today-is-a-good-day
5.1 C
Athens

Πέθανε ο αρχαιολόγος Πέτρος Θέμελης – Μια μεγάλη απώλεια για την Ελλάδα

«Η έρευνα και η δημιουργία είναι μια όαση» συνήθιζε να λέει ο Πέτρος Θέμελης. Και πράγματι, αυτός ο έξοχος αρχαιολόγος, που έκλεισε τα μάτια του πριν από λίγες ώρες, στην εντατική νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν τον τελευταίο καιρό, ερευνούσε και δημιουργούσε με πάθος και αφοσίωση σε ολόκληρη τη ζωή του. Στα 88 πλέον, δεν άφηνε ούτε λεπτό ανεκμετάλλευτο, προκειμένου να διακονήσει την αρχαία Μεσσήνη, στην οποία έδωσε δεύτερη ζωή, σημερινή, και την Αρχαιολογία, την οποία με αγάπη υπηρέτησε.

Ο Πέτρος Θέμελης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1936 και ήταν γιος του σπουδαίου ποιητή Γιώργου Θέμελη. Είχε την τύχη να συναναστραφεί μυθικά ονόματα από τη διανόηση της πόλης, κάτι που επηρέασε τη σκέψη του, η οποία ήταν πάντοτε φιλοσοφημένη και έκρυβε «ανάσες» ποίησης. Oλοκλήρωσε τις βασικές σπουδές του στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έλαβε πτυχίο Iστορίας και Aρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διδακτορικό δίπλωμα από το Aρχαιολογικό Iνστιτούτο του Πανεπιστημίου του Mονάχου.

Στην αρχή, στρατεύθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Διετέλεσε επιστημονικός βοηθός στην εφορεία αρχαιοτήτων του Nομού Θεσσαλονίκης και συμμετείχε σε ανασκαφές (Στρατώνι Χαλκιδικής, Πέλλα, Bεργίνα). Από το 1963 ως το 1980 υπηρέτησε ως επιμελητής και έφορος Aρχαιοτήτων Hλείας–Mεσσηνίας, Aττικής–Eύβοιας, Φωκίδας–Λοκρίδας και Aιτωλοακαρνανίας. Κατά την τριετία 1977–1980 ήταν διευθυντής του Aρχαιολογικού Mουσείου των Δελφών. Από το 1980 ως το 1984 διατέλεσε προϊστάμενος της Eφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας.

Εκείνη τη χρονιά μετακινήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, όπου δίδαξε ως καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας μέχρι το 2003. Υπήρξε Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών του ίδιου πανεπιστημίου. Από το 1985 ως το 2003 διηύθυνε την πανεπιστημιακή ανασκαφή στον Tομέα I της αρχαίας Eλεύθερνας. Από το 1986 ως τον θάνατό του  διεύθυνε το ανασκαφικό-αναστηλωτικό έργο στην αρχαία Μεσσήνη, για το οποίο τιμήθηκε με το ευρωπαϊκό βραβείο Europa Nostra το 2006 στη Μαδρίτη και το 2011 στο Άμστερνταμ.

Δημοσιεύματα: Δέκα μονογραφίες, διακόσιες πενήντα επιστημονικές μελέτες, βιβλιοκρισίες, αρχαιολογικοί οδηγοί, εκθέσεις ανασκαφών, πρόλογοι εκδόσεων, άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες, μεταφράσεις. Επιφυλλίδες του δημοσιεύονταν τακτικά στον ημερήσιο αθηναϊκό και μεσσηνιακό τύπο, κυρίως στις εφημερίδες «Τα Νέα»  και «Ελευθερία» της Καλαμάτας.

Διακρίσεις: Ηταν επίτιμος δημότης Μεσσήνης, Ανδρούσας και Καλαμάτας, ισόβιος εταίρος της Εν Αθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας, αντεπιστέλλον μέλος του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, μέλος της Eταιρείας Eυβοϊκών Mελετών, του Γερμανικού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, του Aυστριακού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, μέλος της Eπιτροπής Συντήρησης Mνημείων Aκροπόλεως, πρόεδρος της Eταιρείας Mεσσηνιακών Aρχαιολογικών Σπουδών και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής–Ιδρύματος Oικ. Γ. Ψαροπούλου.

Το 2005 τιμήθηκε με τον Tαξιάρχη του Tάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Eλληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο για το διδακτικό, επιστημονικό και ανασκαφικό έργο του. Το 2016 τιμήθηκε για τους ίδιους λόγους με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Επίσης το 2016 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως και αντιπρόεδρος του Σωματείου «Διάζωμα». Θέσεις που του προσφέρθηκαν καθώς η επιστημοσύνη και το κύρος του είχαν αναγνωριστεί.

Θεωρούσε πως η αρχαία Μεσσήνη, την οποία ανέσκαπτε από το 1986, ήταν «ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα, μετά την Ακρόπολη. Ίσως και ο πιο όμορφος» (Athens Voice, σε συνέντευξη που του είχε πάρει η Δήμητρα Γκρους). «Την πρώτη φορά ανέβηκα στην αρχαία Μεσσήνη για μια σύντομη επίσκεψη σε καλοκαιρινές διακοπές στην Πελοπόννησο» εξιστορούσε. «Δεν ήξερα αυτή την αρχαία πόλη στην πλαγιά του όρους Ιθώμη, με Θέατρο εφάμιλλο της Επιδαύρου, με το μεγαλειώδες αρχιτεκτονικό συγκρότημα  του Γυμνασίου, του Σταδίου και της Παλαίστρας, την Αγορά, το Βουλείον, τα Μαυσωλεία, το Ασκληπιείο, το ιερό της Ίσιδος και άλλων θεοτήτων, τις ρωμαϊκές επαύλεις με τα ψηφιδωτά. Δύο χρονιά μετά, θα έμενα λίγες μέρες σε έναν από τους δύο ξενώνες στο χωριό Μαυρομμάτι, πάνω από τον αρχαιολογικό χώρο, και θα είχα τον χρόνο να περιπλανηθώ στη φύση και τα μνημεία, αλλά και να επισκεφθώ τα αξιοθέατα της περιοχής, όπως την παλιά Μονή Βουλκάνο, στην κορυφή της Ιθώμης, με θέα 360 μοίρες στον μεσσηνιακό κάμπο. Η αρχαία Μεσσήνη είναι ιδανικό μέρος αν θες να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις, ο σκοπός μου όμως ήταν άλλος.»

Ηταν άλλος και δούλεψε σκληρά για να πετύχει την αναστήλωση και προβολή του χώρου. Με προβλήματα, με δυσκολίες, με αντιξοότητες, που δεν έλειψαν μέχρι το τέλος. Με απεγνωσμένες κραυγές για περισσότερα έργα, περισσότερη δράση. Πότε είχε δίκιο, πότε υπερέβαλε. Δεν μπορούσε όμως κανείς να του πει κάτι, καθώς υπερέβαλε και με τις δυνάμεις που αφιέρωνε νυχθημερόν.

Δεν υπήρχαν και πολλά να δει κανείς εκείνα τα χρόνια, εκτός από τα αρχαία τείχη. Η αρχαία πόλη ήταν θαμμένη κάτω από τα αμπέλια και τις ελιές και η Φύση οργίαζε. Εδωσε την ψυχή του για να την φέρει στο φως, με τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας, και ταυτοχρόνως για να την αναστηλώσει και να την αναδείξει. «Βγήκε σταδιακά στο φως η αρχαία πόλη, αναστηλώθηκαν τα μνημεία της, που ήταν διαλυμένα, και ζει τώρα μια δεύτερη ζωή στο παρόν. Μιλάει από μόνη της για το ποια ήταν η εικόνα στην αρχαιότητα, παρόλο που τα μνημεία δεν είναι πλήρως αναστηλωμένα βλέπει κανείς μπροστά του μια αρχαία πόλη» σύμφωνα με τα δικά του λόγια.

«Οι αρχαιολόγοι ασχολούμαστε με τα υλικά κατάλοιπα, με πέτρες και τα δημιουργήματα ανθρώπων του παρελθόντος, αναζητούμε ωστόσο τον άνθρωπο δημιουργό πίσω από τα υλικά του κατάλοιπα» έλεγε στην ίδια συνέντευξη. «Αν ήμουν ζωντανό κατάλοιπο της εποχής του Επαμεινώνδα θα σου έλεγα πώς έγινε η πόλις με λεπτομέρειες. Έχουν όμως όλοι εξαφανιστεί. Έτσι πίσω από τα τις επιγραφές, τα κτίρια, τα αγάλματα, τα κείμενα, αναζητούμε τους ανθρώπους.

Ζητούμενο της αρχαιολογίας είναι η ερμηνεία. Το να περιγράψω ένα κτίριο δεν σημαίνει πολλά, το θέμα είναι να κατανοήσεις την αρχαία κοινωνία και τις νοοτροπίες της. Άνθρωποι της διασποράς, καταπιεσμένοι, γύρισαν εδώ, ήθελαν μεγάλα εντυπωσιακά οικοδομήματα, για να προβληθούν και οι ίδιοι μέσω αυτών ως έθνος σημαντικό στην Πελοπόννησο διαφορετικό από τους επίσης Δωριείς Σπαρτιάτες. Ζητούν βέβαια πάντα υποστήριξη από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Σήμερα μπορούμε μόνοι να επιβιώσουμε;»

«Η σχέση με τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού μας, όχι μόνο των ειδικών ερευνητών αλλά και κάθε κατοίκου αυτής της χώρας, είναι βιωματική» σημείωνε σε άρθρο του για την εφημερίδα «Ελευθερία» της Καλαμάτας. «Οι αρχαίες πέτρες που έρχονται στην επιφάνεια με την ανασκαφή δεν είναι βουβές: Μιλούν και αποκαλύπτουν τα μυστικά τους σε όσους τις προσεγγίζουν με ενδιαφέρον, ευαισθησία και αγάπη. Ο Φρόιντ, ως γνωστόν, θαύμαζε τους αρχαιολόγους και ακολουθούσε τη μεθοδολογία της ανασκαφής στην ψυχανάλυσή του, όπως ομολογεί, προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια τα βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου.»

Στη συνέχεια περιέγραφε την οδύσσεια των αρχαιολόγων, γράφοντας: «Μια ανασκαφική έρευνα που δεν δημοσιεύεται είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Publish or perish, λένε χαριτολογώντας οι ξένοι συνάδελφοι. Οταν αρχίζεις να καταγράφεις τις γνώσεις που απέκτησες ανασκάπτοντας το παρελθόν προκειμένου να τις δημοσιεύσεις, κλείνεσαι διάγων για ένα διάστημα ‘βίον ασκητού’, ακολουθείς με ευλάβεια αυστηρούς και απαράβατους κανόνες: μελέτη από το πρωί μέχρι το βράδυ, αγώνας για πρόσβαση στην απέραντη βιβλιογραφία, ύφος γραφής λιτό χωρίς περιττολογίες, περιγραφές αντικειμένων σύντομες και κατά κανόνα στεγνές, αναζήτηση ανάλογων παραδειγμάτων, συγκρίσεις μορφολογικές και τεχνοτροπικές, υποσημειώσεις – υποσημειώσεις – υποσημειώσεις, ακριβολογία, προσοχή στα σημεία στίξης, στις ανορθογραφίες, στα διαστήματα, τις παραγράφους, τη δομή των κεφαλαίων. Διατυπώνεις απόψεις με φειδώ και δισταγμούς, ασκείς κριτική με το γάντι σε συναδέλφους, δεν είσαι αρκετά επιθετικός όπως ενδεχομένως θα επιθυμούσες, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις. Το συναίσθημα εξοβελίζεται, τα πετάγματα της φαντασίας απαγορεύονται, όπως επίσης οι υποθέσεις καθώς και οι ‘λογοτεχνίζουσες’ εκφράσεις.»

Ωστόσο, φυσικά και δεν ελέγχονται όλα. «Υπάρχουν ωστόσο και διαστάσεις αφανείς, εσωτερικού συναισθηματικού χαρακτήρα, που δεν αποτυπώνονται στα γραπτά σου» σημείωνε. «Δεν υπάρχει για παράδειγμα συναρπαστικότερο βίωμα για τον ανασκαφέα αρχαιολόγο από εκείνο της στιγμής που θα προβάλει στο φως μια πέτρα με γράμματα· της στιγμής που έρχεται αυτός πρώτος σε επαφή με ένα κείμενο θαμμένο για αιώνες στο χώμα, αναμένοντας υπομονετικά τη δική του ματιά, το δικό του άγγιγμα, τη δική του πρώτη ανάγνωση. H αποκάλυψη χρυσών και αργυρών αντικειμένων είναι ασήμαντη μπροστά στην αποκάλυψη επιγραφικών κειμένων. Το φράγμα των χιλιάδων χρόνων που σε χωρίζει από τη στιγμή χάραξης των γραμμάτων εξαφανίζεται πάραυτα. Παραμερίζεις το χέρι του λιθοξόου, του «στηλοκόπα» που τη χάραξε και αρχίζεις να διαβάζεις εσύ πρώτος!

Aκόμη και η πιο ταπεινή επιτύμβια στήλη με το όνομα κοινού θνητού διατηρεί την αξία της. Ρίχνεις νερό με καρβουνόσκονη πάνω στην πέτρα που μόλις αντίκρισε το φως του ήλιου, θαμμένη όπως ήταν για αιώνες μες στο χώμα. Ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου δυνατά από τη λαχτάρα να διαβάσεις, να καταλάβεις τι έχει να σου πει. Η καρβουνόσκονη κυλά πάνω στις χαρακιές και τις ρωγμές της λίθινης στήλης. Την ψαύεις με τα δάκτυλα, τα σέρνεις δεξιά κι αριστερά, αισθάνεσαι τις εγκοπές των γραμμάτων, αλλά και τις σκληρές φλέβες της πέτρας που ενίοτε εξέχουν και σου σκίζουν το δέρμα. Αρχίζεις να αισθάνεσαι με την αφή των δακτύλων, αλλά και να βλέπεις ταυτόχρονα τις μαυρισμένες εγκοπές τις κάθετες, τις οριζόντιες, και τις λοξές που σχηματίζουνε τα κεφαλαία αρχαία γράμματα. Τα ανεξίτηλα χαράγματα του χρόνου που κλείνουν μέσα τους το νόημα αρχίζουν να σου μιλούν σιωπηλά.»

[…] Ολο το πλέγμα βιωμάτων του ανασκαφικού παρόντος μένει αναπόφευκτα έξω από το κείμενο που περιγράφει την επαφή σου με το παρελθόν. Απουσιάζει η συγκίνηση της πρώτης επαφής με το εύρημα, η ιδιαίτερη αίσθηση της πρώτης ανάγνωσης μιας επιγραφής, όπως υπογραμμίσαμε, το άγγιγμα των κρανίων στον τάφο που άνοιξες. Πώς να αποτυπωθεί η αγαλλίαση μιας νέας συγκόλλησης χεριών, ποδιών, πτυχών στο ακέφαλο άγαλμα που έφερες στο φως, των νέων θραυσμάτων που συνανήκουν και συμπληρώνουν την περσινή επιγραφή; Μόνο τα σχέδια και οι φωτογραφίες που τράβηξες παγώνουν τις στιγμές, αποτυπώνουν τη διαδικασία, εικονίζουν τα πράγματα στη θέση τους, πριν απομακρυνθούν για φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή. Τα βιώματα βεβαίως δεν φωτογραφίζονται, όμως αποτυπώνονται ανεξίτηλα μέσα σου και μετέχουν έμμεσα στην προσπάθεια ανασύνθεσης του παρελθόντος και στην αναζήτηση των ανθρώπων δημιουργών.

Στην έρημο της βαρβαρότητας που ζούμε, η ανθρώπινη δημιουργικότητα, η καινοτομία και η φαντασία είναι που μετρούν. Η έρευνα και η δημιουργία είναι μια όαση.»

Είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί στον αρχαιολογικό χώρο της αρχαίας Μεσσήνης – μια πρακτική που έχει ακολουθηθεί και άλλες φορές στο παρελθόν.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ