιλικής Συνοικίας.»
Κατά τη διάρκεια μιας γεωλογικής/αρχαιολογικής έρευνας, οι επιστήμονες αποκάλυψαν, στα νότια του κτίριο, κάτω από τις μαύρες πέτρες της επιφάνειας του ρωμαϊκού δρόμου (4ου αι. μ.Χ. ) ένα στρώμα καταστροφής. Σύμφωνα με την κα Παπακώστα, «σε αυτό το στρώμα, βρέθηκαν οστά μεγάλων ψαριών, κογχυλιών, ακόμη και κομμάτια κοραλλιογενούς υφάλου».
Η ανάλυση με ραδιενεργό άνθρακα- 14 χρονολογεί το στρώμα μεταξύ 326 και424 μ.Χ. Η Καλλιόπη Λιμναίου- Παπακώστα θεωρεί πως σχετίζεται με την ημερομηνία του τσουνάμι του 365 μ.Χ., σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές και ιδιαίτερα τον Αμμιανό Μαρκελίνο. «Το γεγονός ότι το στρώμα καταστροφής βρίσκεται σε απόσταση έξι μέτρων από το κτήριο, εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο καταστράφηκε αυτή κατασκευή. Τα κύματα της θάλασσας, σίγουρα, πέρασαν πάνω από το μνημειακό κτήριο και το κατεδάφισαν. Η απόσταση αυτής της τοποθεσίας από τη θάλασσα είναι περίπου 800μ. Σίγουρα, κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. η απόσταση θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η σύγχρονη ακτογραμμή καταβυθίστηκε στους πρόσφατους αιώνες.»
Αυτό το εύρημα είναι σημαντικό, επειδή είναι το πρώτο και μοναδικό στρώμα καταστροφής που έχει βρεθεί στην πόλη και μπορεί να σχετιστεί με το τσουνάμι του365 μ.Χ. Το τσουνάμι προξένησε μεγάλες καταρρεύσεις και χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν. Τσουνάμι είχαμε και σε προηγούμενους αιώνες. ιδιαίτερα εκείνο του 272 μ.Χ., κατά τον πόλεμο μεταξύ Αυρηλιανού και Ζηνοβίας, κατέστρεψε τα περισσότεροι από τα κτήρια και μνημεία της Βασιλικής Συνοικίας. Αυτή η αποκάλυψη «υπογραμμίζει την ευπάθεια των αιγυπτιακών ακτών σε τέτοιες φυσικές καταστροφές στο παρελθόν. Αυτό τονίζει την ανάγκη για ενδελεχή μελέτη και προληπτικά μέτρα για τον μετριασμό μελλοντικών περιστατικών» αναφέρει η Ελληνίδα αρχαιολόγος.
Σύμφωνα με τα δεδομένα που υπάρχουν, ο σεισμός του 365 είχε επίκεντρο κοντά στις ακτές της δυτικής Κρήτης. Το μέγεθός του υπολογίζεται ανάμεσα στα 8,3 και 8,7 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, γεγονός που τον κατατάσσει ως τον ισχυρότερο σεισμό που έχει καταγραφεί στη Μεσόγειο. Προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στην κεντρική και νότια Ελλάδα, στη Λιβύη, στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο, ενώ γκρεμίστηκαν σχεδόν όλες οι πόλεις της Κρήτης.
Ακολούθησε το τσουνάμι, που προξένησε καταστροφές σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στο Δέλτα του Νείλου και την Αλεξάνδρεια όπου σκότωσε χιλιάδες και έφτασε σχεδόν 3 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Επίσης προκάλεσε την ανύψωση της δυτικής Κρήτης μέχρι και 9 μέτρα. Νείλου. Στη νοτιοδυτική Κρήτη τα κύματα από το σεισμό υπολογίζεται ότι είχαν ύψος 12 μέτρων.
Αναλυτικά ο Μαρκελλίνος αναφέρει:
«Tρομερή καταστροφή ξέσπασε ξαφνικά σ’ ολόκληρο τον (τότε γνωστό) κόσμο, παρόμοια της οποίας δεν βρίσκει κανείς πουθενά, ούτε στους θρύλους ούτε στα αληθινά ιστορικά γεγονότα. Λίγο μετά το πρώτο φως της αυγής, αφού προηγήθηκαν βροντές και αστραπές, ολόκληρη η Γη συνταράχθηκε. Η θάλασσα αποσύρθηκε και τα νερά της τραβήχτηκαν σε τέτοια έκταση ώστε ο βυθός της αποκαλύφθηκε. Μπορούσε, έτσι, κανείς να δει χωμένα βαθιά στη λάσπη πολλά θαλάσσια όντα και πολλές οροσειρές και κοιλάδες που, ενώ ήταν πάντοτε σκεπασμένες με νερό, έγιναν ορατές καθώς έπεφταν πάνω τους για πρώτη φορά οι ακτίνες του ήλιου. Πολλά πλοία εξώκειλαν και πολλοί άνθρωποι περιπλανώνταν στα λίγα νερά που έμειναν μαζεύοντας ψάρια και άλλα θαλάσσια όντα, αλλά τα θαλάσσια κύματα επανήλθαν υπερυψωμένα και όρμησαν πάνω στα αβαθή νερά, στα νησιά και σε εκτεταμένες στεριές ισοπεδώνοντας πολλά κτίρια ή οτιδήποτε συναντούσαν στο δρόμο τους. Τεράστιες ποσότητες νερού φόνευσαν, κατά την επιστροφή τους, πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Όταν η μανία των νερών κόπασε, φάνηκαν μερικά κατεστραμμένα πλοία και πτώματα ναυαγών. Μερικά μεγάλα πλοία είχαν εκσφενδονιστεί από το κύμα στις στέγες σπιτιών, όπως συνέβη στην Αλεξάνδρεια, και άλλα σε απόσταση μέχρι δύο μίλια μέσα στην ξηρά.
Η καταστροφή που προκλήθηκε στην Αλεξάνδρεια ήταν τέτοια, ώστε η ημερομηνία του σεισμού αναφερόταν μέχρι τα τέλη του 6-ου αιώνα ως η «ημέρα του τρόμου».
Πρόσφατη μελέτη Ελβετών, Γερμανών και Αμερικανών επιστημόνων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Ένωσης Γεωφυσικής τοποθετεί το επίκεντρο του σεισμού δυτικά της Γαύδου, στο σημείο βύθισης της αφρικανικής πλάκας κάτω από το φλοιό του Αιγαίου. Αλλες εκτιμήσεις Ελλήνων γεωλόγων τοποθετούν το ρήγμα του καταστροφικού σεισμού από το ρήγμα της Φαλάσαρνας έως τη ρηξιγενή ζώνη των Σφακίων, που θα μπορούσε να έχει δώσει τέτοια μεγέθη σεισμών.