today-is-a-good-day
12.3 C
Athens

Η εμβληματική Μονή της Χώρας, στην Πόλη, θα λειτουργήσει και πάλι ως τζαμί τον Μάιο

Τον Μάιο, ώστε να συνδέεται και με την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, θα λειτουργήσει ως τζαμί η Μονή της Χώρας, γνωστή ως Kariye. Το περικαλλές μνημείο, γεμάτο βυζαντινά ψηφιδωτά, μετατράπηκε σε τζαμί ύστερα από την Αλωση, (συγκεκριμένα το 1511) και το 1945 έγινε μουσείο. Όμως, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής να επαναλειτουργούν ως τζαμιά μεγάλα θρησκευτικά μνημεία της Ορθοδοξίας, ελήφθη η απόφαση και είχε ανακοινωθεί  τον Αύγουστο του 2020, μαζί με τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας, η οποία επίσης λειτουργούσε ως μουσείο.

Οι εργασίες αποκατάστασης που γίνονταν τα τελευταία χρόνια στη Μονή της Χώρας ολοκληρώνονται πλέον, και το κτήριο, το οποίο ανήκει στη Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού θα ανοίξει και πάλι τον Μάιο. Παρά και τις διαμαρτυρίες της UNESCO, στον κατάλογο της οποίας ανήκει. Χθεσινές πληροφορίες ήθελαν αρχικά το άνοιγμα να τοποθετείται την Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου, αλλά διαψεύστηκαν από το αρμόδιο υπουργείο.

Δυστυχώς δεν ελήφθη υπόψιν η κακή εμπειρία που αποκτήθηκε από την Αγία Σοφία. Ετσι, και εδώ τα δάπεδα θα καλυφθούν από παχύ χαλί, το οποίο διευκολύνει μεν την προσευχή των πιστών, αλλά δημιουργεί τεράστια προβλήματα στο κτήριο. Διότι, η υγρασία από τα ανθρώπινα σώματα συγκεντρώνεται και περνά στα ιστορικά πατώματα, φθείροντάς τα.

Ποια θα είναι η τύχη των μοναδικών ψηφιδωτών και τοιχογραφιών που υπάρχουν εκεί, με εκκλησιαστικά θέματα της Ορθοδοξίας; Ουδείς γνωρίζει. Στην Αγία Σοφία καλύφθηκαν με πετάσματα. Εκτός από την αισθητική βλάβη, δημιουργήθηκε και βλάβη στα κονιάματα, εφόσον σκληρά στοιχεία εφαρμόστηκαν επί αυτών ώστε να κρατούν τα πετάσματα. Είναι γνωστό πως το Ισλάμ δεν επιτρέπει την παράσταση μορφών.

Το τουρκικό ICOMOS, (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών) έχει εκφράσει αρνητική άποψη για τη μετατροπή του μνημείου σε τζαμί. Όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, «Η Μονή της Χώρας είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα δείγματα υστεροβυζαντινής τέχνης στον κόσμο, με την αυθεντική αρχιτεκτονική, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα. Άρχισε να χρησιμοποιείται ως τζαμί από το 1511. Κατά την Οθωμανική περίοδο, τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες διατηρήθηκαν ως είχαν και παραδόθηκαν στις επόμενες γενιές χωρίς καμία παρέμβαση.

Οι ιστορικές περιοχές της Κωνσταντινούπολης, συμπεριλαμβανομένης της Μονής της Χώρας , καταγράφηκαν στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1985, ως ένα από τα πρώτα μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς της Τουρκίας που συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο. Το Kariye, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από το 1985 , συμβάλλει στην  παγκόσμια αξία των Ιστορικών Περιοχών της Κωνσταντινούπολης με την πρωτοτυπία και την ακεραιότητά του. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της UNESCO για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς , στην οποία η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος από το 1983 , το κάθε μέλος πρέπει να προστατεύει και να διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία/περιοχές με καθεστώς Παγκόσμιας Κληρονομιάς με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να είναι ανοιχτά στη φυσική και πνευματική πρόσβαση, για τη διατήρηση της ιστορικής, αρχιτεκτονικής, καλλιτεχνικής σημασίας τους και είναι ευθύνη του συμβαλλόμενου κράτους να μοιραστεί τις πολιτιστικές του αξίες με όλη την ανθρωπότητα.

Σε κάθε διευθέτηση που θα γίνει σύμφωνα με την τελευταία αλλαγή λειτουργίας στη Χώρα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα με επίγνωση ότι το μνημείο είναι πολιτιστικό αγαθό και όλοι οι χώροι και το περιεχόμενό του θα πρέπει να γίνονται αντιληπτοί και να προστατεύονται στο σύνολό τους, χωρίς να υπάρχουν παρεμβάσεις τόσο στην αρχική αρχιτεκτονική του μνημείου όσο και στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό του. · Η διεξαγωγή εργασιών προληπτικής προστασίας για τον έλεγχο του κλίματος, την ακουστική, τον φωτισμό και τη διαχείριση επισκεπτών είναι ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά για τη βιώσιμη διαχείριση του Kariye»

Η Μονή  ολοκληρώθηκε στη σημερινή της μορφή κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, επί Παλαιολόγων. Ηταν η πρώτη εκκλησία που λεηλατήθηκε ύστερα από την Αλωση, οπότε και κομματιάστηκε από τους εισβολείς η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, θρυλούμενο έργο του ευαγγελιστή Λουκά. Οι τοίχοι και ο τρούλος του καθολικού διακοσμήθηκαν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες έξοχης τεχνοτροπίας που αναπαριστούν σκηνές από το βίο του Χριστού και της Θεοτόκου.

Ηταν χτισμένη στον έκτο λόφο της Κωνσταντινούπολης, νότια του Κεράτιου κόλπου, και  αφιερωμένη στον Χριστό (εκκλησία του Αγίου Σωτήρος εν τη Χώρα. Στη θέση του σωζόμενου μνημείου υπήρχε ναός ήδη από τον 5ο αιώνα, καθολικό μονής που βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κωνσταντίνου Α΄ (306/324- 337). Όταν ο Θεοδόσιος Β΄ (408-450) έχτισε τα νέα τείχη, κατά το διάστημα 412- 441, η μονή περιελήφθη στον περίβολο των οχυρώσεων, καθώς βρίσκεται σε μικρή απόσταση από αυτές.

Η ονομασία απέκτησε και συμβολικό νόημα, όπως μπορούμε να το δούμε στα δύο βασικά ψηφιδωτά του νάρθηκα του καθολικού: οι επιγραφές που τα συνοδεύουν χαρακτηρίζουν το Χριστό «Χώρα των Ζώντων» και την Παναγία «Χώρα του Αχωρήτου».

Το σημερινό αρχιτεκτόνημα ανεγέρθηκε ανάμεσα στο 1077 και 1081 από την πεθερά του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) Μαρία Δούκαινα, πάνω σε παλαιότερα κτίσματα του 6ου και του 9ου αιώνα· αργότερα, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν στην ανατολική πλευρά, ενδεχομένως από σεισμό, επισκευάστη ριζικά γύρω στο 1120 από τον σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, γιο του Αλεξίου Α΄. Στους παλαιολόγειους χρόνους, μεταξύ των ετών 1316-1320/1321, ο Θεόδωρος Μετοχίτης πρόσθεσε τον εξωνάρθηκα και το νότιο παρεκκλήσιο, προσθήκες χαρακτηριστικές στην υστεροβυζαντινή ναοδομία, και κόσμησε το ναό με τα περίφημα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες.

Στους νάρθηκες του καθολικού και του παρεκκλησίου αναπτύσσονται οι δύο λεπτομερείς κύκλοι του βίου της Παρθένου και των παιδικών χρόνων του Χριστού, που συνδυάζονται με τη Γενεαλογία του και τον κύκλο των θαυμάτων του. Για τις περισσότερες από τις σκηνές των κύκλων αυτών αντλήθηκαν λεπτομέρειες από απόκρυφα θρησκευτικά κείμενα όπως το Πρωτευαγγέλιο ή το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του αγίου Ιακώβου, που γνώρισαν μεγάλη διάδοση στο Μεσαίωνα. Στους τρούλους και στα τόξα των κογχών των ναρθήκων απεικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία στον τύπο της Βλαχερνίτισσας, οι πατριάρχες και οι βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης, οι προφήτες, οι απόστολοι και άλλοι άγιοι σε ολόσωμες παραστάσεις ή σε προτομές σε μετάλλια. Πάνω από την είσοδο του εσωνάρθηκα προς τον κυρίως ναό βρίσκεται το ψηφιδωτό ένθρονου Ιησού, στα πόδια του γονατίζει ο κτήτορας Θεόδωρος Μετοχίτης, προσφέροντάς του μικρό μοντέλο του ναού.

Περίπου μισό αιώνα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το κτίσμα μετατράπηκε σε τέμενος με εντολή του μεγάλου βεζίρη του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512) και πήρε το όνομα Kariye Çamii. Τα ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με παχύ στρώμα κονίαματος, που μαζί με τους συχνούς σεισμούς στην περιοχή κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής διακόσμησης. Το 1945 αποφασίστηκε η μετατροπή σε μουσείο.Το 1948, με πρωτοβουλία των Thomas Whittemore και Paul A. Underwood, ερευνητών στο Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο (Byzantine Institute of America) και στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks, ξεκίνησε το πρόγραμμα αναστήλωσης του μνημείου. Έκτοτε το μνημείο έπαψε να λειτουργεί ως τέμενος και το 1958 άνοιξε τις πόρτες του για το κοινό ως Kariye Müzesi (Μουσείο Καριγιέ τζαμί).

Πρόκειται για  το σημαντικότερο μνημείο της εποχής των Παλαιολόγων και λόγω του μοναδικού του εικονογραφικού προγράμματος, ένα από τα σπουδαιότερα καλλιτεχνικά δημιουργήματα της βυζαντινής τέχνης. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος του ναού και οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου αναδεικνύουν το υψηλό ποιοτικά επίπεδο, την ιδεολογική κατεύθυνση, την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων και την καλλιτεχνική καταξίωση της Αναγέννησης των Παλαιολόγων κατά το 14ο αιώνα.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ