«Η μικρασιατική καταστροφή και η απώλεια της Ιωνίας, που υπήρξε πανάρχαιη κοιτίδα μας, είναι βαρύτερη ακόμα και από την άλωση της Κωνσταντινούπολης». Το λέει και το εννοεί ο ακαδημαϊκός Μιχάλης Τιβέριος που, σαν γνώστης της Ιστορίας, επιλέγει ως κορυφαίο αυτό το γεγονός. Παρότι δεν έχει προσφυγική καταγωγή, ασχολείται χρόνια με τα πεπραγμένα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία κατά τα έτη 1919- 1922. Πρόσφατος καρπός αυτής της επιστημονικής ενασχόλησης είναι η έκδοση με τίτλο «Μικρασιατικός Ελληνισμός» που κυκλοφόρησε από την Ακαδημία Αθηνών.
Πρόκειται για ένα βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνεται η ομιλία του Μιχάλη Τιβέριου με τίτλο «Η τρίχρονη παρουσία της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στη Μικρά Ασία (1919-1922). Γνωστές και άγνωστες δράσεις». Καρπός εκτεταμένης έρευνας και μελέτης, το κείμενο της ομιλίας του ακαδημαϊκού ήταν ένα από τα τρία σε σχετική ημερίδα. Τα άλλα δύο έγραψαν η Χρύσα Μαλτέζου («Η Μικρά Ασία ως χώρος υποδοχής προσφύγων και μεταναστών στην υστεροβυζαντινή και νεότερη εποχή» και ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης («Η ελληνική παιδεία και ο Διαφωτισμός στη Μικρά Ασία». Τον πρόλογο έχει γράψει η Χρύσα Μαλτέζου.
Σχετική με το βιβλίο αυτό και το δικό του κείμενο, είναι η συζήτηση που είχαμε με τον Μιχάλη Τιβέριο. Εγινε σε χρόνο προ της εκλογής του ως αντιπροέδρου της Ακαδημίας Αθηνών και έτσι δεν περιλαμβάνονται τοποθετήσεις για το θέμα αυτό. Την επόμενη χρονιά, το 2025 δηλαδή, ο Μιχάλης Τιβέριος θα προεδρεύει της Ακαδημίας. Φέτος πρόεδρος είναι ο κ. Σταμάτιος Κριμιζής.
Με την έκδοση, όπως αναφέρει ο Μιχάλης Τιβέριος, ο αναγνώστης «θα έχει την ευκαιρία να ενημερωθεί για το σπουδαίο έργο των λιγοστών Ελλήνων αρχαιολόγων στη Μικρά Ασία στα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Αν και πρόκειται για έργο θαυμαστό, που πραγματοποιήθηκε με μεγάλη αυτοθυσία και αυταπάρνηση, εντούτοις παραμένει ουσιαστικά άγνωστο. Το ότι ένα τέτοιο έργο περιέπεσε στη λήθη οφείλεται ασφαλώς στη Μικρασιατική καταστροφή που επακολούθησε και η οποία το εξαφάνισε».
Στόχος του δεν ήταν να αναμοχλεύσει παλιές πονεμένες ιστορίες, αν και, όπως τονίζει, «θεωρώ ότι αυτό είναι πάντα χρήσιμο. Οχι βέβαια για να μας προκαλούν τάσεις κατάθλιψης ή αντεκδίκησης. H μνήμη δεν πρέπει να γεννά παραλογισμό και κακία, αλλά να οδηγεί πάνω από όλα στην αυτογνωσία, στη γνώση δηλαδή των προτερημάτων και ελαττωμάτων μας».
Σάρκα εκ της σαρκός της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, η αντίστοιχη υπηρεσία που λειτούργησε στη Σμύρνη, «δραστηριοποιήθηκε, με ελάχιστο προσωπικό, αμέσως σχεδόν με την εγκατάσταση των ελληνικών Αρχών στην πόλη. Από την πρώτη κιόλας ημέρα της εγκατάστασής της στη Μικρά Ασία η Αρχαιολογική Υπηρεσία άρχισε το έργο της, που ήταν η φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή και περισυλλογή αρχαίων, η φροντίδα των υπαρχόντων Αρχαιολογικών Μουσείων και συλλογών, η ίδρυση και οργάνωση νέων, η διεξαγωγή ανασκαφικών εργασιών, η διευκόλυνση των ανασκαφών που διεξήγαν ξένες Αρχαιολογικές Σχολές.
Προκαλούν θαυμασμό
-Τόσο λίγοι άνθρωποι, τόσο πολύ έργο!
«Προκαλεί θαυμασμό πώς μπόρεσαν τόσο λίγοι άνθρωποι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να ευπρεπίσουν, κατά το δυνατόν, τους εκτεταμένους αρχαιολογικούς χώρους της Εφέσου και της Περγάμου, στήνοντας εδώ και μικρές αρχαιολογικές συλλογές, όπως και να οργανώσουν μια νέα επανέκθεση της αρχαιολογικής συλλογής της περιώνυμης Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη, η οποία είχε εμπλουτιστεί με πολλές νέες αρχαιότητες, ορισμένες μάλιστα αγορασμένες είτε από την Ελληνική Διοίκηση είτε από Ελληνες Μικρασιάτες. Ανάμεσα στις τελευταίες ήταν και μια αρχαϊκή πήλινη κατάγραφη σαρκοφάγος, αγορασμένη στα Βουρλά από την οικογένεια του Σεφέρη». Η οποία μετά την καταστροφή χάνεται όπως λέει ο ακαδημαϊκός και έχει σημειώσει και ο ποιητής.
«Υπήρχε μεγάλη δυσκολία στο έργο της περισυλλογής αρχαίων από την αχανή μικρασιατική ύπαιθρο που συγκεντρώνονταν σε αποθήκες στη Σμύρνη και στα Μουδανιά, με τα λιγοστά μέλη της Υπηρεσίας να πρέπει να διανύουν αχανείς αποστάσεις, πολλές φορές μάλιστα σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Και αυτό επειδή καθημερινά “βομβαρδιζόταν” η Υπηρεσία από αναφορές διοικητών στρατιωτικών μονάδων, οι οποίοι από υπερβάλλοντα πατριωτισμό και φυσικά από δικαιολογημένη άγνοια, κάθε μάρμαρο που εύρισκαν το παρουσίαζαν ως έργο του… Φειδία – και ήταν πλήθος τα σκαλισμένα ή ενεπίγραφα μάρμαρα που συναντούσαν μπροστά τους ζητώντας την άμεση επέμβαση των αρχαιολόγων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που το προσωπικό της Υπηρεσίας με κακές καιρικές και κλιματολογικές συνθήκες έφτανε ως τις γραμμές πυρός, ενώ συχνά κινδύνευε και από σφαίρες ατάκτων Τσετών.
Οι τρεις ανασκαφές που διεξήγαγαν από το 1921 οι Ελληνες αρχαιολόγοι στην Ιωνία και πιο συγκεκριμένα στη Νύσα, στην Εφεσο, όπου αποκαλύφτηκαν τα ερείπια του μεγάλου ναού του Ιωάννου του Ευαγγελιστή, και στις Κλαζομενές, τερματίστηκαν λίγα εικοσιτετράωρα προτού μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη! Και μέσα στον πανικό της επερχόμενης καταστροφής είχαν το κουράγιο να μεταφέρουν και κάποια από τα ευρήματά τους στην Αθήνα, όπως αρχαία μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες και οι πρόσφυγες.».
Χαρακτηριστικό δείγμα, το Προσφυγάκι, το άγαλμα με το μικρό αγόρι που κρατά σκυλάκι. Ο Κουρουνιώτης το εντόπισε την τελευταία- τελευταία μέρα και το έφερε στην Αθήνα σχεδόν στην αγκαλιά του. Σήμερα αποτελεί μάρτυρα εκείνης της εποχής, της τόσο ταραγμένης και τραγικής. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ποιοι ήταν οι ήρωες
Για να μιλήσουμε όμως και με ονόματα, αφού και αυτά είναι πλέον μυθικές προσωπικότητες της ΑΥ, όπως λέει ο Μιχάλης Τιβέριος, αρχικά και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα διευθυντής της υπηρεσίας ορίστηκε ο Γ. Οικονόμος, αλλά από τον Ιανουάριο του 1921 τη διεύθυνση ανέλαβε ο K. Κουρουνιώτης με συνεργάτη του τον N. Λάσκαρι. Στην Υπηρεσία αποσπάστηκαν επίσης ο Σ. Παρασκευαΐδης, ως αρχαιολόγος, από στρατιωτική μονάδα και ο Αρμένιος αρχιτέκτων M. Καρακότσης, από το Τμήμα Δημοσίων Εργων της Ελληνικής Διοίκησης· ακόμη υπηρετούσαν σ’ αυτήν ο φωτογράφος A. Πετρίτσης και ο πολύπειρος σε αρχαιολογικές εργασίες A. Απέργης, μια και για χρόνια ήταν ο επιστάτης των μεγάλων γερμανικών ανασκαφών της Μικράς Ασίας. Κατά τόπους πολύτιμη βοήθεια παρείχαν και ορισμένοι αρχαιόφιλοι, όπως ο περγαμηνός A. Κιοσκλής, και δάσκαλοι, όπως ο A. Αλιβιζάτος στην Εφεσο, και οι λιγοστοί διορισμένοι φύλακες αρχαιοτήτων.
Ο Γ. Οικονόμος ήταν βασιλικός, όμως ο Υπατος Αρμοστής Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, που είχε το ελεύθερο από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να επιλέξει με απόλυτη ελευθερία τους συνεργάτες του, ήθελε ως τμηματάρχες ανθρώπους νέους σε ηλικία και κατηρτισμένους. Ηταν 36 ετών, λέει ο Μ. Τιβέριος, με σπουδές κυρίως στη Γερμανία αλλά και στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Επιπροσθέτως είχε το σημαντικό προσόν να έχει υπηρετήσει από το 1913 έως το 1917 στη Θεσσαλονίκη ως πρώτος έφορος αρχαιοτήτων της νεοπροσαρτημένης στον εθνικό κορμό Μακεδονίας με επιτυχία.
Ο Οικονόμος λοιπόν, «διαθέτοντας εκτός από επιστημονική κατάρτιση και αποδεδειγμένα διοικητική και οργανωτική πείρα, κλήθηκε και στη Σμύρνη να «στήσει» εκ του μηδενός μια ολόκληρη υπηρεσία και να διαφυλάξει τον αρχαιολογικό πλούτο μιας πλειάδας σπουδαίων αρχαιολογικών θέσεων που εκτείνονταν σε μια έκταση περίπου ίση με αυτήν της Πελοποννήσου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εν γένει κατάσταση των αρχαιοτήτων στην Ιωνία δεν ήταν καθόλου καλή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Αʹ Παγκοσμίου Πολέμου που είχε προηγηθεί, οι μεγάλες ανασκαφές που διεξήγαγαν στο περιθώριο στην περιοχή κυρίως οι ξένες αρχαιολογικές σχολές είχαν σταματήσει και οι αρχαιότητες είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Χωρίς καμιά κρατική ή άλλη μέριμνα είχαν καλυφθεί από επιχωματώσεις και άγρια βλάστηση, και ορισμένες είχαν υποστεί καταστροφές και λεηλασίες.»
Παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1920. Οι …μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 είχαν και στα αρχαιολογικά πράγματα της Ύπατης Αρμοστείας στη Σμύρνη. Ο «βενιζελικός» Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης εκθρονίζεται στην Αθήνα από την κορυφή της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που κατείχε από το 1914 και «εντέλλεται» να μεταφερθεί στη Σμύρνη ως «Ἔφορος Ἀρχαιοτήτων τῶν ὑπὸ τῶν Ἑλληνικῶν στρατευμάτων κατεχομένων χωρῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας»,αντικαθιστώντας τον Γεώργιο Οικονόμο.
Ο κ. Τιβέριος υπογραμμίζει πως ο Κουρουνιώτης «ως προϊστάμενος για έξι ολόκληρα χρόνια της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, είχε παράσχει σημαντικό έργο σε αυτήν. Η παρουσία του Κουρουνιώτη στη Σμύρνη εμφανίζεται πολύ πιο δραστήρια από αυτήν του προκατόχου του, γεγονός που δεν πρέπει να οφείλεται μόνο στο ότι παρέμεινε στο πόσο αυτό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ ό,τι ο Οικονόμος, ούτε στο ότι η αρμοδιότητα της Ύπατης Αρμοστείας, κατά το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του τελευταίου, περιοριζόταν, επισήμως τουλάχιστον, στον έλεγχο των τουρκικών αρχών της περιοχής ευθύνης της. Ξεκίνησε και αυτός ως μοναδικός αρχαιολόγος του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά σχετικά γρήγορα πέτυχε να το ενισχύσει με τον νεοδιορισθέντα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Νικόλαο Λάσκαρη. Τον Μάιο μάλιστα του 1922, όταν επρόκειτο να πραγματοποιήσει μια μεγάλη διάρκεια περιοδεία σε αρχαιολογικούς χώρους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, ο Κουρουνιώτης πέτυχε την προσωρινή απόσπαση (όσο θα διαρκούσε η περιοδεία αυτή) στην Αρχαιολογική Υπηρεσία Σμύρνης και ενός δεύτερου, επίσης στρατευμένου, επιμελητή αρχαιοτήτων, του Ευστρατίου (Στρατή) Παρασκευαΐδη».
Πέραν όμως των δύο παραπάνω αρχαιολόγων, στελέχωσε την Αρχαιολογική Υπηρεσία και με τρεις επιπλέον νέους «έκτακτους» επιμελητές καθώς επίσης και με δέκα τουλάχιστον νέους φύλακες. Οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι της Ιωνίας απέκτησαν φύλακα (και φυλάκια), ενώ εξαιρετικά χρήσιμη ήταν και η πρόσληψη ως επιστάτη των αρχαιοτήτων του πολύπειρου επιστάτη των γερμανικών ανασκαφών στη Μικρά Ασία και στη Σάμο Αθανασίου Απέργη. Το μισθοδοτούμενο προσωπικό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίες της Ύπατης Αρμοστείας (επιστημονικό, διοικητικό, τεχνικό, φυλακτικό), μεσούντος του 1922, ανερχόταν σε 17 άτομα. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν και εκείνοι που ήταν αποσπασμένοι από άλλα Τμήματα της Ύπατης Αρμοστείας, όπως ο νεαρός Αρμένιος αρχιτέκτων Μιθριδάτης Καρακότσης, αποσπασμένος από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, ή αυτοί που έρχονταν για κάποιο χρονικό διάστημα από την Αθήνα, όπως ο φωτογράφος Α. Πετρίτσης και ο μηχανικός Κωνσταντίνος Παπαδάκης. Επομένως, για κάποια χρονικά διαστήματα εντός του 1922, τα άτομα που δούλευαν στο Αρχαιολογικό Τμήμα της Ύπατης Αρμοστείας, συμπεριλαμβανομένων και όσων προσλαμβάνονταν εκτάκτως από ντόπιους, όπως ο Ν.Λαλούδης –το «μάτι» των Αυστριακών αρχαιολόγων στην Έφεσο–, ξεπερνούσαν τα είκοσι.
Οι βοηθοί των αρχαιολόγων
Αρχαιότητες περισυνέλεγε και ο στρατός με την αστυνομία, αναφέρει ο κ. Τιβέριος. «Ο Κουρουνιώτης από νωρίς είχε έρθει σε επαφή με τόπους διοικητές στρατιωτικών μονάδων και αστυνομικών τμημάτων, εφιστώντας την προσοχή τους στην τυχόν ανεύρεση αρχαίων, οπότε και θα όφειλαν να ενημερώσουν την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Οι επιγραφές και οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες που έπρεπε να «περιγραφούν» και να αποθηκευτούν σε κάποιο δημόσιο κτίριο της περιοχής, ενώ οι πιο σημαντικές θα έπρεπε να φυλαχτούν προσωρινά και με την πρώτη ευκαιρία να αποσταλεί στη Σμύρνη ή στα Μουδανιά. Η ανταπόκριση των αστυνομικών, και κυρίως των στρατιωτικών, στα παραπάνω καθήκοντα ήταν θετική και μερικές φορές συγκινητική».
Τέλος, όσον αφορά τον περιορισμό διαφυγής στο εξωτερικό αρχαιοτήτων που βρίσκονταν σε χέρια ιδιωτών, ο Κουρουνιώτης ακολούθησε την πολιτική του προκατόχου του, του Οικονόμου. Προέβαινε στην αγορά τους. Σημαντικό χρόνο από τις πολυσχιδείς ενασχολήσεις του ο Κουρουνιώτης διέθετε και στον έλεγχο και την εποπτεία των ανασκαφών. Ο Γεώργιος Σωτηρίου κάνει ιδιαίτερη μνεία για την παρακολούθηση «μετὰ πολλῆς ἀγάπης» της ανασκαφής του από τον Κουρουνιώτη
Ο Κουρουνιώτης πρέπει να έπαιξε ρόλο στο να αγοραστεί από το Ιωνικό Πανεπιστήμιο ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του Παραρτήματος του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στη Σμύρνη. «Η βιβλιοθήκη αυτή φέρεται ότι είχε ήδη συμφωνηθεί να αγοραστεί έναντι 20.000χρυσών φράγκων από τους Σουηδούς για τις ανάγκες του προς ίδρυση Αρχαιολογικού τους Ινστιτούτουστην Αθήνα (ή στην Κωνσταντινούπολη). Ωστόσο, με την επιβεβαιωμένη εμπλοκή του Κουρουνιώτη και με την πιθανολογούμενη βοήθεια του φιλέλληνα OttoWalter, υπευθύνου του αυστριακού αρχαιο-λογικού παραρτήματος Σμύρνης, η αγορά αυτήματαιώθηκε και ένα σημαντικό τμήμα της βιβλιοθήκης αγοράστηκε από την Ύπατη Αρμοστεία για το Ιωνικό Πανεπιστήμιο
Ως προς τις ανασκαφές, προφανώς υπήρξε «παρασκηνιακή» προεργασία, γιατί σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα η Ύπατη Αρμοστεία δίνει την έγκρισή της ώστε ο Γεώργιος Οικονόμος να ανοίξει ανασκαφές στις Κλαζομενές και ο Γεώργιος Σωτηρίου στην εκκλησία του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου στην Έφεσο. Η ιδέα ανήκει στον Κουρουνιώτη. Ο Σωτηρίου αποκάλυψε μεγάλα τμήματα της ιουστινιάνιας φάσης της βασιλικής εκτός από το δυτικό της μέρος, ενώ προσδιόρισε και διερεύνησε τη θέση του τάφου του Αγίου. Η ανασκαφή αυτή φαίνεται ότι ήταν η εντατική από όλες, αφού κατά την ανασκαφική περίοδο του1922 δούλευαν σε αυτήν ημερησίως περίπου 60 εργάτες.
Στις δύο παραπάνω ανασκαφές προστέθηκαν και μια τρίτη, στη Νύσα ἐπί Μαιάνδρῳ τη διενέργεια της οποίας αναλάμβανε το ίδιο το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Ύπατης Αρμοστείας υπό τη διεύθυνση του τμηματάρχη του, Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη, με την «πολύτιμη» συμμετοχή του επιμελητή Νικολάου Λάσκαρη
Είναι άγνωστο το ποτέ εγκατέλειψαν τη Σμύρνη ο Οικονόμος ο Κουρουνιώτης και ο Λάσκαρης. Οι δύο τελευταίοι πήραν μαζί τους και τα αρχεία, βιβλία κ.ά. του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Αρμοστείας. Για τον Σωτηρίου υπάρχει η πληροφορία ότι εγκατέλειψε τη Σμύρνη στις 21 Αυγούστο (με το νέο ημερολόγιο), ενώ για τον Οικονόμο είμαστε βέβαιοι ότι πρέπει να άφησε τη Σμύρνη, μεταφέροντας στην Ελλάδα και τις αρχαιότητες από τις Κλαζομενές, οπωσδήποτε μετά τις 22 Αυγούστου. Ο Κουρουνιώτης, ως ανώτατος υπάλληλος της Αρμοστείας, πιθανόν να έφυγε στις 26 Αυγούστου, παίρνοντας μαζί του και το «προσφυγάκι» της Νύσας. Ο Λάσκαρης, αν δεν κατάφερε να τον πάρει μαζί του ο Κουρουνιώτης, είναι πιο πιθανόν να εγκατέλειψε τη Σμύρνη την προηγουμένη, στις 25 Αυγούστου, μαζί με όλους τους κατώτερους υπαλλήλους της Αρμοστείας. Επιβιβάστηκαν σε επιταγμένα ατμόπλοια που τους αποβίβασαν στην Πειραιά
Η μεγαλύτερη καταστροφή
«Τα αίτια της μεγαλύτερης καταστροφής που έχει υποστεί ποτέ ο ελληνισμός κατά τη μακρόχρονη πορεία του πρέπει, κατά την άποψή μου, να διδάσκονται στους Έλληνες από το δημοτικό σχολείο, με τρόπο βέβαια που να μην τους δημιουργούν συμπλέγματα κατωτερότητας και ηττοπάθειας αλλά να τους βοηθά να συνειδητοποιήσουν έγκαιρα και ευκρινώς τα …προπατορικά ελαττώματα της φυλής μας, με απώτερο στόχο την ελαχιστοποίησή τους. Αν αυτά συστηματικά αποκρύπτονται και οι όποιες συμφορές που μας βρίσκουν αποδίδονται …στους ξένους, τότε θα συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε στα δημόσια πράγματα ως ενθουσιώδεις οπαδοί, με ολέθρια, ως επί το πλείστον, αποτελέσματα για τον τόπο, και δεν θα γίνουμε ποτέ σκεπτόμενοι πολίτες» καταλήγει ο συνομιλητής μας.
Ο ακαδημαϊκός κ. Μιχάλης Τιβέριος γεννήθηκε στην Άνδρο το 1947. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου εργάστηκε από το 1975 ως το 2014 όταν και αφυπηρέτησε παίρνοντας τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή. Το 1976 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα, το 1981 αναγορεύθηκε υφηγητής, το 1983 εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής και το 1987 καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2011-2012, ενώ από το 2014 είναι επόπτης του Κέντρου Ερεύνης της Αρχαιότητος της Ακαδημίας. Διετέλεσε γραμματέας επί των δημοσιευμάτων της Ακαδημίας από το 2019 έως τα τέλη του τρέχοντος έτους.