today-is-a-good-day
18 C
Athens

Εμπνευσμένο από Τύμβο Αμφίπολης και Ακράγαντα το ιερό του Στρατίου Διός στον Πόντο

Ηλιακό προσανατολισμό κατά το  χειμερινό ηλιοστάσιο είχε  το ιερό του Στρατίου Διός κοντά και ανατολικά της Αμάσειας της περιοχής του Πόντου. Το μνημείο, είχε σημαντικές αναλογίες προς αυτό, είναι το μνημείο του Τύμβου Καστά στην Αμφίπολη και ναός της Δήμητρας στον Ακράγαντα της Σικελίας. Μια νέα μελέτη εστιάζει σε αυτόν  και στις πολιτικές και θεολογικές πτυχές που εκφράζει η ιδιαίτερη κατασκευή του. Στο πλαίσιο της μελέτης επισημαίνονται οι επιδράσεις της μακεδονικής και ελληνιστικής βασιλικής και στρατιωτικής λατρείας, ενώ γίνονται παρατηρήσεις και συγκρίσεις του μνημείου με άλλα αρχαία ιερά με παρόμοια αστρονομικά χαρακτηριστικά. Την υπογράφουν οι επιστήμονες Αθανάσιος Φουρλής, Ευάγγελος Καλφούντζος και Κωνσταντίνος Κόττης

Το τέμενος του Διός Στρατίου ιδρύθηκε 10 χλμ. ανατολικά της σημερινής πόλης της Αμάσειας και 7,5 χλμ. ανατολικά της σύγχρονης πόλης της Αμάσειας, κοντά στο σημερινό τουρκικό ορεινό χωριό Yassıçal (πρώην Ebimi), σε υψόμετρο 1300 μέτρα, όπως αναφέρεται στη μελέτη. Η Αμάσεια υπήρξε η πατρίδα του Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα και η πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Βασιλείου του Πόντου. Το ιερό έχει συνδεθεί με το βωμό όπου ο Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ έκανε μια μεγάλη θυσία που ήταν ορατή από πολλά χλμ. μακριά μέσα από τον καπνό της μεγάλης πυράς του, ενώ γενικά τελούνταν εκεί σημαντικές τελετουργίες.

Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του τεμένους ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1900 από τον Βέλγο ιστορικό Franz Cumont κατά τα ταξίδια του στην περιοχή του Πόντου και κοντά σε ένα βραχώδες σημείο που οι ντόπιοι αποκαλούν μέχρι σήμερα «Büyük Evliya Çalı» («Τάφος του Μεγάλου Αγίου»). Αν και σήμερα η τοποθεσία γύρω από το ιερό είναι ουσιαστικά άγονη, αυτό δεν συνέβαινε στην αρχαιότητα, όπου μέχρι την παρακείμενη κορυφή (1321 μ.) ενδημούσε μεγάλος αριθμός πεύκων (σ.σ.: ιερό δέντρο της Δήμητρας, αλλά και του Άττιος και της Κυβέλης). Από το τέμενος ήταν ορατός ο αρχαίος δρόμος μέσω του οποίου οι ταξιδιώτες κατευθύνονταν προς τις πόλεις Ευπατορία, Νέα Καισάρεια και Κόμανα. Ο Στράβων στη «Γεωγραφία» του αναφέρει κάποια οικιστικά ονόματα και χωριά της ευρύτερης περιοχής. Ωστόσο, πολλά περισσότερα ονόματα τοπικών πόλεων και χωριών μαρτυρούνται σε επιγραφές που βρέθηκαν στο εσωτερικό του περίβολου.

Συγκεκριμένα, το 1984 και το 1986, ο David French κατέγραψε στην περιοχή του ιερού 34 ονόματα τοπωνυμίων (πόλεις, κωμοπόλεις και ομάδες πόλεων -«κοινά»- σε επιγραφές λαξευμένες σε βράχους και είκασε πως θα είχαν σκαλιστεί ακόμη περισσότερα. Το 2006 διενεργήθηκαν σωστικές ανασκαφές, οι οποίες εντόπισαν και ένα επιπλέον τοπωνύμιο, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία του ιερού και της λατρείας του Διός Στρατίου, ιδίως για τις πόλεις και τα χωριά των οποίων τα ονόματα αναφέρονται επιγραφικά.

Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα πολυθάλαμο συγκρότημα και μια εξέδρα στα ΒΔ του βωμού και μια κατασκευή στα ΝΔ του που έχει ερμηνευτεί ως ναός. Παρά την ύπαρξη αυτών των κτισμάτων, το κύριο χαρακτηριστικό του τεμένους του Διός Στρατίου είναι ο μνημειακός βωμός του, η βάση του οποίου υψώνονταν έως και 2,5 μέτρα πάνω από τον φυσικό βράχο, δίνοντας μια εικόνα παρόμοια με τα νομίσματα που τον απεικόνιζαν.

Οι μελετητές θεωρούν πως το τέμενος χρονολογείται τουλάχιστον εν μέρει στους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ σε αυτό έχει βρεθεί και νόμισμα της Αμισού (τέλη του 2ου – αρχές 1ου αιώνα π.Χ. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την βασιλεία του Αλεξάνδρου ΣΤ’ του Μιθριδάτη (120-60 π.Χ.). Τα στοιχεία αυτά ενισχύουν την θέση της ταύτισης του ιερού και του βωμού του με το κτίσμα όπου ο συγκεκριμένος βασιλιάς πραγματοποιούσε μεγάλες πυρές και δημόσιες τελετουργίες. Σημειώνεται πως λατρεία του Διός Στρατίου υπήρχε στην Ελλάδα, ενώ γνώρισε περιορισμένη εξάπλωση στη Μικρά Ασία, όπως σημειώνει ο Στράβων.

Αρχαιοαστρονομικά δεδομένα του μνημείου: Το τέμενος του Διός Στρατίου οριοθετείται από έναν κυκλικό περίβολο με διάμετρο περίπου 170 μέτρα. Στο συγκεκριμένο μνημείο ο περίβολος δεν λειτουργεί ως περιμετρική τοιχοποιία που λειτουργεί ως δυναμικό κέλυφος που προστατεύει το εσωτερικό ή και ολόκληρη την κατασκευή από ωθήσεις, καιρικές συνθήκες και άλλους κινδύνους, αφού δεν εξυπηρετεί κάποιον ιδιαίτερο δομικό ρόλο. Στο κέντρο σώζεται η τετράγωνη δομή της βάσης ενός μεγάλου βωμού 40Χ40 μ. Η είσοδος είναι προσανατολισμένη ΝΔ και τις προσδώσαμε την μεγίστη δυνατή σημασία, επειδή διαθέτει ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά. Η δίοδος εισόδου ορίζεται από δύο πλευρικούς τοίχους σε αμβλεία γωνία (δεξιά 30 μ. και αριστερά 50 μ. μήκος) που εφάπτονται στον περίβολο αφήνοντας ένα κενό (6 μ.) ως σημείο εισόδου και οδηγούν σε ένα άνοιγμα (30-35 μέτρα) μπροστά από το βωμό, στη γωνία της βάσης του.

Αυτή η γεωμετρική μορφή ορίζει σε ποιο σημείο και πότε θα εμφανίζεται το φως του ήλιου, ανάλογα με την οπτική θέση του παρατηρητή. Πιο αναλυτικά, έχουμε μια «προοπτική προβολή ενός σημείου» (one-point perspective projection) με ένα «τομής παραλλήλων» (vanishing point) στη γραμμή του ορίζοντα που συμπίπτει με τη θέση του ήλιου στο χειμερινό ηλιοστάσιο

Ερμηνεύοντας πολιτικά και θεολογικά τη χρήση και τον ηλιακό προσανατολισμό του τεμένους του Διός Στρατίου, οι μελετητές υπογραμμίζουν ότι:

Η θρησκευτική παράδοση και τελετουργία στο Βασίλειο του Πόντου χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη ελληνικών και τοπικών λατρευτικών παραδόσεων καθώς και από περσικές επιρροές. Κατά τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου συντελέσθηκαν σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ του ελληνικού και του περσικού πολιτισμού. Στην διάρκεια της βασιλείας του Αλέξανδρου ΣΤ’ άκμασε η βασιλική λατρεία, ενώ ακολουθήθηκε μια σαφώς αντιρωμαϊκή πολιτική. Ιδιαίτερα η λατρεία του Διός και του Διονύσου στο Βασίλειο του Πόντου έλαβε έντονη πολιτική διάσταση, υπηρετώντας τη βασιλική προπαγάνδα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από νομίσματα και ειδώλια της περιόδου. Ήδη από το 102/101 π.Χ. η λατρεία του Διονύσου αναγνωρίστηκε επίσημα ως βασιλική και ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ονομαζόταν πλέον «Μιθριδάτης Ευπάτωρ Διόνυσος». Σχετικό με αυτή τη διονυσιακή βασιλική λατρεία είναι ένα νόμισμα του 96 π.Χ. που απεικονίζει τον Αλέξανδρο ΣΤ’ να φορά στεφάνι από κισσό. Η φιλελληνική του πολιτική συνδυάστηκε με την παραχώρηση δικαιωμάτων προς τους Έλληνες της επικράτειάς του, τη διάδοση νομισμάτων με διονυσιακό θέμα στις ελληνικές πόλεις του Πόντου, την αύξηση της παραγωγής διονυσιακών μασκών και ειδώλων στα εργαστήρια της Αμισού και την ανάδυση της ιδέας του βασιλιά ως ταύτισης του Διονύσου και ιδιαίτερα του Διονύσου ως απελευθερωτή των Ελλήνων από τους Ρωμαίους.

Είναι πιθανό η εργαλειοποίηση της βασιλικής λατρείας του Διός και του Διόνυσου στο πλαίσιο της τοπικής προπαγάνδας και αντιρωμαϊκής πολιτικής να συνδέεται με το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ΣΤ’ προσπάθησε να ταυτιστεί με τον Μέγα Αλέξανδρο, υποστηρίζοντας πολλά αντιρωμαϊκά κινήματα, όπως στην Αμφίπολη, αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να ερμηνευθεί και η άνοδος της λατρείας του Περσέως στον Πόντο κατά την ίδια περίοδο (Χριστοδούλου 2015: 23-24).

Είναι πολύ πιθανό η λατρεία του Περσέα στον Πόντο να απηχούσε τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, η δραστηριότητα του οποίου συνδέθηκε ιδιαίτερα με την Αμφίπολη. Η επικράτηση των Ρωμαίων τον ανάγκασε να ζητήσει άσυλο στη Σαμοθράκη. Εκεί συνελήφθη και στη συνέχεια στάλθηκε ως λάφυρο πολέμου στη Ρώμη. Η Αμφίπολη επί Περσέως έγινε σημείο αναφοράς της υποδούλωσης των Ελλήνων, αφού στην πόλη αυτή ήταν που οι Ρωμαίοι χώρισαν το 167 π.Χ. την κατακτημένη πλέον Μακεδονία και θεωρητικά αυτόνομη σε τέσσερις διοικητικές μερίδες / regiones.

Τα ιερά του Πόντου χαρακτηρίζονταν από το αυτοδιοικητικό τους καθεστώς και έπαιζαν πολύ σημαντικό κοινωνικοοικονομικό ρόλο. Οι ηγεμόνες του Πόντου έδιναν όρκους για μεγάλα πολιτικά ζητήματα σε τοπικά ιερά, ενώ ιερείς που υπηρετούσαν σε μείζονα ιερά όπως αυτό της Μεγάλης Μητέρας στα Κόμανα έφεραν βασιλική τιάρα.

Η βασιλική λατρεία και η ίδρυση ιερών βασιλικού χαρακτήρα γνώρισαν μεγάλη άνθηση κατά τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, αποτελώντας μια μορφή παρουσίας του βασιλιά στις περιοχές όπου αυτά λειτουργούσαν. Ωστόσο, από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. (περίοδος κατά την οποία ολοκληρώθηκε και η ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας) το φαινόμενο εξασθένησε και οι σχετικές επιγραφικές και γραμματειακές αναφορές είναι ελάχιστες

Αντιπροσωπευτικά της παρακμής της βασιλικής λατρείας είναι τα παραδείγματα στο ιερό του Ολυμπίου Διός στο Δίον και στο Σεράπιον της Αλεξάνδρειας αμέσως μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Η εξέλιξη αυτή μπορεί να εξηγηθεί ως προσπάθεια των Ρωμαίων να επιτύχουν την αποδυνάμωση της μνήμης του Μακεδονικού Βασιλείου, επιβάλλοντας μία damnatio memoriae του, αν όχι και της μνήμης του Αλέξανδρου ως ελευθερωτή των Ελλήνων.

Το τέμενος του Διός Στρατίου υπήρξε ένα ορεινό ιερό και έχει διαπιστωθεί ότι στην περιοχή γίνονταν πολλές θυσίες και τελετές σε κορυφές λόφων ή βουνών. Παρατηρείται λοιπόν ένας έντονος ορεινός τελετουργικός χαρακτήρας, πιθανώς επηρεασμένος από τη μητρώα λατρεία (ο Διόνυσος Ζαγρεύς κατά τον μύθο αναγεννήθηκε από τη Ρέα) και την παράδοση της Βιθυνίας που επέδρασε σε μέρη της περιοχής του Πόντου. Οι κάτοικοι της Βιθυνίας ασκούσαν ανάλογες πρακτικές, ενώ σε σημαντικό βαθμό κατάγονταν από την περιοχή του ποταμού Στρυμόνα όπου βρίσκεται και η Αμφίπολη. Συγκεκριμένα, έκαναν θυσίες σε κορυφές βουνών (πιθανότατα και σε κορυφές τύμβων) και εκεί τελούσαν τους όρκους τους, στο όνομα του Διός και του Ηλίου. Πρέπει επίσης να τονισθεί πως ο Διόνυσος τιμώνταν ως ταύτιση του Ηλίου.

Ο ηλιακός προσανατολισμός προς το χειμερινό ηλιοστάσιο ενισχύει τη βασιλική και πολιτική διάσταση του ιερού του Διός Στρατίου, καταλήγει η μελέτη. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ένα αρχαίο ελληνικό – ελληνιστικό μνημείο διέθετε ηλιακό προσανατολισμό προς το χειμερινό ηλιοστάσιο υπήρξε η λατρεία του Διός και του Διονύσου. Μέσα από αυτήν την συλλατρεία εκφράσθηκαν πολιτικά ιδεώδη και πρακτικές.

Το χειμερινό ηλιοστάσιο σήμαινε στους Δελφούς την έναρξη της αποκλειστικής λατρείας του Διονύσου για τρεις μήνες. Οι Τημενίδες της Μακεδονίας ήταν ο κατεξοχήν βασιλικός οίκος που εξέφρασε τη βασιλική λατρεία στην Ελλάδα. Διατηρούσε στενούς δεσμούς με το μαντείο των Δελφών, το οποίο μετά τους ιερούς πολέμους και τη συνεισφορά του Φιλίππου Β΄ είχε παραχωρήσει προς αυτόν και τους απογόνους του σημαντικά δελφικά δικαιώματα. Το μαντείο των Δελφών συνδέθηκε κατεξοχήν με τον αποικισμό, ενώ το χειμερινό ηλιοστάσιο ορίστηκε από τον Πλάτωνα ως ημερομηνία συγκέντρωσης πολιτών γύρω από τον τύμβο με περίβολο του «νομοφύλακος», ώστε να συζητηθούν σημαντικά πολιτικά ζητήματα.

Από τα αρχαία ελληνικά μνημεία που διαθέτουν ηλιακό προσανατολισμό προς το χειμερινό ηλιοστάσιο, δύο παρουσιάζουν σημαντικές αναλογίες προς το ιερό του Διός Στρατίου. Το πρώτο από αυτά είναι το μεγάλο ιερό μνημείο που χτίστηκε κοντά στα χρόνια του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου στον λόφο Καστά κοντά στην Αμφίπολη. Το δεύτερο μνημείο είναι το χθόνιο ιερό της Δήμητρας στον Ακράγαντα της Σικελίας

Αμφίπολη και Ακράγας έχουν ως κοινό στοιχείο το ότι βρίσκονταν σε περιοχές όπου η ενότητα του Ελληνισμού εκφράστηκε μέσα από την ανέγερση ιερών μνημείων στο πλαίσιο του πανελλήνιου αγώνα κατά των Περσών. Επιπλέον, συνδέθηκαν μυθολογικά κατά τον μύθο της αρπαγής της Περσεφόνης και έτσι εξέφρασαν εθνικές και πολιτικές – αποικιακές ιδέες μέσω της λατρείας της Δήμητρας, της Κόρης και του υιού της Διονύσου Ζαγρέως.

Η Αμφίπολη ήταν μεταξύ των ελληνικών πόλεων που συντάχθηκαν στον πλευρό του Αλεξάνδρου Μιθριδάτη κατά των Ρωμαίων Στα παραπάνω οι επιστήμονες αναφέρουν επίσης το γεγονός ότι στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα και της Θράκης από τους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι και την βασιλεία του Αλεξάνδρου ΣΤ’ χτίστηκαν ιερά μνημεία όπου μεγάλοι κυκλικοί περίβολοι χαρακτήριζαν χώρους όπου τελούνταν διονυσιακές τελετές με έντονο ηλιακό χαρακτήρα.

Είναι πολύ πιθανό το τέμενος του Διός Στρατίου να εμπνεύσθηκε από τέτοια ιερά μνημεία με πολιτικό χαρακτήρα και ανάλογους ηλιακούς προσανατολισμούς, είναι το συμπέρασμα με το οποίο ολοκληρώνεται η μελέτη.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ