Σήμα για μειώσεις στο κόστος του χρήματος μέσα στο 2024 έστειλαν το τελευταίο 10ήμερες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες.
Η μείωση του πληθωρισμού σε επίπεδα σχετικά κοντά στον στόχο του 2% είναι ο βασικός λόγος που τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αναφέρθηκαν περισσότερο ή λιγότερο ρητά στην προοπτική μείωσης των επιτοκίων τους επόμενους μήνες.
Οι δύο μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου δεν προσδιόρισαν τον ακριβή χρόνο που θα αρχίσουν τις μειώσεις στο κόστος χρήματος, σημειώνοντας ότι θέλουν να προχωρήσει περισσότερο η διαδικασία αποκλιμάκωσης των τιμών, ώστε να έχουν μία βεβαιότητα πως ο πληθωρισμός θα επανέλθει πράγματι στον στόχο του 2% σε σταθερή βάση και δεν θα υπάρχει κίνδυνος μίας ξαφνικής ανάκαμψής του. Στην τελευταία περίπτωση θα αναγκάζονταν να αυξήσουν ξανά τα επιτόκια μετά από μία πρόσκαιρη μείωσή τους, κάτι που θέλουν να αποφύγουν σε κάθε περίπτωση.
Η μεγαλύτερη βεβαιότητα για την ΕΚΤ ότι δεν θα αυξηθεί ο πληθωρισμός, συνδέεται, όπως είπε η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ, με τα στοιχεία για τις αυξήσεις μισθών που θα συμφωνηθούν στις χώρες της Ευρωζώνης στο πρώτο τετράμηνο του 2024, τα οποία θα είναι γνωστά περί τα τέλη Απριλίου ή αρχές Μαΐου. Αν τα στοιχεία αυτά δείξουν ότι οι αυξήσεις είναι συγκρατημένες – λίγο πάνω από το 4% προβλέπει το επιτελείο της ΕΚΤ – τότε θα ανάψει το πράσινο φως για μειώσεις επιτοκίων. Και αυτό, επειδή αυξήσεις τέτοιας τάξης μεγέθους θεωρούνται συνεπείς με έναν πληθωρισμό 2%, εφόσον υπάρξει και μία μείωση στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων, κάτι που συμβαίνει ήδη τους τελευταίους μήνες, μετά τη δραστική αύξησή τους στη διετία 2022-2023.
Για τον κίνδυνο στον πληθωρισμό από τις αυξήσεις των ναύλων, λόγω της αναστάτωσης που προκαλούν οι επιθέσεις των Χούθι της Υεμένης σε πλοία που διέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα, η ΕΚΤ δεν ανησυχεί για την ώρα ιδιαίτερα, καθώς θεωρεί ότι ο αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος, αλλά υπάρχει μία ανησυχία για την περίπτωση που υπάρξει γενικευμένη ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή.
Με βάση τα παραπάνω, ο πιθανότερος χρόνος μείωσης των επιτοκίων του ευρώ, τα οποία σήμερα κινούνται στο 4% για τις καταθέσεις, είναι στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Ιούνιο καθώς στην προηγούμενη συνεδρίαση του Απριλίου δεν θα είναι διαθέσιμα όλα τα στοιχεία από τις μισθολογικές συλλογικές συμβάσεις. Πάντως, η αγορά χρήματος εξακολουθεί να ποντάρει ότι η πρώτη μείωση από την ΕΚΤ θα γίνει τον Απρίλιο.
Για τη Fed, όπως είπε ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ, η μεγαλύτερη βεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού συνδέεται και με την υψηλή ζήτηση στην αμερικανική οικονομία, η οποία αναπτύχθηκε πέρυσι με ρυθμό 3,1% σε μία χρονιά που τα επιτόκια εκτινάχθηκαν στο 5,25% – 5,5%. Όσο το ΑΕΠ αυξάνεται σημαντικά και η αγορά εργασίας είναι σφιχτή, με την ανεργία χαμηλότερη ή κοντά στο 4%, τόσο η Fed θα διστάζει να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων, περιμένοντας περισσότερα στοιχεία για τη μείωση του πληθωρισμού.
Το πιθανότερο σενάριο και για τη Fed είναι η πρώτη μείωση των επιτοκίων να γίνει το καλοκαίρι. Ο Πάουελ χαρακτήρισε ως ελάχιστα πιθανό το ενδεχόμενο μίας μείωσης τον Μάρτιο καθώς, όπως είπε, δεν αναμένεται να υπάρχει τότε η αναγκαία βεβαιότητα για τον πληθωρισμό.
«Παράθυρο» για μείωση των επιτοκίων – που ανέρχονται στο 5,25% – μέσα στο 2024 άνοιξε την περασμένη Πέμπτη και η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ). Το πιθανότερο, όμως, είναι αυτή να γίνει αργότερα από τις κινήσεις της EKT και της Fed, επειδή οι αυξήσεις μισθών στη Βρετανία είναι σημαντικά μεγαλύτερες απ’ ότι στην Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ και δεν αναμένεται έτσι μία διατηρήσιμη γρήγορη μείωση του πληθωρισμού προς το 2%. Ο διοικητής της ΒοΕ, Αντριου Μπέιλι, είπε ότι ο πληθωρισμός μπορεί να μειωθεί προσωρινά τον Απρίλιο κάτω και από το 2%, αλλά στη συνέχεια προβλέπεται να αυξηθεί ξανά.
Σε μειώσεις επιτοκίων φέτος προσανατολίζεται και η ελβετική κεντρική τράπεζα (SNB) καθώς η ανατίμηση του φράγκου έναντι του ευρώ – πάνω από 5% το τελευταίο 12μηνο – έχει μειώσει τις πιέσεις στις τιμές, με τον πληθωρισμό να υποχωρεί τον Δεκέμβριο, για έβδομο συνεχόμενο μήνα, κάτω από τον στόχο του 2%. Ο πρόεδρος της SNB, Τόμας Τζόρνταν, δήλωσε ότι δεν υπάρχει ανάγκη για νέες αυξήσεις επιτοκίων, τα οποία ανέρχονται σήμερα στο 1,75%.