Την ώρα που τα μάτια όλων μας είναι στραμμένα στις δυο πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, ένας άλλος κίνδυνος ο οποίος δυνητικά μπορεί να απειλήσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος, διογκώνεται κάθε ημέρα που περνά. Ο κίνδυνος αυτός έχει να κάνει με τις βάσεις τις διεθνούς οικονομίας, οι οποίες λόγω των πολιτικών, προστατευτισμού και πράσινης ουτοπίας, που εφαρμόζονται στη Δύση, πλήττονται θανάσιμα. Με δεδομένο, ότι η οικονομία συνδέεται άμεσα με την εθνική και διεθνή ασφάλεια, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε κρίσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτές που βιώνουμε σήμερα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι ομοιότητες με την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι πολλές. Το Σοβιετικό καθεστώς, τοποθετούσε απολυταρχικά καθεστώτα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, το καθεστώς του Μάο βρίσκονταν προ των πυλών του ελέγχου της Κίνας και το νέο κράτος του Ισραήλ, βρίσκονταν σε πόλεμο με τους γείτονες του, με τον κίνδυνο ενός ευρύτερου πολέμου να είναι ορατός.
Τότε σε αντίθεση με σήμερα, η κυρίαρχη δύναμη της Δύσης, η Αμερική, είχε την τύχη να έχει στο τιμόνι της έναν αποφασιστικό και ρεαλιστή πρόεδρο, τον Χάρι Τρούμαν, και Υπουργό Εξωτερικών, τον Τζόρτζ Μάρσαλ. Αυτό το πραγματικά διορατικό δίδυμο, αντιλήφθηκε άμεσα τους κινδύνους που απειλούσαν τη Δύση και τον ελεύθερο κόσμο. Ότι στην εποχή του κινδύνου ενός πυρηνικού ολέθρου, η αποκαλούμενη ισορροπία του τρόμου, θα μπορούσε να φέρει ειρήνη μόνο εάν οι Αμερική και η σύμμαχοί της, είχαν την απαιτούμενη ισχύ και πάνω από όλα τη θέληση να αποτρέψουν τον αντιδημοκρατικό άξονα, από το να ανατρέψει τη διεθνή σταθερότητα. Επίσης, είχαν κατανοήσει ότι για να γίνει δυνατό κάτι τέτοιο, η Αμερική στο εσωτερικό της έπρεπε, τουλάχιστον στους βασικούς άξονες, να έχει μια εξωτερική πολιτική με διακομματική στήριξη. Και πάνω από όλα, ότι οι οικονομικές συνθήκες τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, έπρεπε να είναι τέτοιες που να επιτρέπουν στις κοινωνίες να έχουν μια καθημερινότητα, η οποία θα προωθεί την πολιτική σταθερότητα που απαιτείται για την επιβίωση ενός δημοκρατικά φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος.
Δυστυχώς, σήμερα, στην Αμερική της κυβέρνησης του προέδρου, Τζο Μπάιντεν, έχουμε μια ακριβώς αντίθετη πραγματικότητα. Σε μια εποχή που ο κόσμος κατακλύζεται από κρίσεις και κινδυνεύει, ο αμυντικός προϋπολογισμός της Αμερικής, μειώνεται σε επικίνδυνα επίπεδα. Οι σχέση του Λευκού Οίκου του κ. Μπάιντεν, με τους Ρεπουμπλικάνους στο Κογκρέσο, ακόμα και τους μετριοπαθείς, είναι στο χειρότερο δυνατό επίπεδο και δεν πλησιάζει καν τη λογική της εποχής Τρούμαν – Μάρσαλ.
Ακόμα χειρότερα, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν, υπονομεύουν την ανάπτυξη και δημιουργούν προβλήματα στην πολιτική και κοινωνικά σταθερότητα διεθνώς.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, από τη μια πλευρά εφαρμόζει πολιτικές προστατευτισμού που πλήττουν το ελεύθερο εμπόριο, απαραίτητο για τον οικονομικό δυναμισμό που είναι αναγκαίος για την Αμερική και τη σταθερότητα του διεθνούς συστήματος. Από την άλλη, η χωρίς καμία στρατηγική βίαιη προώθηση της αποκαλούμενης πράσινης ενεργειακής μετάβασης, είναι δεδομένο ότι θα επιβραδύνει δραματικά την ανάπτυξη διεθνώς και θα φέρει σε έντονη αντιπαράθεση τη Δύση με τον παγκόσμιο Νότο.
Ο κίνδυνος που δημιουργεί η χωρίς ρεαλιστική στρατηγική και σχέδιο, η βίαιη πράσινη ενεργειακή μετάβαση, για τη διεθνή οικονομία και σαν αποτέλεσμα για την εθνική και διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα είναι τεράστιος και αυτό δεν φαίνεται να το αντιλαμβάνονται οι σημερινοί διοικούντες την Αμερική και οι πολιτικές ηγεσίες στη Δύση.
Δεν μιλάμε, μόνο για τα όνειρα θερινής νυκτός και το τεράστιο κόστος της πράσινης ενεργειακής μετάβασης. Αυτό έχει αρχίσει πλέον να γίνεται ορατό. Ακόμα και στην περίπτωση που όλα αυτά τα πράσινα όνειρα επιτευχθούν και δεν ξεπεράσουν το προβλεπόμενο κόστος και πάλι το πρόβλημα θα είναι τεράστιο.
Η αποκαλούμενη πράσινη μετάβαση, προϋποθέτει τεράστια μετατόπιση επενδύσεων από τη δημιουργία νέων αγαθών και υπηρεσιών προς την αντικατάσταση των υφιστάμενων συστημάτων ενέργειας και μεταφορών με συστήματα που αντιγράφουν τις δυνατότητες που ήδη έχουμε. Αν αντικαταστήσουμε ένα εργοστάσιο με καύση άνθρακα με ηλιακούς συλλέκτες και αιολικά πάρκα, δεν έχουμε ξοδέψει χρήματα για να παράγουμε περισσότερη ενέργεια. Έχουμε ξοδέψει χρήματα για να αντικαταστήσουμε την ενέργεια που ήδη είχαμε. Εάν κατασκευάσουμε μια τεράστια υποδομή φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και το πολύ μεγαλύτερο ηλεκτρικό δίκτυο που απαιτείται για την υποστήριξή της, θα έχουμε απλώς αντικαταστήσει το σημερινό σύστημα διανομής βενζίνης που εκτελεί την ίδια λειτουργία.
Η εκτροπή τρισεκατομμυρίων από την αύξηση της προσφοράς καταναλωτικών αγαθών και ενέργειας σε διπλές δυνατότητες που ήδη υπάρχουν, θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο σε όλο τον κόσμο. Θα ενισχύσει τον πληθωρισμό. Και παρά το γεγονός, ότι οι επενδύσεις σε ένα παράλληλο ενεργειακό σύστημα θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και οικονομική ζήτηση, δεν θα δημιουργήσουν επαρκή προσφορά νέων αγαθών για να ικανοποιήσουν αυτή τη ζήτηση. Αυτή η υπερβολική ζήτηση θα οδηγήσει τις τιμές υψηλότερα.
Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το ρεαλιστικό και διορατικό δίδυμο Τρούμαν – Μάρσαλ, είχε πολύ σωστά αντιληφθεί, ότι ο πληθωρισμός, το στάσιμο βιοτικό επίπεδο και ο προστατευτισμός οδηγούν στην καταστροφή. Οι κακές οικονομικές πολιτικές οδηγούν σε πόλωση και άνοδο του λαϊκισμού στις πλούσιες χώρες. Οδηγούν σε επαναστατικές αναταραχές και επικράτηση απολυταρχικών καθεστώτων στις φτωχές χώρες. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι θετικό για την εθνική και διεθνή ασφάλεια.
Οι σημερινοί μαθητευόμενοι μάγοι στην Ουάσιγκτον και αρκετές πολιτικές ηγεσίες στη Δύση, παραπαίουν από τη μία κρίση στην άλλη και οι προοπτικές, τόσο στην Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο κάθε ημέρα που περνά, χωρίς, δυστυχώς, να υπάρχει ένας νέος Τρούμαν.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.