«Οι κάτοικοι των πληγεισών περιοχών, σε επίπεδο κοινότητας, ή οικισμού, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν τα χωράφια τους, σχηματίζοντας μία Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.), όπου θα συμμετείχαν όλοι τους και όλα.
Όταν δε, λέμε όλα τα χωράφια, ακόμη και αυτά που έχουν καταστραφεί από τις φερτές πέτρες και τις προσχώσεις με άμμο και φερτά υλικά». Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δρ. Αλέξανδρος Παπαχατζής, καθηγητής Δενδροκομίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, πρόεδρος του τμήματος Γεωπονίας – Αγροτεχνολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου «Δενδροκηπευτικών και Εδαφικών Πόρων, HORTLAB», εξηγώντας πώς μπορούν, οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ.) να συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του θεσσαλικού κάμπου μετά την επέλαση της κακοκαιρίας Daniel.
Σήμερα ο συνολικός αριθμός των Κοιν.Σ.Επ., στη χώρα μας, σύμφωνα με τον ίδιο, και μετά από έρευνα ξεπερνά τις 2.000.
Αλλά όλες οι Κοιν.Σ.Επ. δεν έχουν τον ίδιο σκοπό και τον κοινωνικό προορισμό.
Υπάρχουν οι «Κοιν.Σ.Επ. Ένταξης», τονίζει ο κ. Παπαχατζής, οι οποίες επιδιώκουν την ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, και διακρίνονται σε δύο υποκατηγορίες:
α) Ένταξης Ευάλωτων Ομάδων, οι οποίες επιδιώκουν την ένταξη των ατόμων που ανήκουν στις Ευάλωτες Κοινωνικές Ομάδες και
β) Ένταξης Ειδικών Ομάδων, οι οποίες επιδιώκουν την ένταξη στην οικονομική και κοινωνική ζωή των ατόμων που ανήκουν στις Ειδικές Ομάδες Πληθυσμού, όπως οι άστεγοι, τα άτομα που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας, οι μακροχρόνια άνεργοι, κλπ.
Επίσης, συνεχίζει, υπάρχουν Κοιν.Σ.Επ., Συλλογικής Ωφέλειας και Παραγωγικού Σκοπού, οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητες «βιώσιμης ανάπτυξης», σχετιζόμενες με την παραγωγή προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινότητας, όπως είναι η προώθηση της απασχόλησης και η ενδυνάμωση της τοπικής ανάπτυξης. Τέτοιες δράσεις μπορεί να σχετίζονται με την παραγωγή και εμπορία τοπικών προϊόντων, τη διατήρηση, στην περίπτωσή μας, γεωργικών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων, που αποτελούν παράδοση για την περιοχή και που προασπίζουν το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, ενδυναμώνοντας την κάθε είδους κοινωνική συνοχή.
Και δεν σταματάνε μόνο εδώ, τονίζοντας:
«Η προστασία και η αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, η αειφόρος γεωργία και η κτηνοτροφία, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, όπως τα φυτικά υπολείμματα των καλλιεργειών, η μείωση της παραγωγής αποβλήτων και απορριμμάτων και η επαναχρησιμοποίησή τους σε μοντέλα Κυκλικής Οικονομίας». Με ποιο τρόπο όμως θα μπορούσαν οι Κοιν.Σ.Επ. να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος;
Σύμφωνα με τον κ. Παπαχατζή, «όχι μόνο, θα αναλάμβανε ο συγκεκριμένος Συνεταιρισμός να καλλιεργεί τα γόνιμα χωράφια, αλλά και σταδιακά, να μετατρέψει και να επαναφέρει στην πρότερη αρχική μορφή τους, τα κατεστραμμένα και τα υποβαθμισμένα, ώστε κανένα από τα μέλη του, να μην αδικηθεί και να μην υστερεί έναντι των άλλων».
Ανάλογα με τις καλλιέργειες που θα έχει, θα υπάρχουν μέσα στην Κοιν.Σ.Επ., οι «Ομάδες Παραγωγών»(ΟμΠ). Και εξηγεί:
«Η Ομάδα Παραγωγών είναι ένα συλλογικό σχήμα συνεργασιών και κοινών προσπαθειών, το οποίο συστήνεται από γεωργούς ή κτηνοτρόφους που έχουν τη διάθεση να συνεργαστούν για να πετύχουν ένα συγκεκριμένο στόχο, αλλά και το κάτι παραπάνω.
Χρησιμοποιούν πλήρως, τα απαραίτητα κοινά γεωργικά μηχανήματα, χωρίς ο κάθε παραγωγός να είναι χρεωμένος, για να έχει τα ίδια μηχανήματα, που θα υποαπασχολούνται και δεν θα μπορούσαν να αποσβεστούν ποτέ.
Οι Ομάδες Παραγωγών μέσα στην Κοιν.Σ.Επ., θα μπορούσε πχ. να είναι για ετήσιες καλλιέργειες (βαμβάκι, καλαμπόκι, σιτηρά), για κτηνοτροφικά φυτά (μηδική, τριφύλλι, κλπ.), για κηπευτικά και θερμοκήπια, όπως και για αρωματικά φυτά και για Δενδρώδεις πολυετείς καλλιέργειες, ακόμη και για κτηνοτροφία, ή και μελισσοκομία.
Όσοι θα ήθελαν, θα μπορούσαν να εργάζονται στις αγροτικές και στις άλλες εργασίες, κατά προτεραιότητα προτίμησης και θα πληρώνονται ανάλογα.
Η Κοιν.Σ.Επ., θα μπορούσε επίσης, χρόνο με τον χρόνο, να δημιουργήσει και μονάδες επεξεργασίας των παραγόμενων προϊόντων της, ούτως ώστε να τους προσδίδει την «προστιθέμενη» αξία της μεταποίησης και επομένως να έχει επιπρόσθετα έσοδα. Μάλιστα δεν παραλείπει να τονίσει πως «η εμπορία όλων αυτών των προϊόντων της και η τροφοδοσία των καταστημάτων και των βιομηχανιών, μπορεί πλέον να γίνεται αποκλειστικά από την ίδια, αποκλείοντας κάθε είδους μεσάζοντα, αυξάνοντας έτσι τα έσοδά της, αλλά ταυτόχρονα καθιστώντας τα εμπορεύματά της πιο ανταγωνιστικά».
Τέλος, σύμφωνα με τον ίδιο, στους καινούργιους οικισμούς και τις κατοικίες που θα πρέπει να ξαναχτιστούν, θα είχε την εκμετάλλευση κάθε είδους καταστημάτων (mini-market, μαγαζιών εστίασης, κ.ά.), έχοντας ένα επιπλέον έσοδο, προσφέροντας χαμηλές τιμές στα μέλη της Κοιν.Σ.Επ., ακόμη και επιπλέον θέσεις απασχόλησης, πέραν της αγροτικής.
Είναι εφαρμόσιμη και ρεαλιστική μια τέτοια προοπτική;
Ο ίδιος απαντά, σαφώς και είναι πλήρως ρεαλιστικό αυτό το σχήμα συνεκμετάλλευσης, αλλά θα πρέπει, εξηγεί, να είναι και αναγκαστικά εφαρμόσιμο, λόγω της ιδιομορφίας του μικρού κλήρου που επικρατεί στην χώρα μας. Και καταλήγει, τονίζοντας:
«Το κράτος, θα πρέπει να επιδοτήσει αδρά, με Σχέδια Βελτίωσης, τέτοια σχήματα ομαδικής καλλιέργειας και διαχείρισης των πληγεισών εκμεταλλεύσεων, αν θέλει να ορθοποδήσουν και να επανέλθουν σε μία ανταγωνιστική παραγωγή».