Για μια ακόμη φορά το να παρακολουθεί κανείς τα τεκταινόμενα γύρω από την επίσκεψη του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, στην Τουρκία και τον καφέ που θα απολαύσει στο έχων πανέμορφη θέα σπίτι του Έλληνα πρωθυπουργού, στο Ακρωτήρι των Χανίων, προκαλεί θλίψη και απογοήτευση. Από τη μία πλευρά έχεις την Τουρκία του Ερντογάν, να παίζει σκληρό πόκερ, έχοντας διαμορφωμένη εθνική στρατηγική που εφαρμόζει με ευλαβική προσήλωση, απέναντι στη τσαλακωμένη σε όλα τα μέτωπα υπερδύναμη, και από την άλλη την πατρίδα μας, να υποδέχεται τον κ. Μπλίνκεν, για να του πει για μια ακόμη φορά το πόσο καλά παιδιά είμαστε και να μην προχωρήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, στην εξίσωση της πώλησης των F-35 στην Ελλάδα, με το θέμα της αναβάθμισης και πώλησης των F-16 στην Τουρκία.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Αυτό, ανέφεραν, μιλώντας μάλιστα σιβυλλικά (μεγάλη σπουδή πίσω από τα λόγια), κυβερνητικές πηγές στα ΜΜΕ, και πραγματικά πέρα από το να κλαίει κανείς, είναι να αναρωτιέται, εάν αυτό αποτελεί όχι εθνική στρατηγική, αλλά έστω λογικό επιχείρημα.
Γιατί πολύ απλά ξεπερνά κάθε κοινή λογική. Όταν μάλιστα το επιχείρημα αυτό θα το βάλουμε στο τραπέζι της συζήτησης, με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, ενώ μόλις πριν λίγες εβδομάδες είχαμε υπογράψει την Διακύρηξη Φιλίας και Συνεργασίας, με τον πειρατή του διεθνούς δικαίου και δούρειο ίππο μέσα στο ΝΑΤΟ, Ταγίπ Ερντογάν, η οποία με βάση τα όσα αναφέρει, του δίνει το δικαίωμα να πει ότι αυτό το επιχείρημα αποτελεί μη φιλική ενέργεια προς την αγαπημένη σύμμαχο και φίλη Τουρκία.
Ποιο θα είναι άραγε το επιχείρημα που θα θέσουμε στον Αμερικανό ΥΠΕΞ;
Εάν είναι ότι η Αμερική, δεν μπορεί να εξισώνει έναν ξεκάθαρο σύμμαχο και πιστό σύμμαχο, με πράξεις, της δυτικής οικογένειας, όπως η Ελλάδα, με μια Τουρκία που αποτελεί στυλοβάτη του Πούτιν στην παράνομη εισβολή του στην Ουκρανία, στηρίζει πολιτικά, ηθικά, οικονομικά και επιχειρησιακά τους δολοφόνους – τρομοκράτες της Χαμάς, αποτελεί ξεκάθαρο τροχοπέδη για το ΝΑΤΟ, το οποίο αποκαλεί νάνο, χωρίς την ύπαρξη της Τουρκίας, συνεχίζει την εισβολή και κατοχή του 40% του εδάφους της Κύπρου, χώρας μέλους της ΕΕ, ζητώντας λύση δυο κρατών, υπέγραψε και προωθεί το τουρκολυβικό μνημόνιο, και διατηρεί ενεργό το casus belli, εναντίον της Ελλάδας, τότε χίλια μπράβο και ορθά θα πράξει.
Αλλά και πάλι, εάν μπορεί κανείς να στηρίξει σε οποιαδήποτε λογική, αυτό το καθόλα λογική επιχείρημα, σε συνδυασμό με υπογραφή Διακήρυξης Φιλίας και Συνεργασίας, με αυτή την Τουρκία του Ερντογάν, τότε όλοι εμείς που δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε θα πρέπει να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά και να αποδεχθούμε ότι έχουμε κάποιο ανεξήγητο πρόβλημα.
Δυστυχώς όμως, μακάρι να ήταν έτσι απλό. Είναι πολύ χειρότερο και τραγικό.
Διότι, όχι μόνο δίνει την αίσθηση, εάν όχι τη βεβαιότητα, στην τραγελαφική σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, κυβέρνηση Μπάιντεν, ότι η Ελλάδα είναι διαθέσιμη να αποτελέσει εργαλείο στις όποιες επιδιώξεις της Ουάσιγκτον, στην προσπάθεια να κατευνάσει τον πειρατή Ερντογάν.
Και ακόμη πιο πολύ, δίνει την αίσθηση και επιβεβαιώνει στον πειρατή Ερντογάν, ότι έχει να κάνει με μια Ελλάδα, που όχι μόνο δεν έχει εθνική στρατηγική, αλλά πάσχει από ένα φοβικό σύνδρομο και είναι διατεθειμένη να κάνει οτιδήποτε για να τον κατευνάσει.
Πολύ απλά μιλάμε για συνταγή που οδηγεί σε δυσμενείς εξελίξεις για την εθνική ασφάλεια και τα εθνικά συμφέροντα της πατρίδας μας.
Βέβαια θα επέλθει ο καταιγισμός της κάλυψης της ολιγόωρης στάσης του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, στα Χανιά, που θα εμποδίσει την κατανόηση από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης του πραγματικού παιχνιδιού που βρίσκεται σε εξέλιξη.
Καλό και χρήσιμο το καφεδάκι, αλλά και μια υπερήφανη και ανεξάρτητη εθνική στρατηγική είναι όχι απλά απαραίτητη, αλλά επιβεβλημένη.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των, πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.