Τα ποτάμια και οι πηγές νερού, που συντελούν στην απίστευτη ομορφιά της αρχαίας πόλης του Δίου, είναι πιθανόν να επιφέρουν φθορές και μεγάλες πλημμύρες στους καιρούς της κλιματικής αλλαγής στους οποίους ζούμε. Προσπαθώντας να θωρακίσει την ιερή πόλη των Μακεδόνων, το υπουργείο Πολιτισμού συντάσσει και εκτελεί μελέτες προστασίας του αρχαιολογικού χώρου από πλημμυρικά φαινόμενα.
Μια τέτοια μελέτη, συζητήθηκε και επαινέθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Συντάχθηκε από την ανάδοχο εταιρεία Hydroment Σύμβουλοι Μηχανικοί Α.Ε. και ασχολείται με όλα τα προβλήματα. Οι λύσεις που προτείνονται έχουν υπολογισμούς για τυχόν περιπτώσεις έντονων φαινομένων, όπως ο «Ντάνιελ». Κάτι για το οποίο οι αρχαιολόγοι και οι ειδικοί επιστήμονες θέλουν να είναι έτοιμοι, ώστε να μην κινδυνεύσει το Δίον.
«Το Δίον είναι ένας μαγευτικός τόπος στην Πιερία, στο σημείο που σβήνουν οι ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου και αναβλύζουν εκατοντάδες πηγές με κρυστάλλινο νερό» κατά τον αείμνηστο Δημήτρη Παντερμαλή που ήταν ο ανασκαφέας του και το λάτρεψε. «Εκεί ξεκινούσε και ο Βαφύρας, το αρχαίο ποτάμι, που στα πεντακάθαρα νερά του λούζονταν οι Νύμφες. Πανύψηλες βαλανιδιές και άφθονα νερά ήταν τα θεϊκά σημάδια για τις λατρείες του Ολυμπίου Διός που έκανε αισθητή εδώ την παρουσία του με τους κεραυνούς του και των Μουσών που χαίρονταν την υγρή φύση και τη σκιά των δένδρων. Οι γιορτές για το Δία και τις Μούσες στα χρόνια του δραστήριου βασιλιά Αρχελάου (413-399 π. Χ.) απέκτησαν ιδιαίτερη λαμπρότητα. Διαρκούσαν εννιά ολόκληρες ημέρες, όσες και οι Μούσες, και απέκτησαν μεγάλη φήμη ως οι ολυμπιακοί αγώνες της Μακεδονίας.»
Ο Βαφύρας, αλλιώς γνωστός και ως Ελικώνας αλλά και Ουρλιάς, ήταν ο ποταμός όπου σύμφωνα με τη Μυθολογία, οι μαινόμενες γυναίκες της Πιερίας ξέπλυναν τα χέρια τους έπειτα από το φόνο του Ορφέα. Το ποτάμι Ελικών χάθηκε στη γη, διότι ο ποτάμιος θεός αρνήθηκε να τις εξαγνίσει και ξαναβγήκε στην επιφάνεια, στο Δίον, με το όνομα Βαφύρας.
Η ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου οριοθετείται προς τα δυτικά και νοτιοδυτικά από τους πρόποδες του Ολύμπου, προς τα ανατολικά από τον κάμπο έως το παραλιακό μέτωπο του Θερμαϊκού κόλπου και προς τα βόρεια από τον κάμπο της Κατερίνης. Η παρουσία κατά την αρχαιότητα του πλωτού ποταμού Βαφύρα αποτελούσε το φυσικό ανατολικό όριο της πόλης, παρέχοντας διέξοδο προς τη θάλασσα, δυνατότητα ενασχόλησης με το εμπόριο και οικονομική ανάπτυξης της περιοχής.
Η περιοχή ήταν γνωστή από τότε για τις πηγές που ανάβλυζαν, οι οποίες σε συνδυασμό με τους χειμάρρους που εκκινούσαν από τους πρόποδες του Ολύμπου τροφοδοτούσαν τον Βαφύρα, σύμφωνα με όσα είπε στο ΚΑΣ ο διευθυντής Θεμιστοκλής Βλαχούλης. Συγχρόνως οι μετατοπίσεις της κοίτης και η υπερχείλιση του ποταμού δημιουργούσαν συνθήκες εκδήλωσης πλημμυρικών φαινομένων ήδη από εκείνα τα χρόνια. Οι αρχαίοι κάτοικοι είχαν συνδυάσει στοιχεία της λατρείας με τις πλημμύρες και γενικά τα άφθονα νερά. Παρότι, οι πλημμύρες απειλούσαν την πόλη.
Σήμερα στην περιοχή υφίσταται η τεχνητή τάφρος Βαρικού – Μαλαθριάς (Βαφύρας), η οποία κατά θέσεις ακολουθεί ή αποκλίνει από την κοίτη του ποταμού της αρχαιότητας. Στην τάφρο η οποία κατασκευάστηκε το 1951 με σκοπό την αποστράγγιση της ευρύτερης περιοχής, συμβάλει ο χείμαρρος Ουρλιάς στα βόρεια του αρχαιολογικού χώρου και πριν από την είσοδο του σε αυτόν. Η εκδήλωση πλημμυρών, προκαλεί πλέον διαβρώσεις και σταδιακά συνθήκες αστάθειας των δομικών στοιχείων και φυσικών πρανών του αρχαιολογικού χώρου, καθώς επίσης επισφαλείς συνθήκες για τους εργαζομένους και επισκέπτες αυτού.
Για την προστασία του αρχαίου τείχους από πλημμυρικά φαινόμενα εκπονήθηκε η “Μελέτη για την όδευση της τάφρου εκτροπής του ρέματος Ουρλιά και λοιπών επεμβάσεων προστασίας από πλημμυρικά φαινόμενα”, από την εταιρεία Πιερική Αναπτυξιακή ΑΕ. Η μελέτη που συζητήθηκε προχθές περιλαμβάνει τοπογραφικές αποτυπώσεις στη ζώνη γύρω από την τάφρο του Βαφύρα, υδρογεωλογική μελέτη και έρευνα και υδραυλική μελέτη.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου, ο βασικός υδροφόρος υψηλής δυναμικότητας αναπτύσσεται εντός των αδρόκοκκων Πλειστοκαινικών αποθέσεων. Έτσι μετά το λιώσιμο των χιονιών του Ολύμπου παρατηρείται η υπόγεια και επιφανειακή απορροή υδάτων στα ρέματα της περιοχής όπως είναι ο Ουρλιάς, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ύψος της στάθμης του προσχωματικού υδροφόρου ορίζοντα πλησίον της τάφρου Βαρικού – Μαλαθριάς (Βαφύρας) προσεγγίζει την επιφάνεια του φυσικού εδάφους.
Στην άμεση περιοχή του αρχαιολογικού χώρου επικρατούν κυρίως οι Ολοκαινικές αποθέσεις πολύ χαμηλής υδροπερατότητας. Ο συνδυασμός των διαφορετικής υδροπερατότητας σχηματισμών εντός του αρχαιολογικού χώρου, με την παρουσία υδρογεωλογικού φραγμού αδιαπέραστου στρώματος, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών αρτεσιανισμού (υπό πίεση ή μερική πίεση υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα), που εκφράζεται με την παρουσία πλήθους αναβλύσεων εντός του εν λόγω χώρου.
Το νερό αποστραγγίζεται κυρίως μέσω των τεχνικών τάφρων. Η κίνηση του νερού εντός αυτού είναι θεωρητικά περιορισμένη και αργή. Εντούτοις φαίνεται ότι ανατολικά (κατάντη) από την περιοχή που ορίζεται, μεταξύ του θεάτρου της ελληνιστικής περιόδου όπου απαντάται γραμμική μορφολογική ανωμαλία και έως πλέον του τέλους της αρχαίας κεντρικής οδού (μετά την έπαυλη του Διονύσου) υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την κίνηση του νερού προς την επιφάνεια του εδάφους
Υστερα από έντονες βροχοπτώσεις σε μικρό χρονικό διάστημα, οι υφιστάμενες γεωλογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες ευνοούν την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων. Χαρακτηριστική είναι η σχεδόν μόνιμη παρουσία υδάτων στον ναό της Ίσιδας, αλλά και η δημιουργία μικρής ή σημαντικής έκτασης λιμνών στα ανάντη και δυτικά της τάφρου. Η μεγαλύτερη εξ αυτών δημιουργήθηκε λόγω παρουσίας σημαντικού αριθμού σημείων ανάβλυσης υπόγειων υδάτων.
Για τον ποσοτικό προσδιορισμό του ύδατος που εκρέει μέσω των αναβλύσεων εντός του αρχαιολογικού χώρου απαιτούνται έρευνες (παρακολούθηση σε ετήσια βάση) και μαθηματικά μοντέλα υπόγειας ροής που ξεπερνούν το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Σημαντική είναι η παρουσία της τάφρου Βαρικού – Μαλαθριάς (Βαφύρας), η οποία διέρχεται από τον αρχαιολογικό χώρο. Μέσω αυτής επιτυγχάνεται η μερική αποστράγγιση των υδάτων που ρέουν επιφανειακά από τα βόρεια (Καρίτσα) αλλά και τα υπόγεια ύδατα που ρέουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά.
Στην περιοχή δεν παρατηρείται έντονη σεισμικότητα σε σχέση με άλλες γειτονικές Περιφερειακές Ενότητες.
Κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστούν έργα που θα προστατεύουν τον Βαφύρα και για δυσμενέστερα φαινόμενα, δηλαδή περιόδου επαναφοράς Τ=50 ετών. Σε συνεργασία με την επιβλέπουσα υπηρεσία (ΔΑΑΜ), διατυπώθηκαν προτάσεις γιατην άρση της πλημμυρικής ανεπάρκειας που παρατηρείται στην τάφρο Βαφύρα. Θα ληφθούν και συμπληρωματικά μέτρα για (μικρότερες) τοπικές κατακλύσεις στις περιοχές του λιμενίσκου και των ιερών. Ειδικός οχετός θα γίνει για την προστασία των ιερών Ισιδος και Υψίστου Διός.
Αγγελική Κώττη