today-is-a-good-day
13.5 C
Athens

Ιωάννινα – πορεία στον τόπο και στον χρόνο μέσα από τις σελίδες μιας έκδοσης

«Γιάννενα, πρώτα στ’ άρματα, στα γρόσια και στα Γράμματα» έλεγαν για τα Ιωάννινα κατά την τουρκοκρατία και μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Τα Γιάννενα είναι ένας κόσμος γεμάτος Ιστορία, θρύλους αλλά και σε απόλυτη συνύπαρξη με τα στοιχεία της φύσης. Πρωταγωνίστρια βεβαίως είναι η λίμνη, που κι αυτή διαθέτει τη δική της μεγάλη ιστορία. Παράλληλα όμως και μία πόλη που πατάει γερά στα πόδια της, όπως τα βουνά που την περιβάλλουν, αλλά και που βυθίζεται στη γοητεία της μακραίωνης ιστορίας της. Ήρωες, θρησκείες, μύθοι και μνήμες, όλα κτήματα και λάφυρα αυτής της μοναδικής Σειρήνας που εδώ και χιλιάδες χρόνια μάς καλεί να ακούσουμε το τραγούδι αυτού του τόπου.

Αυτή τη διαδρομή στον χρόνο και στον τόπο επιχειρεί να διανύσει η έκδοση «ΙΩΑΝΝΙΝΑ- Πορεία στον τόπο και στον χρόνο». Ένα συλλογικό έργο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν. Ο έξοχος τόμος θα παρουσιαστεί από τον Δήμο Ιωαννιτών και τον εκδοτικό οίκο τη Δευτέρα, 23 Οκτωβρίου, στο ξενοδοχείο Grand Serai (Δωδώνης 23, Ιωάννινα). Χαιρετισμό θα απευθύνουν η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη και ο Δήμαρχος Δημήτρης Παπαγεωργίου. Ο Τάσος Τέλλογλου θα κάνει τον συντονισμό και θα παρουσιάσει το βιβλίο, για το οποίο θα μιλήσουν οι: Ραχήλ Μισδραχή- Καπόν, εκδότρια, Βίκτωρ Ισαάκ Ελιέζερ, δημοσιογράφος και γγ του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, Ηλίας Κολοβός, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και η Βαρβάρα Παπαδοπούλου, διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρτας και αν. διευθύντρια της εφορείας αρχαιοτήτων Ιωαννίων.

Με ενδιάμεσους «σταθμούς» τις εποχές πριν και μετά τη γραφή, η έκδοση παρουσιάζει πώς έζησε η πόλη τους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, την κατάκτηση της πόλης από τους Οθωμανούς, τα χρόνια του Αλή Πασά και των Μεταρρυθμίσεων έως την πτώση του και την Απελευθέρωση. Με «στάσεις» στα σπήλαια του Περάματος και της Καστρίτσας, τη Δωδώνη −το μαντείο γης και ουρανού, με την «ψηλόκορμη» δρυ και τις βουλές του Δία−, το Νησί −με τη σημαντική μοναστική πολιτεία και τις μορφές των αρχαίων Ελλήνων σοφών στις τοιχογραφίες−, το Κάστρο, την πόλη τότε και σήμερα.

Στο επίκεντρο αυτής της περιδίνησης στον τόπο και στον χρόνο στέκει πάντα ο άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο και τις αγωνίες του −όπως τις εξέφραζε στις πινακίδες του μαντείου της Δωδώνης όταν ζητούσε απεγνωσμένα έναν χρησμό, ή προσερχόταν, σιωπηλά προσευχόμενος, στον ναό, το τζαμί ή τη συναγωγή− ελάχιστα μοιάζουν να έχουν αλλάξει.
Γι’ αυτόν, ο χρόνος, μοιάζει, όπως το είπε ο Πλάτων· μια κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο «στη μνήμη του καλού φίλου και δημάρχου Ιωαννιτών Μωυσή Ελισάφ, τον οποίο δυστυχώς δεν προλάβαμε να ευχαριστήσουμε για τη θερμή υποστήριξή του σε όλα τα στάδια της παρούσας έκδοσης», όπως αναφέρεται.

Ο Κωνσταντίνος Ι. Σουέρεφ, δρ Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων, εισάγει στον τόπο, δηλαδή στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και στη λίμνη Παμβώτιδα, αλλά και στα ίχνη του παρελθόντος, απώτερα και πιο πρόσφατα. Εκκινώντας από τα σπήλαια της Καστρίτσας, «το ένα με εγκατάσταση της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής (22.000 – 9.000 χρόνια από σήμερα) και το άλλο της νεολιθικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.)», και περνώντας κατόπιν στην παραλίμνια Κρύα, στους πρόποδες του Μιτσικελίου, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως δυο φάσεις κατοίκησης. Η εκτενής αναφορά στην αρχαία Δωδώνη δεν θα μπορούσε βεβαίως να λείπει, όπως και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων με τα τόσο ενδιαφέροντα εκθέματα. Φτάνει μέχρι τους Μολοσσούς και τον βασιλιά τους Πύρο και τον Μέγα Αλέξανδρο που είχε επισκεφτεί πιθανότατα το περίφημο μαντείο με τη μητέρα του (πριγκίπισσα των Μολοσσών) πριν την εκστρατεία στην Ανατολή.

Η αρχαιολόγος Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου, διερευνά τη βυζαντινή περίοδο, ξεκινώντας ωστόσο από την κλασική αρχαιότητα. Είναι πλέον αποδεκτό ότι στην ίδια θέση προϋπήρχε μια σημαντική αρχαία πόλη με ισχυρό τείχος, το όνομα της οποίας δεν είναι ακόμη γνωστό και η οποία συνέχισε να κατοικείται και τους επόμενους αιώνες», γράφει η Έφορος, εισάγοντας τον αναγνώστη στη βυζαντινή πόλη με την εμπορική δύναμη (κυρίως τον 13ο και 14ο αιώνα, καθώς διατηρούσε επαφές με τη Βενετία) και την ακμαία εβραϊκή κοινότητα.

Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε πολλά για την ισχυρή οχυρωμένη πόλη, που Σε ξεχωριστό κεφάλαιο  αναφέρεται στο Κάστρο και στα Μνημεία του, συγκεκριμένα στην οθωμανική οχύρωση, καθώς η σημερινή μορφή του Κάστρου χρονολογείται στην περίοδο του Αλή Πασά, διοικητή της Ηπείρου. «Στις αρχές του 19ου αιώνα έγιναν εκτεταμένες εργασίες, που ενσωμάτωσαν μεγάλα τμήματα της προγενέστερης βυζαντινής οχύρωσης, η οποία, σύμφωνα με την πρόσφατη ανασκαφική έρευνα, εδράζεται σε τμήμα οχύρωσης ελληνιστικών χρόνων. Τον 19ο αιώνα το Κάστρο εξακολουθούσε να αποτελεί τον πυρήνα της πόλης των Ιωαννίνων, αν και αρκετούς αιώνες πριν η πόλη είχε αναπτυχθεί εκτός των τειχών», αναφέρει.

«Το Νησί, φυσικά απομονωμένο από το αστικό περιβάλλον, ειδυλλιακό και γαλήνιο, ήταν επόμενο να αποβεί ιδανικό ησυχαστήριο. Η μοναδική του πολιτεία, παράλληλα με τη θρησκευτική άσκηση, απέβη ιδιαίτερα γόνιμη και δημιουργική στην καλλιέργεια των Τεχνών και των Γραμμάτων», σημειώνει η Θέτις Ξανθάκη, δρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, για τα Μοναστήρια στο Νησί – για τα οποία «έχουν διασωθεί ελάχιστες γραπτές, ιστορικές μαρτυρίες. Δίνει σημαντικές πληροφορίες γι’ αυτά και για την άνθιση και δύση τους.

Την πόλη κατά την Οθωμανική περίοδο περιγράφει ο Ηλίας Κολοβός, αν. καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. «Περίπου έναν αιώνα μετά την παράδοση στους Οθωμανούς (το 1430), στα πρώτα χρόνια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, ένα κατάστιχο, που καταγράφηκε τότε απογράφοντας τις κτήσεις της δυναστείας των Οθωμανών στην ελληνική χερσόνησο, απέγραψε τα Ιωάννινα ως μια πολυπληθή πόλη με χριστιανική πλειονότητα, εν συνόλω 645 νοικοκυριά (μεταξύ των οποίων 35 με επικεφαλής χήρες) και 70 αγάμους, που διέμεναν σε 38 συνοικίες εξίσου εντός και εκτός του Κάστρου.  Η μουσουλμανική παρουσία στα Ιωάννινα περιοριζόταν σε μια κοινότητα μόλις 45 νοικοκυριών Μουσουλμάνων, στην οποία θα πρέπει να προσθέσουμε και τη δύναμη 43 ανδρών της φρουράς και των οικογενειών τους », επισημαίνει μεταξύ άλλων ο συγγραφέας. Αναφέρεται επίσης στην αποτυχημένη εξέγερση του Διονύσιου Φιλόσοφου, που προκάλεσε την είσοδο των Μουσουλμάνων των Ιωαννίνων στο Κάστρο (από όπου εκδιώχθηκαν οι Χριστιανοί). Την «οθωμανοποίηση» του Κάστρου συμβολίζει η ανέγερση στα 1618 του τζαμιού και του συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων του Αλσάν Πασά «στη θέση όπου πριν από την ίδρυση του Κάστρου βρισκόταν το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, που πιθανώς έδωσε το όνομά του στην πόλη».

Ο καθηγητής αναφέρεται και στον γνωστό Οθωμανό περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, που επισκέπτεται τα Ιωάννινα το 1670 δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για την πόλη, τα τζαμιά εντός και εκτός τειχών, την αγορά με τα κεντήματα, τα παπλώματα και τα χρυσοποίκιλτα υφαντά από όλη τη Φραγκιά, μαζί με χίλια δυο εξαίσια υφάσματα από μεταξωτό τούλι.  Μεταξύ των τεχνιτών, ξεχωρίζουν οι αναρίθμητοι ραφτάδες, αλλά και οι κουγιουμτζήδες (χρυσοχόοι και εν προκειμένω αργυροχόοι)- μια τέχνη που ανθεί και σήμερα στα Ιωάννινα. Κάνει επίσης εκτενή αναφορά στα Ιωάννινα του Αλή Πασά, αλλά και στις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις της πόλης που ξεκίνησαν το 1846.

Ο τόμος κλείνει με δυο ακόμα ενδιαφέροντα κεφάλαια: τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην Απελευθέρωση, του συγγραφέα και αρθρογράφου Αλέξανδρου Μωυσή, και την αρχιτεκτονική έκφραση μετά την Απελευθέρωση, για την οποία γράφει η Ιουλία Παπασταύρου δρ Αρχιτεκτονικής.

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ