Η «υπόθεση Μπελέρη» συνιστά αναμφισβήτητα ένα σκάνδαλο που στιγματίζει την Αλβανία, το πολιτικό και δικαιικό της σύστημα και εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για την πραγματική επιθυμία της ηγεσίας της γειτονικής μας χώρας να εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Του Μάξιμου Χαρακόπουλου *
Η παράταση της προφυλάκισης του δημοκρατικά εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας, με έωλες κατηγορίες, προκαλεί τα αισθήματα κάθε Ευρωπαίου πολίτη, που εκλαμβάνει εύλογα τη συμπεριφορά αυτή ως έλλειψη του κράτους δικαίου. Όπως τόνισε και ο πρόεδρος των Ευρωπαίων Δικηγόρων Χωρίς Σύνορα, Πατρίκ Χενρί, που παρέστη στη πρόσφατη δίκη του Μπελέρη, με τις αποφάσεις του περί άρνησης της αποφυλάκισής του, το αλβανικό δικαστήριο παραβιάζει τα άρθρα 5 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψης Μπελέρη, δύο μόλις ημέρες πριν τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι πραγματικές προθέσεις της αλβανικής ηγεσίας δεν άφηναν περιθώρια παρανόησης. Ξεκάθαρος στόχος της ήταν η αποτροπή της διαφαινόμενης νίκης του εκπροσώπου της ελληνικής ομογένειας, που θα σηματοδοτούσε ταυτόχρονα μια σοβαρή ήττα των προσωπικών επιλογών του πρωθυπουργού Έντι Ράμα σε αυτή την κρίσιμη γεωπολιτικά και οικονομικά περιοχή. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή απέτυχε παταγωδώς, καθώς ο Μπελέρης κατόρθωσε, κόντρα στο κλίμα τρομοκρατίας που είχε επιβληθεί, να εκλεγεί.
Παρ’ όλα αυτά, τα αλβανικά δικαστήρια εξακολούθησαν την κράτηση του εκλεγμένου πλέον δημάρχου, με προφανή στόχευση, να ακυρωθεί η εκλογή του, μετά από ένα χρονικό διάστημα που δεν θα μπορέσει να ορκιστεί. Κι αυτό κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κρίνει παράνομη την παρεμπόδιση αξιωματούχου να ασκήσει τα καθήκοντά του, στην περίπτωση που δεν υπάρχει τελεσίδικη και αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Όλο αυτό το διάστημα, οι παρεμβάσεις εκ μέρους της Ελλάδος, ευρωπαϊκών θεσμών και φορέων, ακόμη και των ΗΠΑ, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός της Αλβανίας επικαλούμενος την «ανεξάρτητη αλβανική δικαιοσύνη» επιδίδεται ακόμη και σε ειρωνικά σχόλια για τις προειδοποιήσεις που του απευθύνονται.
Προφανώς, αυτή η συμπεριφορά δεν έχει καμία σχέση με το όποιο ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά μας γυρνά συνειρμικά σε τρόπους καταστολής που κυριαρχούσαν επί της αυταρχικής διακυβέρνησης Χότζα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι παρ’ όλο που πέρασαν αρκετές δεκαετίες από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και την εργασία που έχει γίνει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στη χώρα αυτή για να εναρμονιστεί με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, η νοοτροπία της αντιδημοκρατικής άσκησης της εξουσίας παραμένει ισχυρή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η δίωξη Μπελέρη, με πρόσχημα την καταπολέμηση της διαφθοράς, είναι μια ακόμη επίθεση εναντίον των δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Δικαιώματα που είναι κατοχυρωμένα από διεθνείς συνθήκες και το αλβανικό κράτος οφείλει να σέβεται ευλαβικά.
Ταυτόχρονα, η εμμονή στη δίωξη Μπελέρη, παρά το εμφανέστατα προβληματικό κατηγορητήριο και τη δυσφήμιση της Αλβανίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι σχετίζεται άμεσα με τις μεγάλες δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή της Χειμάρρας, την οποία ορέγονται πολλά επιχειρηματικά συμφέροντα. Ως εκ τούτου, ένας δήμαρχος που θα εμπόδιζε τα σχετικά σχέδια καταπάτησης των ομογενειακών περιουσιών θα αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο.
Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει καταστήσει ξεκάθαρο σε όλους τους τόνους και σε όλα τα επίπεδα η ελληνική κυβέρνηση, η αλβανική πλευρά πρέπει άμεσα να αποφυλακίσει τον Μπελέρη και να του δώσει τη δυνατότητα να ορκιστεί δήμαρχος Χειμάρρας. Η Ελλάδα έχει αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια ότι επιθυμεί την ένταξη των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ και μάλιστα έχει πρωτοστατήσει γι’ αυτό τον σκοπό, ήδη με την ατζέντα της Θεσσαλονίκης το 2003. Κι τούτο γιατί πιστεύει ότι μόνον δι’ αυτού του τρόπου, η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης θα γίνει χώρος ειρήνης, συνεργασίας και ευημερίας. Ωστόσο, ουδείς μπορεί να ανεχτεί να παραβιάζεται το κράτος δικαίου, τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα και τα δικαιώματα της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας από ένα κράτος που στοχεύει στην πλήρη ένταξή του στην ΕΕ. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να γίνονται εκπτώσεις σε θεμελιώδους σημασίας ζητήματα. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από τις κυβερνήσεις και τις πολιτικές ηγεσίες όλων των υποψηφίων κρατών-μελών. Με το να κάνουμε τα «στραβά μάτια» σε σοβαρά ατοπήματα δεν προσφέρουμε καλές υπηρεσίες ούτε στο μέλλον της ΕΕ, ούτε βεβαίως στην εμπέδωση των δημοκρατικών κανόνων στα νέα κράτη-μέλη.
Ίσως ο κ. Ράμα να θεωρεί ότι οι ισχυρές φιλίες του, όπως αυτή με τον Τούρκο πρόεδρο, του δίνουν «αέρα» να αγνοεί τις ευρωπαϊκές νουθεσίες. Ξεχνά, όμως, ότι και η Άγκυρα βρίσκεται για δεκαετίες εκτός της ΕΕ, γιατί ακριβώς δεν επιθυμεί να εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές αρχές. Και αν η Τουρκία διαθέτει ένα μέγεθος που της δίνει τη δυνατότητα να πορεύεται, σε σημαντικό βαθμό, άνευ της ευρωπαϊκής συνδρομής, για την μικρή Αλβανία, μια αναβολή στη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική.
Ας κατανοήσουν, επομένως, τα Τίρανα ότι η Εθνική Ελληνική Μειονότητα αποτελεί μια γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, με την προϋπόθεση, όμως, ότι θα γίνονται σεβαστά τα δικαιώματά της. Κι αυτό θα φανεί τόσο από την πορεία της υπόθεσης Μπελέρη, όσο και από τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί στην Γενική Απογραφή Πληθυσμού και Κατοικιών, που γίνεται αυτές τις ημέρες στην Αλβανία, με ευρωπαϊκή κυρίως χρηματοδότηση. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το 2011, υπάρχουν, ως προαιρετικές οι ερωτήσεις για την εθνική ταυτότητα, τη μητρική γλώσσα και το θρήσκευμα των πολιτών. Ας ελπίσουμε ότι τώρα θα ανακοινωθούν αντικειμενικότερα στοιχεία για τον Ορθόδοξο πληθυσμό, και όχι όπως τα προηγούμενα που αυθαιρέτως του έδιναν μόλις 6,75% επί του συνόλου.
* Ο δρ Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, βουλευτής Λαρίσης.