Ο Αμερικανός Υποναύαρχος Alfred Thayer Mahan, μέγας θεωρητικός της Θαλασσίας Ισχύος, ήτο ρεαλιστής στρατηγιστής και, ως εκ τούτου, σκεπτικός ως προς την δυνατότητα ειρηνικής συνυπάρξεως των περισσοτέρων κρατών. Θεωρούσε δε αναγκαίον ένα εταιρισμόν των εμποροναυτικών εθνών υπό την ηγεσίαν των Αγγλοσαξονικών Θαλασσίων Δυνάμεων για την άμυνα και ασφάλεια του διαρκώς επεκτεινομένου συστήματος παγκοσμίου εμπορίου. Επειδή δε, εξ ορισμού, τα ναυτικά έθνη είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα έναντι διαταραχών του συστήματος, δι’ ο και τείνουν να ευρίσκονται στην πρώτη γραμμή των εκάστοτε διεθνών συνασπισμών των αποσκοπούντων στην παροχή ασφαλείας σε περιοχές αναδεικνυόμενες εις εστίες κρίσεων.
Του Δρ. Ηλία Ηλιόπουλου *
Εις το ορατόν μέλλον θα εξακολουθήσει να υφίσταται η ανάγκη διατηρήσεως ενός συνασπισμού παρακτίων και νησιωτικών κρατών του Δακτυλίου που περικλείει την ευρασιατική Παγκόσμιο Νήσο (του «Rimland» πέριξ του «Heartland», για να το θέσουμε με όρους της Κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής), για την προστασία του συστήματος του διεθνούς εμπορίου, των κρισίμων θαλασσίων συγκοινωνιών και εμπορευματικών διαύλων, της ασφαλούς ναυσιπλοΐας αλλά και των θεμελιωδών δυτικών ελευθεριακών αξιών, κατά μήκος των αρχών του Αριστοτέλους και του Jefferson – ιδίως μάλιστα εν όψει της αναδύσεως δεσποτικών Δυνάμεων στο γεωπολιτικόν υποσύστημα Ασίας και Ειρηνικού.
Τον Ιανουάριο του 2017, διαρκούσης μιας ακροάσεως ενώπιον του Κογκρέσσου, ο τότε Υπουργός Αμύνης των Η.Π.Α. κ. James Mattish εξέπληξε, ίσως, τινές των παρισταμένων, υποδείξας την επιθετικότητα της (ηπειρωτικής) Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως μίαν εκ των κυριωτέρων απειλών κατά της παγκοσμίου τάξεως από της εποχής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Μία ματιά επί του χάρτου αρκεί για να αντιληφθούμε γιατί εις των κυριωτέρων σκοπών του Πεκίνου είναι να αποπειραθεί να «καταπιεί» την Ταϊβάν. Η πρόσβασις της ηπειρωτικής Κίνας στον Ειρηνικό Ωκεανό – κατ’ ουσίαν δε αυτή ταύτη η οδός προς την Περιφερειακή Ηγεμονία της («Regional Hegemony») – περιορίζεται υπό δύο εμποδίων:
Το πρώτον είναι η άλυσος των μικρών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων της Νοτίου και της Ανατολικής Σινικής Θαλάσσης. Απλή ματιά στον χάρτη αποκαλύπτει το κίνητρον της ηπειρωτικής Κίνας για την απόκτηση του ελέγχου των περί ων ο λόγος νησιωτικών συμπλεγμάτων. Εάν το Πεκίνον δεν καταφέρει να τις ελέγξει, δεν θα δύναται να ασκήσει Κυριαρχία της Θαλάσσης («Command of the Sea») στο γεωπολιτικόν υποσύστημα Ασίας-Ειρηνικού, ούτε να αναδειχθεί εις αληθώς Περιφερειακόν Ηγεμόνα («Regional Hegemon»).
Το δεύτερον εμπόδιον είναι μία ελευθέρα και υπερήφανη Ταϊβάν – η οποία, παρά το μέγεθός της και τις συντριπτικώς εις βάρος της υφιστάμενες ποσοτικές αναλογίες, επέτυχε να αναπτύξει θαυμάσιες Ένοπλες Δυνάμεις, προκειμένου να προασπίσει την ελευθερία και αξιοπρέπειά της και τον τρόπον βίου της από τον στραγγαλισμό που αποπειράται εις βάρος της η ιθύνουσα κομματική και κρατική γραφειοκρατική ελίτ της Ερυθράς Κίνας.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Η.Π.Α. ανεδείχθησαν ως ο πιθανώτερος ηγέτης παντός συνασπισμού κρατών αποσκοπούντος στην αντιμετώπιση απειλών κατά της διεθνούς ασφαλείας και του διεθνούς συστήματος εμπορίου. Μολονότι δε η Ουάσιγκτων τυπικώς έπαυσε να αναγνωρίζει την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) ως ανεξάρτητον κράτος, μετά την δραματική μεταβολή της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής, την επελθούσα υπαιτιότητι του Henry Kissinger κατά την δεκαετία του 1970, η πρότυπος νησιωτική πολιτεία της Άπω Ανατολής εξακολουθεί πάντοτε να κατέχει σημαντική και μεστή πολιτικών συμβολισμών θέση εντός του αμερικανικού συστήματος συμμαχιών, εξωτερικών σχέσεων και θεσμών.
Κατ’ αρχάς, η εκάστοτε Αμερικανική Κυβέρνησις δεσμεύεται από τον Νόμο περί των Σχέσεων μετά της Ταϊβάν («Taiwan Relations Act») και, πρωτίστως, τις περίφημες «Έξι Διαβεβαιώσεις» («Six Assurances») της Προεδρίας Ρήγκαν: Προκειμένου να μετριάσει τις επιπτώσεις και να διασκεδάσει τις αλγεινές για το κύρος των Η.Π.Α. εντυπώσεις, μεταξύ των Συμμάχων των, εκ της προηγηθείσης άρσεως της διπλωματικής αναγνωρίσεως της Δημοκρατίας της Κίνας και της – αντ’ αυτής – αναγνωρίσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως μόνης νομίμου Σινικής Κυβερνήσεως, υπό του προκατόχου του, Jimmy Carter, ο Πρόεδρος Ronald Reagan παρέσχε στην Ταϊβάν τις λεγόμενες Έξι Διαβεβαιώσεις, ήτοι, συν τοις άλλοις, ότι οι Η.Π.Α. δεν ανεγνώριζαν επισήμως την κυριαρχική δικαιοδοσία του Πεκίνου επί της Ταϊβάν, ότι το μέλλον των δύο τμημάτων του Σινικού Έθνους – της ηπειρωτικής Κομμουνιστικής Κίνας και της νησιωτικής Εθνικιστικής Κίνας (όπως την ήξεραν οι παλαιότεροι) – έδει όπως καθορισθεί μεταξύ των ειρηνικώς και μόνον, ότι οι Η.Π.Α. δεν θα προέβαιναν εις αναστολήν πωλήσεως όπλων προς την Ταϊβάν καθώς και ότι θα συνέδραμαν την τελευταία εις περίπτωσιν απροκλήτου επιθέσεως εναντίον της.
Ένεκεν της ιστορικής δικαιοσύνης οφείλει να λεχθεί ότι, από εποχής του αειμνήστου Προέδρου Ρήγκαν – ο οποίος, μαζύ με τον αείμνηστον, πολωνικής καταγωγής Πάπα Ιωάννην Παύλον Β΄ ενίκησε τον Σοβιετικό Κομμουνισμό – και μέχρι της Προεδρίας Donald Trump, μόνον η Κυβέρνησις του τελευταίου επέδειξε ζωηρόν ενδιαφέρον για την Ταϊβάν. Άλλως τε, ο κ. Trump υπήρξε ένας εκ των καλλιτέρων Αμερικανών Προέδρων ιδίως εις ό,τι αφορά τα ζητήματα της μείζονος γεωπολιτικής περιοχής του Ινδο-Ειρηνικού. Η Προεδρία του ανεβάθμισε εντυπωσιακώς το επίπεδον των σχέσεων των Η.Π.Α. μετά της νησιωτικής πολιτείας, προβαίνουσα στην πώληση συγχρόνων οπλικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένων μαχητικών αεροσκαφών τύπου «F-16», αλλά και αποστέλλουσα στελέχη της αμερικανικής Administration στην Ταϊπέϊ, εις επίσημες επισκέψεις, για πρώτη φορά μετά πάροδον τεσσαρακονταετίας σχεδόν. Για να είμεθα δε ακριβοδίκαιοι, οφείλομε να προσθέσομε ότι – παρά τις περί του εναντίου εκτιμήσεις, οφειλόμενες στην στάση του κατά το παρελθόν – και ο νυν Πρόεδρος κ. Joe Biden, αφ’ ης στιγμής ανέλαβε τα καθήκοντά του, έχει επιβεβαιώσει επανειλημμένως την προσήλωσή του στον Νόμο περί των Σχέσεων μετά της Ταϊβάν και στις Έξι Διαβεβαιώσεις καθώς και την σταθερά δέσμευση της Κυβερνήσεώς του έναντι της Ταϊβάν.
Εκ των πραγμάτων, η Ταϊβάν είναι κρίσιμη για την αξιοπιστία των Η.Π.Α. καθ’ όσον αποτελεί δείκτην της ικανότητος και βουλήσεως της Ουάσιγκτων να τιμήσει τις δεσμεύσεις της διεθνώς. Καθώς είπεν και ο παλαίμαχος Ναύαρχος McVadon, «η αξιοπιστία της Αμερικής ως συμμάχου αλλά και ως προμάχου της ειρήνης και σταθερότητος στην περιοχή αλλά και ανά τον κόσμον θα εμειούτο δραματικώς», εάν οι Η.Π.Α. ήραν την υποστήριξή τους προς την Ταϊπέϊ. Άλλως τε, είναι κοινόν μυστικόν ότι οι Η.Π.Α. εμφανίζουν ίχνη παρακμής της ισχύος των. Και, όπως το έθεσε ο πολύπειρος Συνταγματάρχης Willner, εάν οι Η.Π.Α. ελάμβαναν, αίφνης, αποφάσεις σχετικές με την τύχη της Ταϊβάν, οι οποίες θα ενίσχυαν την ανωτέρω παράστασιν παρακμής της αμερικανικής ισχύος, το γεγονός τούτο θα είχε βαρύτατες επιπτώσεις και στις λοιπές διεθνείς σχέσεις των.
Επομένως, η Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν) είναι σημαντική για την Αμερική, για την Ευρώπη και για όλα τα ελεύθερα έθνη της υδρογείου. Διότι είναι μία διαρκής υπόμνησις του τι είναι εφικτόν στις διεθνείς σχέσεις. Όπως και προ καιρού αναφέραμε από των φιλοξένων αυτών στηλών, αυτή ταύτη η ύπαρξις της νησιωτικής πολιτείας συνιστά επαλήθευση της υποθέσεως ότι η ανάπτυξη, πολιτική και οικονομική, είναι δυνατή καθώς και ότι είναι εφικτός ο εκδημοκρατισμός μη Δυτικών χωρών – χωρίς να απαιτείται έξωθεν επέμβασις ή αιματοχυσία.
Η εμπειρία της Ταϊβάν δηλοί, όμως, και πόσον ευάλωτος είναι, τω όντι, η ανεξαρτησία των κρατών. Αποκαλύπτει ότι η ελευθερία, την οποίαν τα περισσότερα των εθνών εκλαμβάνουν ως δεδομένη, εδράζεται επί της βουλήσεως και αποφασιστικότητος ενός λαού (και επί της βουλήσεως και αποφασιστικότητος της Ηγεσίας του, της Διπλωματικής Υπηρεσίας του, των Ενόπλων Δυνάμεων, των οικονομικών, ακαδημαϊκών και λοιπών ελίτ και, εν τέλει, του ιδίου του εν λόγω λαού) όπως διατηρήσει και προασπίσει τον κώδικα αξιών και τον τρόπον βίου του και όπως σχεδιάσει και εφαρμόσει ευφυείς Στρατηγικές Εθνικής Ασφαλείας και Στρατηγικές Συμμαχιών και Εξισορροπήσεως, με παράλληλη επένδυση επί του Ανθρωπίνου Κεφαλαίου και επί των Νέων Τεχνολογιών.
Εν όψει της αναδύσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως Αναθεωρητικής Δυνάμεως («Revisionist Power»), ολοένα περισσότεροι έγκριτοι Αμερικανοί πολιτικοί, στρατιωτικοί και αναλυτές καλούν τις Η.Π.Α. να εγκαταλείψουν την πολιτική της ούτω καλουμένης Στρατηγικής Αβεβαιότητος («Strategic Ambiguity») και να συγκεκριμενοποιήσουν, εκ των προτέρων, την δέσμευσή τους έναντι της αμύνης της Ταϊβάν. Η παρατεταμένη Στρατηγική Ασάφεια («Strategic Uncertainty») δυνατόν όπως παρασύρει την ιθύνουσα κρατική-κομματική γραφειοκρατική ελίτ της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο σφαλερόν συμπέρασμα ότι δύναται να επιχειρήσει επίθεση εναντίον της Ταϊβάν άνευ δυναμικής αμερικανικής απαντήσεως. Και, άρα, να ενδώσει στον πειρασμόν να προβεί εις μοιραία βήματα…
ΥΓ: Ο γράφων απευθύνει ειλικρινείς ευχές προς την Α.Ε. τον Πρέσβυ κ. Sherman S. Kuo, επί κεφαλής του Γραφείου Αντιπροσωπείας της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) εν Ελλάδι, επί τη εθνική επετείω της Πατρίδος του. Η Ιστορία έχει καταγράψει ότι δύο χώρες προέβαλαν, πρώτες εξ όλων μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένοπλη και ηρωϊκή αντίσταση στον Ολοκληρωτικό Κομμουνισμό: η Δημοκρατία της Κίνας, η οποία, υπό τον Στρατάρχη Chiang Kai-shek, κατόρθωσε να διασώσει, τουλάχιστον, την ελευθερία του νησιωτικού συμπλέγματος της Ταϊβάν, με την ανυπερβλήτως επική Μάχη του Kuningtou (25 Οκτωβρίου 1949) και η Ελλάς, υπό τον Βασιλέα Παύλον Α΄ και τον Στρατάρχην Αλέξανδρον Παπάγον, με το Έπος του Γράμμου-Βιτσίου και την τελική συντριβή της ενόπλου Κομμουνιστικής Ανταρσίας (29 Αυγούστου 1949).
*Ο Δρ. Ηλίας Ηλιόπουλος διετέλεσε, επί μακράν σειράν ετών, Καθηγητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου και του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Σήμερα διδάσκει στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.