Σε φάση κατασκευής μπαίνει η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ, με φορέα υλοποίησης τη νεοσυσταθείσα εταιρεία ειδικού σκοπού, θυγατρική του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), υπό την επωνυμία Great Sea Interconnector. Αυτό τόνισε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ, Μάνος Μανουσάκης, κατά την ομιλία του σε ειδική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σήμερα στο περίπτερο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην COP 28 που λαμβάνει χώρα στο Ντουμπάι.
Στη συζήτηση που είχε ως αντικείμενο τη σημασία των διασυνοριακών διασυνδέσεων για την ενεργειακή μετάβαση και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κρίσιμες αυτές υποδομές συμμετείχαν η Υπουργός Ενέργειας του Βελγίου (της χώρας που θα αναλάβει την προεδρία της ΕΕ την 1η Ιανουαρίου) Tinne Van der Straeten, η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας Αλεξάνδρα Σδούκου, η Διευθύνουσα Σύμβουλος του Renewable Grid Initiative Antonella Battaglini, ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ELICA Ιωάννης Καρύδας και ο Διευθυντής του Κέντρου Καινοτομίας και Τεχνολογίας της IRENA Roland Roesch.
Στο πλαίσιο της παρουσίασης του ΑΔΜΗΕ και των μεγάλων έργων διεθνών διασυνδέσεων που έχει δρομολογήσει, ο κ. Μανουσάκης ανέφερε ότι ο ΑΔΜΗΕ είναι ο νέος φορέας υλοποίησης του έργου, έχοντας διαδεχτεί τον EuroAsia Interconnector ο οποίος έφτασε το project στο ώριμο σημείο που είναι σήμερα.
Σημειώνεται, ότι προ ημερών υπεγράφη η συμφωνία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων (Asset Purchase Agreement) από τον EuroAsia Interconnector στον ΑΔΜΗΕ, γεγονός που σηματοδοτεί με τον πλέον επίσημο τρόπο το νέο κεφάλαιο που ανοίγει για το εμβληματικό έργο και το νέο φορέα υλοποίησης. Η συμφωνία αφορά στη μεταβίβαση -μεταξύ άλλων- της επιδότησης ύψους 657 εκατ. ευρώ που έχει εξασφαλιστεί για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ από το Connecting Europe Facility της ΕΕ και όλων των μελετών και των αδειών. Επίσης, ο ΑΔΜΗΕ καθίσταται πλέον νέος αντισυμβαλλόμενος της Nexans στην σύμβαση για την κατασκευή του καλωδιακού τμήματος της διασύνδεσης Κρήτης-Κύπρου που υπεγράφη τον περασμένο Ιούλιο.
Ο κ. Μανουσάκης υπογράμμισε επίσης ότι εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον από την αγορά για το έργο με τη νέα του «ταυτότητα», όπως προκύπτει και από το MoU που υπεγράφη σήμερα μεταξύ του ΑΔΜΗΕ, του υπουργείου Ενέργειας της Κύπρου και της TAQA, ενεργειακής εταιρείας με έδρα το Άμπου Ντάμπι.
Ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ έκανε επίσης ειδική μνεία και στη διασύνδεση Ελλάδας-Αιγύπτου (GREGY), που προωθεί η Elica SA του Ομίλου Κοπελούζου, το οποίο χαρακτήρισε ως «ένα ακόμη έργο στρατηγικής σημασίας όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για ολόκληρη την ΕΕ».
Όπως είπε, «τόσο ο Great Sea Interconnector, όσο και το GREGY, περιλαμβάνονται στον επικαιροποιημένο κατάλογο των Έργων Κοινού και Αμοιβαίου Ενδιαφέροντος (PCI/PMI) της Ε.Ε».
«Το GREGY μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην εκμετάλλευση του πράσινου δυναμικού της Αιγύπτου, προκειμένου η Ευρώπη να διαφοροποιήσει τις πηγές ενεργειακού εφοδιασμού της και να επιταχύνει την ενεργειακή της μετάβαση. Ο ΑΔΜΗΕ υποστηρίζει το έργο αυτό από τις αρχικές φάσεις του σχεδιασμού του και συμβάλλει με την εμπειρία και την τεχνογνωσία του, στην ωρίμανσή του».
Επίσης, αναφέρθηκε και στις σημαντικές συνέργειες που αναπτύσσονται με το Great Sea Interconnector και το GREGY, με ένα άλλο μεγάλο έργο που αναπτύσσει ο ΑΔΜΗΕ, την ηλεκτρική σύνδεση Ελλάδας-Γερμανίας Green Aegean Interconnector.
«Αυτά τα έργα αποτελούν μια ισχυρή διαδρομή καθαρής ενέργειας, που εκτείνεται από την Αφρική στη βιομηχανική «καρδιά» της Κεντρικής Ευρώπης, μέσω της Ελλάδας», είπε χαρακτηριστικά.
Επικαλούμενος μελέτη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ) τόνισε ότι προκειμένου να υποστηριχθούν οι παγκόσμιοι κλιματικοί στόχοι, θα πρέπει μέχρι το 2040 να προστεθούν 80 εκατ. χιλιόμετρα νέων δικτύων σε όλον τον κόσμο. Στην κατεύθυνση αυτή, εξήρε την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για χρηματοδότηση νέων έργων ηλεκτρικών δικτύων με 584 δισ. ευρώ σχολιάζοντας ότι πρόκειται να βελτιώσει τη δυναμική που υπάρχει για την υλοποίηση νέων διεθνών διασυνδέσεων.
Κλείνοντας την τοποθέτησή του, υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη των νέων υποδομών θα απαιτήσει πρόσθετους ανθρώπινους πόρους και θα έχει αυξημένο κόστος, το οποίο θα πρέπει να μοιραστεί δίκαια, με βάση τις κατάλληλες πολιτικές.