Με βασικό θέμα συζήτησης, την οπαδική βία ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης έκανε λόγο, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό “Open”, για «επίμονο φαινόμενο. Έρχεται και επανέρχεται. Έχουν ληφθεί μέτρα, υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες στιγμές. Μετά την παρέμβαση του καλοκαιριού υπήρξε ένα διάστημα, στο οποίο οι αγώνες κύλησαν υποδειγματικά, όχι ότι δεν υπήρξαν και περιστατικά», ήταν η εισαγωγική του αναφορά.
Ερχόμενος, όμως, στο γεγονός που έγινε το βράδυ της Πέμπτης, έξω από το γήπεδο «Μελίνα Μερκούρη», επεσήμανε πως «αυτό που συμβαίνει τώρα […] αρχίζει να ξεφεύγει από κάθε λογική».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «έχουμε πράξη με ανθρωποκτόνο δόλο», αφού, όπως εξήγησε εν συνεχεία, «αυτές οι φωτοβολίδες του ναυτικού είναι πολύ ισχυρές και όταν τις στοχεύεις προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, δεν μπορείς να στοχεύσεις στο πόδι, δεν έχει τέτοια ακρίβεια. Εδώ σημαδεύεις άνθρωπο να πας να τον σκοτώσεις».
Συγχρόνως, «εκείνο που μπορώ να σας μεταφέρω, είναι, πραγματικά, την οργή του πρωθυπουργού για αυτήν την κατάσταση». Και, ζητώντας να δούμε τι θα προκύψει από την κυβερνητική σύσκεψη, τόνισε: «Το σίγουρο είναι ότι πρέπει να πάμε ένα βήμα περισσότερο. Ό,τι έχουμε κάνει – που έχουμε κάνει πολλά και ορισμένα από αυτά έχουν αποδώσει – δεν είναι αρκετά».
Με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιες ενέργειες «δεν είναι οπαδοί, είναι εγκληματίες, πρόσχημα είναι, πια, η ομάδα», ο κ. Βορίδης διευκρίνισε, αμέσως μετά: «Υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο, ώστε να διωχθούν επαρκώς, βαριά και προσηκόντως συμφώνως με τις πράξεις που έχουν κάνει. Αυτές είναι βαρύτατες κατηγορίες, στην πραγματικότητα πηγαίνουμε στο ανώτατο όριο ποινών […] εδώ, κυρίως, πρέπει να ληφθούν αποφάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το πλαίσιο. Με την αφορμή που χρησιμοποιείται κάθε φορά για να γίνονται αυτές οι βαρύτατες εγκληματικές πράξεις. Η αφορμή είναι η αθλητική συνάντηση», επέμεινε εξ άλλου.
Για τη στάση της Αστυνομίας, είπε πως «έχει ενεργήσει, έχει κάνει αυτά τα οποία μπορεί να κάνει». Ειδικώς δε, για την κριτική που δέχεται η ΕΛΑΣ για τις μαζικές προσαγωγές στο γήπεδο την Πέμπτη, δήλωσε πως συμφωνεί απολύτως με τη δράση της Αστυνομίας. Εν προκειμένω, «έχει συμβεί ένα βαρύτατο κακούργημα, μια απόπειρα ανθρωποκτονίας, προφανώς ο ύποπτος είναι ακόμη εκεί […] η Αστυνομία θέλει να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα ελέγχου προκειμένου να βρει ποιος είναι εκείνος που τέλεσε την πράξη […] (μήπως) έπρεπε να ανοίξουμε τις πόρτες να φύγει;», διερωτήθηκε ακόμη. Ενώ παρατήρησε ότι «όλες οι ομάδες θα έπρεπε […] να συνεργάζονται».
Στην πορεία της εκπομπής, αναδείχθηκε πάντως και μια άλλη πτυχή του ζητήματος «οπαδική βία». Με αφορμή μήνυμα τηλεθεατή, ο κ. Βορίδης θυμήθηκε παλαιότερο περιστατικό, στο λιμάνι της Ραφήνας, όπου οπαδός της ΑΕΚ έβαλλε με ναυτική φωτοβολίδα κατά άνδρα του Λιμενικού Σώματος. Κατά σύμπτωση, ο υπουργός ήταν ο δικηγόρος του παθόντα και παραδέχθηκε ότι, όντως, η εκδίκαση της υπόθεσης διήρκεσε μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αλλάζοντας θέμα, στα της επίσκεψης Ερντογάν, δήλωσε εξ αρχής ότι «δεν περιμέναμε ότι θα έλθει ο Τούρκος Πρόεδρος και δεν θα έλεγε τις θέσεις της Τουρκίας. Μάλιστα, σε πολύ μεγάλο βαθμό σε πολλά από τα ζητήματα στα οποία η Τουρκία έχει τις γνωστές θέσεις, επέλεξε αρκετά γενικόλογες διατυπώσεις και απέφυγε συγκεκριμένες τοποθετήσεις στις οποίες έχουμε αποκλίνουσες θέσεις».
Για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ειδικότερα, σημείωσε ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διατύπωσε την άποψη της Τουρκίας, «του απάντησε σωστά ο πρωθυπουργός κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στη Συνθήκη, η οποία καθορίζει το συλλογικό χαρακτήρα της μειονότητας ως μουσουλμανικής».
Για το Λαύριο, αφού απέρριψε τις τουρκικές αιτιάσεις ότι ήταν καταφύγιο τρομοκρατών, αναγνώρισε πως «ήταν μια ιστορία που έπρεπε να κλείσει, έκλεισε επί κυβερνήσεώς μας και σωστά έγινε. Ήταν ένα άτυπο πράγμα, το οποίο είχε μείνει εκεί χωρίς κανένα έλεγχο στην πραγματικότητα […] για πάρα πολλά χρόνια […] δεν ήταν χώρος υποδοχής προσφύγων. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν χώρο ελεγχόμενο από το PKK, για αυτό το χαρακτήριζαν τρομοκρατικό, αυτό είναι υπερβολή», ανέφερε επίσης και έκλεισε με την επισήμανση ότι δεν έκλεισε γιατί «το ήθελε η Τουρκία, αλλά γιατί συμμαζεύουμε όλη την ιστορία με τους μετανάστες σε όλη την Ελλάδα».
Η Διακήρυξη των Αθηνών, προσέθεσε, «δεν παράγει νομικές δεσμεύσεις, είναι πολιτική δέσμευση. Έχει την ισχύ και την εγκυρότητα των πολιτικών δεσμεύσεων». Δεν απέκλεισε, πάντως, «να δούμε μια απρόβλεπτη Τουρκία, πράγματι σε πολλές στιγμές έχει διακυμάνσεις η στάση της, δεν αποκλείει κανείς να αλλάζει ξανά τη ρητορική της».
Όμως, στο πλαίσιο της λεγομένης soft atzenta, «υπάρχουν πολύ ισχυρές διμερείς εμπορικές σχέσεις, αγοραπωλησίες αγροτικών προϊόντων, σημαντικές τουριστικές ανταλλαγές». Έτσι, «σε αυτό το επίπεδο, πέντε πράγματα θα προχωρήσουν. Αν αυτά μας φθάνουν στη σκληρή ατζέντα κάποια στιγμή, αν οικοδομηθεί εμπιστοσύνη και όλα πάνε καλά, ενδεχομένως (αυτό) μπορεί να ανοίξει και τα επόμενα κεφάλαια».
Η συνέντευξη έκλεισε με τα θέματα διαφθοράς, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά αυτής. «Η χώρα τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχει κάνει μια σειρά από πράγματα, τα οποία έχουν βελτιώσει θεαματικά την κατάταξή της στους διεθνείς δείκτες διαφθοράς». Η χώρα αυτή τη στιγμή, εξειδίκευσε, βρίσκεται στην ανώτερη κατηγορία του 30% των χωρών που «αντιμετωπίζουν με τον καλύτερο τρόπο τη διαφθορά. Έχει βελτιώσει κατά 10 θέσεις τη θέση της το 2022, ενώ τα προηγούμενα χρόνια είχε χάσει 8 – 9 θέσεις. Συνολικά έχουμε μια βελτίωση 20 θέσεων. Αυτά δεν έχουν γίνει με κάποιο μαγικό τρόπο. Έχουν γίνει γιατί έχουμε φτιάξει την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, το νόμο για το l