Φυσικά και η Βεργίνα είναι οι Αιγές του Μακεδονικού Βασιλείου. Βεβαίως και ο Μανόλης Ανδρόνικος φαίνεται να έχει αλάνθαστα υποστηρίξει πως ο βασιλικός τάφος που εντόπισε εκεί είναι του Φιλίππου Β, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν υπήρξε κάποιο καινούργιο στοιχείο από την (πολλοστή) επανάληψη σεβαστής ιστορικού και δη βυζαντινολόγου πως στον τάφο της Βεργίνας είναι θαμμένος ο Αλέξανδρος και όχι ο Φίλιππος. Και αν είδαμε πολλές αναπαραγωγές μιας γνωστής άποψης είναι διότι ό,τι σχετίζεται με τον Φίλιππο και ακόμα περισσότερο με τον Αλέξανδρο, φέρνει «κλικ». Αλλά, αυτό δεν σημαίνει πως και η γνώμη/ γνώση του Ανδρόνικου δεν πρέπει να παρουσιαστεί ξανά. Στοιχειώδες για τη δημοσιογραφία: δεν βάζουμε ποτέ μόνο τη μία άποψη.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος υπήρξε μια σπουδαία προσωπικότητα, με σπουδαίο, κορυφαίο έργο. Που πρέπει να αποδεικνύουμε και να φυλάμε ως κόρην οφθαλμού.
Ας ξεκινήσουμε από αυτό που ομολογεί η ίδια η ιστορικός. Οταν είχε πει στον Μανόλη Ανδρόνικο ότι στη Βεργίνα (Αιγές) είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, εκείνος της είχε απαντήσει: Μα υπάρχουν τουλάχιστον είκοσι κείμενα αρχαίων που λένε ότι ο Στρατηλάτης είχε ταφεί στην Αλεξάνδρεια.
Η ίδια δεν φαίνεται να πείσθηκε. Όμως ο Ανδρόνικος είχε πίσω του πολύ μόχθο και πολλή μελέτη, πριν εκφέρει άποψη επί του αποτελέσματος. Συνοψίζοντας (και ελπίζω μη προδίδοντας τον αείμνηστο αρχαιολόγο, του οποίου τη μνήμη τιμώ και σέβομαι και για προσωπικούς λόγους) έχουμε και λέμε:
Καταρχάς, ο Ανδρόνικος ήταν ο ανασκαφέας, που μάλιστα ανέσκαπτε την περιοχή επί δεκαετίες. Εχει, επομένως, εκτός από όλες τις άλλες γνώσεις, που σε εμάς τους υπόλοιπους λείπουν, και τη γνώση των ανασκαφικών δεδομένων. Τι λένε τα ανασκαφικά δεδομένα; Δίνουν πάντοτε πολύτιμες πληροφορίες σε κάθε αρχαιολόγο, για την χρονολόγηση όπως και την ερμηνεία του ευρήματός του.
Σύμφωνα με τον Ακαδημαϊκό, αρχαιολόγο Μιχάλη Α. Τιβέριο, ο οποίος υπήρξε και συνάδελφος του Μάνολη Ανδρόνικου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, «η 8η Νοεμβρίου του 1977 αποτελεί ορόσημο για τις αρχαιολογικές έρευνες του μακεδονικού χώρου και γενικότερα για την Ιστορία της Μακεδονίας. Στη Βεργίνα, την ημέρα εκείνη κατά την οποία γιορτάζονται οι Αρχάγγελοι, άρχοντες του κάτω κόσμου, Γαβριήλ και Μιχαήλ, ο Μανόλης Ανδρόνικος εισήλθε στον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο που είχε βρεθεί έως τότε. Ο ίδιος, περιγράφοντας τα συναισθήματά του κατά τη μοναδική εκείνη στιγμή της αρχαιολογικής του σταδιοδρομίας, γράφει: “Είναι… εύκολο να υποθέσει κανείς πως, παρ’ όλη την ψυχραιμία που ήμουν υποχρεωμένος να διαθέτω, για να αντιμετωπίσω την κατάσταση με την επιστημονική ευθύνη που επιβαλλόταν εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα βαθύτατη συγκίνηση και δέος στη θέα ενός πλούσιου ταφικού θαλάμου, που είχε μείνει ανέπαφος μέσα στους αιώνες, από την ώρα που είχαν κλείσει οι μαρμάρινες θύρες του ύστερα από την τελετή της ταφής”.»
Όπως τονίζει ο Μιχάλης Τιβέριος, «η μοίρα έχει παίξει καίριο ρόλο στο να συνδεθεί ο Ανδρόνικος με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας, τον οποίο πρωτογνώρισε το 1938, όντας ακόμη φοιτητής. Στον χώρο αυτόν έκανε την πρώτη του συστηματική ανασκαφή (1951-1961) σε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο τύμβων, αφού με την είσοδό του στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1949, έτυχε να διοριστεί στην τότε ΙΒ’ Αρχαιολογική Εφορεία Βέροιας, στη δικαιοδοσία της οποίας ανήκε και ο αρχαιολογικός χώρος της Βεργίνας. Αλλά στον ίδιο χώρο έτυχε να διεξάγει και την πρώτη του πανεπιστημιακή ανασκαφή, ως υφηγητής (1957) και αργότερα ως καθηγητής (1961) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Στα τέλη Αυγούστου 1977, όταν ο Ανδρόνικος άρχιζε τις ανασκαφικές έρευνες της χρονιάς εκείνης στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, τις τόσο “καρποφόρες:, ήταν πλέον πεπεισμένος ότι ο αρχαιολογικός χώρος που ερευνούσε από το 1951 ταυτιζόταν με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα των Μακεδόνων. Την άποψη αυτή πρώτος την είχε υποστηρίξει ο Nicolas Hammond το 1968, χωρίς ωστόσο να βρει ιδιαίτερη απήχηση στην επιστημονική κοινότητα. “Θα ήμουν ευτυχής αν πραγματικά ήμουν ο ανασκαφέας των Αιγών, έστω και χωρίς να το ξέρω· αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω”, είχε πει στον Αγγλο ιστορικό ο ίδιος ο Ανδρόνικος. Και όμως, υπήρχαν ενδείξεις που υποστήριζαν μια τέτοια ταύτιση. Κατ’ αρχάς στη Βεργίνα ήταν γνωστό, ήδη από τον 19ο αι., ένα εντυπωσιακό ανάκτορο, το οποίο από το 1938 ανέσκαπτε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, με πρώτο ανασκαφέα τον καθηγητή Κωνσταντίνο Ρωμαίο, τον δάσκαλο του Ανδρόνικου. Υπήρχε ακόμη ένα μεγάλο νεκροταφείο τύμβων, με τις παλαιότερες ταφές να χρονολογούνται στον 10ο αι. π.Χ., το οποίο, όπως ήδη ανέφερα, ανασκάφηκε από τον Ανδρόνικο, κατά ένα μεγάλο μέρος του, και δημοσιεύθηκε από τον ίδιο υποδειγματικά (1969).»
Τι τον οδήγησε να αποδεχθεί τελικά την άποψη του Χάμοντ; Πάντοτε σύμφωνα με το σχετικό άρθρο του Μ. Τιβέριου, «ήταν ένα άλλο ανασκαφικό δεδομένο. Κατά την έρευνα της Μεγάλης Τούμπας, την οποία ο Ανδρόνικος είχε αρχίσει ήδη από το 1951 και τη συνέχιζε έκτοτε κατά διαστήματα, βρίσκονταν, στο γέμισμά της, πολλά θραύσματα επιτύμβιων στηλών, κυρίως του 4ου αι. π.Χ. Λίγες χρονολογούνταν και στον 5ο αι., ενώ οι οψιμότερες στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι. π.Χ. Χωρίς αμφιβολία προέρχονταν από τη βίαιη καταστροφή ενός νεκροταφείου, που τοποθετείται γύρω στα 280-270 π.Χ. Μια τέτοια ιερόσυλη πράξη ξέρουμε ότι συνέβη την εποχή αυτή στις Αιγές. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, Γαλάτες μισθοφόροι του Πύρρου (το 274/3 π.Χ.), “άρχισαν να σκάβουν τους τάφους των βασιλέων που ήταν θαμμένοι εκεί και άρπαξαν απ’ αυτούς τα πολύτιμα πράγματα, ενώ τα οστά τα πέταξαν ιερόσυλα”. Επομένως, “τα συντριμμένα ταφικά μνημεία… στην επίχωση της Μεγάλης Τούμπας της Βεργίνας” (διαμέτρου περίπου 110 μ. και ύψους γύρω στα 13 μ. και η οποία, όπως αποδείχθηκε, κάλυπτε βασιλικούς τάφους), “πρέπει να είναι τα λείψανα αυτής της καταστροφής, αφού μια τέτοια μοναδική ιερόσυλη ενέργεια μπορούσε να προέρχεται μόνον από βαρβάρους”. Η ταύτιση λοιπόν των Αιγών με τον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας ήταν και από τον Ανδρόνικο πλέον αποδεκτή.»
Διαπιστώνουμε πως η αρχαιολογική δουλειά του Δασκάλου στην περιοχή μετρούσε δεκαετίες. Από το 1952 έως το 1961 ανασκάφηκαν συστηματικά 32 τύμβοι και τα αποτελέσματά της έρευνάς δημοσιεύθηκαν στον τόμο Βεργίνα Ι, που κυκλοφόρησε το 1969.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Μανόλης Ανδρόνικος γίνεται πανεπιστημιακός δάσκαλος (υφηγητής το 1957, καθηγητής το 1961) και διαδεχόμενος τον Ρωμαίο, ανασκάπτει πλέον στη Βεργίνα με τη βοήθεια των φοιτητών του. “Τώρα πια η ανασκαφή γινόταν και εργαστήριο διδαχτικό”, έλεγε. Τα χρόνια που ακολούθησαν (1962-63) έγιναν δοκιμαστικές τομές στη Μεγάλη Τούμπα, οι οποίες όμως δεν έδωσαν ουσιαστικά αποτελέσματα.
Υστερα από ένα κενό αρκετών χρόνων ήρθε η ώρα (το 1976) για να αρχίσει η συστηματική ανασκαφή. Μέσα από μια έντονη ανασκαφική διαδικασία, που κράτησε πέντε χρόνια, ήρθαν στο φως οι αρχαιότητες που φυλούσε καλά κρυμμένες ο τεράστιος χωμάτινος όγκος. Ένα Ηρώο, ένας κιβωτιόσχημος τάφος με καταπληκτική ζωγραφική διακόσμηση, δύο ασύλητοι μακεδονικοί τάφοι και ένας κατεστραμμένος είναι χονδρικά ο απολογισμός της αποκάλυψης.
Τα χωρία του αρχαίου ιστορικού Πλουτάρχου, ήταν ο οδηγός του για την τοποθεσία όπου πιθανόν να είχε ταφεί ο βασιλιάς των Μακεδόνων.
«Ζούσα μέρα και νύχτα το μεγάλο όνειρο» γράφει στο Χρονικό της Βεργίνας. «Έτρωγα με τα μάτια μου το χώμα της Τούμπας, ανέβαινα και κατέβαινα, πήγαινα κι ερχόμουν και πάσχιζα να μαντέψω το μυστικό της. Όχι με σχολαστικές παρατηρήσεις τυπικών στρωματογραφικών ενδείξεων, αλλά με μια σύνολη εκτίμηση όλων μαζί των εικόνων που μου έδινε».
Το μυαλό του δούλευε απεγνωσμένα· γι’ αυτό και έσκαβε σε διάφορα σημεία, δυστυχώς χωρίς επιτυχία στην αρχή. Όταν φάνηκε όμως το πρώτο παράξενο τοιχάριο, η χαρά του ήταν απερίγραπτη. «Το μόνο που έλεγα και ξανάλεγα ήταν πως πολύ μου αρέσει, πως είμαι περίεργος να δω τι είναι, πως κάτι παράξενο και ενδιαφέρον θα μας δώσει. Δεν ήξερα τι· ήταν αδύνατον
Κατά δεύτερον, βλέπουμε ότι Ανδρόνικος με απέραντη σεμνότητα και προσοχή παρακολουθούσε τι βγάζει η ανασκαφή του. Και με τρομερό χτυποκάρδι. Είχε ζητήσει άδεια να σκάψει έναν λοφίσκο στο κέντρο της Βεργίνας, με υποχρέωση αν δεν εύρισκε κάτι, να επαναχωματώσει την περιοχή. Φέρνοντας πίσω τόνους επί τόνων υλικού. Είχε τα χρήματα; Δεν τα είχε! Αλλά έπρεπε να σκάψει. Πήρε λοιπόν «το τσαπάκι της ανασκαφής» όπως ο ίδιος το έλεγε και φτάνοντας σε κάποιο σημείο, συνάντησε ένα στρώμα καταστροφής τάφων. Έστυψε το μυαλό του να βρει τι ήταν και σαν αστραπή «εμφανίστηκαν» στον νου του οι περιγραφές του Πλούταρχου. Προέρχονταν από τη βίαιη καταστροφή ενός νεκροταφείου, που τοποθετείται γύρω στα 280-270 π.Χ., ιερόσυλη πράξη των Γαλατών μισθοφόρων του Πύρρου (το 274/3 π.Χ.). Κατέσκαψαν τους τάφους, πήραν τα πολύτιμα αντικείμενα και πέταξαν τα οστά. Εκεί λοιπόν ήταν η «βασιλική τούμπα» των Αιγών.
Η συνέχεια τον δικαίωσε απόλυτα. Το σκάψιμο συνεχίζεται και φτάνουμε επιτέλους στην Ημέρα της δόξας. Στο «κλειδί» ενός μακεδονικού τάφου (σ.σ. συγκεκριμένη πέτρα, με την οποία σφραγιζόταν στην πίσω όψη ο τάφος. Αν είχε συλληθεί, η πέτρα δεν ήταν στη θέση της. Η συγκεκριμένη ήταν εκεί!) Οι τεχνίτες την έβγαλαν, ενώ γύρω επικρατούσε νεκρική σιγή. Μέσα από ένα άνοιγμα πλάτους 34 εκατοστών και μήκους λίγο περισσότερο από μισό μέτρο, κρατώντας ένα ηλεκτρικό φανάρι στο χέρι, ο Ανδρόνικος ρίχνει φως μέσα στον θάλαμο, ανακαλύπτοντας στο δάπεδο μια σπάνια συλλογή ασημένιων και χρυσών αντικειμένων. Πολύ κοντά στον τοίχο υπήρχε μια μαρμάρινη σαρκοφάγος. Θα έγραφε αργότερα στο Χρονικό:
«Είχα βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. […] Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν ότι μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας».
Οι επιφάνειες της ολόχρυσης λάρνακας ήταν διακοσμημένες με ρόδακες και φυτικά στοιχεία, ενώ τα πόδια της τελείωναν σε δάχτυλα λιονταριού. Με πολλή προσοχή και ακόμη περισσότερη συγκίνηση, ανασήκωσε αργά το κάλυμμα της σαρκοφάγου, πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι περίμεναν ότι μέσα θα υπάρχουν απλώς τα καμένα οστά του νεκρού. «Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά, μέσα στη λάρνακα ήταν τοποθετημένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο, ως την κορφή του χρυσού κιβωτίου, τα καμένα οστά.
Ήταν πεντακάθαρα και δεν υπήρχε αμφιβολία πως προτού τοποθετηθούν εκεί είχαν πλυθεί με μεγάλη φροντίδα, πιθανότατα με κρασί. Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς, που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά (σ.σ. που είχαν βαφεί μοβ από το χρυσοπόρφυρο ύφασμα που τα κάλυπτε). Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από ένα άτοπον πάθος.
Για μια στιγμή ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος από το συναρπαστικό όνειρο που ζούσα μέρα μεσημέρι. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή (και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας), κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”.
O τάφος είναι βασιλικός. Και όταν λέω βασιλικός, εννοώ τάφος βασιλιά και όχι απλώς ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας. Τα κυριότερο στοιχείο που μας έδωσε ο τάφος είναι το κυκλικό διάδημα (σ.σ. στέμμα) κυλινδρικής τομής από χρυσό και ασήμι. […] Αυτό έμπαινε στο κεφάλι, είναι αναμφισβήτητο. Το ίδιο περίπου σχήμα διαδήματος βρίσκουμε σε πορτρέτα ελληνιστικών βασιλέων, αλλά και σε αντίγραφα πορτρέτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τοιχογραφίες».
Τρίτον, η αποκάλυψη του τάφου δεν αρκούσε για να αποδοθεί ο τάφος στον Φίλιππο. Η εκ των συνεργατών του Χρυσούλα Παλιαδέλη, έχει τονίσει ότι μετά την εξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο και σε συνδυασμό με ιατρικές και φυσικοχημικές εξετάσεις, αλλά και την εν γένει ιστορική έρευνα, τεκμαίρεται πως «ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο τον Β΄».
Η δε Στέλλα Δρούγου, εκ των συνεργατών του επίσης, έχει μελετήσει και δημοσιεύσει ανάμεσα σε άλλα και την κεραμική του τάφου. Από τα κεραμικά ευρήματα αποδεικνύεται πως είναι ο τάφος του Φιλίππου, καθώς χρονολογούνται περί το 336 π.Χ. (χρονιά δολοφονίας του βασιλιά) με ακρίβεια πενταετίας.
Οι μελέτες της Χρυσούλας Παλιαδέλη, της Στέλλας Δρούγου και της Αγγελικής Κοτταρίδη, η οποία επίσης υπήρξε συνεργάτις του Μανόλη Ανδρόνικου, συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Οι βασιλικοί τάφοι έχουν συντηρηθεί, στεγαστεί, αναδειχθεί και το έργο όλων συναντά την αποδοχή και τον προσήκοντα σεβασμό.
Είναι 100% βέβαιον πως αυτός είναι ο τάφος του Φιλίππου; Κάποια από τις συνεργάτιδες του Ανδρόνικου, απάντησε κάποτε στην υπογράφουσα πως για να το αμφισβητήσει θα πρέπει να βρεθεί άλλος βασιλικός τάφος των ίδιων ετών/ έτους, με θαμμένο βασιλιά της ηλικίας του Φιλίππου Β και με στρώμα καταστροφής επάνω του της περιόδου κατά την οποία οι Γαλάτες σύλησαν τη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών.
Κάτι μας λέει πως μάλλον δεν θα συμβεί αυτό…