Σε μια στιγμή που η χώρα έχει υποστεί ένα βάναυσο κτύπημα φυσικής και όχι μόνο καταστροφής και η κοινωνία ζει σε ένα παράλληλο κόσμο, απάθειας και άγνοιας, η ώρα της άφιξης του αβάστακτου λογαριασμού όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνολικά για την Ευρώπη, βρίσκεται προ των πυλών και θα είναι εξαιρετικά επώδυνη.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Το φετινό καλοκαίρι στην Ελλάδα με την ανικανότητα στην καταπολέμηση, αλλά κυρίως την πρόληψη και την προετοιμασία για την αντιμετώπιση, των πυρκαγιών, ανέδειξε σε όλο του το φάσμα το χάλι που επικρατεί σε υποδομές, αλλά κυρίως στον κρατικό μηχανισμό. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και των άλλων προβλημάτων που δημιούργησε σε οικονομικό επίπεδο η τραγική αντιμετώπιση της πανδημίας, ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σεισμικές αλλαγές σε γεωπολιτικό επίπεδο, αντιμετωπίστηκαν με την καταστροφική συνταγή των επιδοτήσεων και κάθε λογής pass, καθιστά τη θύελλα που έρχεται οδυνηρή.
Η δραματική αύξηση των επιτοκίων, όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί στην Ευρώπη, αλλά για τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις που δανείστηκαν τρισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της εποχής του εξαιρετικά χαμηλού κόστους δανεισμού, έρχεται πολύ πόνος.
Μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας, οι δανειολήπτες σε ολόκληρη την Ευρώπη, αντιμετωπίζουν την αποπληρωμή ενός τεράστιου χρέους που δημιουργήθηκε όταν το κόστος χρηματοδότησης ήταν δραστικά χαμηλότερο. Αν και η προσαρμογή είναι επώδυνη συνολικά στον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, το σοκ στην Ευρώπη θα είναι εξαιρετικά δυνατό, με δεδομένο ότι τα επιτόκια ήταν κάτω από το μηδέν για οκτώ χρόνια. Πολλοί δανειολήπτες έχουν καθυστερήσει την αναχρηματοδότηση με την ελπίδα ότι τα επιτόκια θα πέσουν και πάλι. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι οι οικονομίες έχουν αποδώσει σε μεγάλο βαθμό, καλύτερα από το αναμενόμενο, αυτό φαίνεται όλο και πιο απίθανο.
Οι αναλύσεις και οι αγορές, προβλέπουν ότι τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηριστούν από χρεοκοπίες και περικοπές δαπανών, καθώς ένα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και του κράτους θα πηγαίνει στη χρηματοδότηση του χρέους.
Ένας έντονος δείκτης της επικείμενης αλλαγής στο οικονομικό σκηνικό, είναι το χάσμα μεταξύ του τι πληρώνουν σήμερα οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες παγκοσμίως σε τόκους και του ποσού που θα πλήρωναν εάν αναχρηματοδοτούσαν στα σημερινά επίπεδα. Κατά βάση, εκτός από μικρά διαστήματα, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο δείκτης ήταν πάντα κάτω από το μηδέν. Τώρα κυμαίνεται γύρω σε επίπεδο ρεκόρ της 1,5 ποσοστιαίας μονάδας.
Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, για τις επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες δανείστηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το μεγάλο τείχος αναχρηματοδότησης ξεκινά το 2025 και κορυφώνεται το 2026. Οι επιχειρήσεις υψηλής απόδοσης στην Ευρώπη έχουν χρέος άνω των 430 δισ. δολαρίων κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας.
Η Moody’s Investors Service, προβλέπει ότι το παγκόσμιο ποσοστό αθέτησης υποχρεώσεων για τις εταιρείες με αξιολόγηση junk θα ξεπεράσει τον ιστορικό μέσο όρο μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, πριν κορυφωθεί στο 4,7%, τον Μάρτιο του 2024. Για την Ευρώπη, προβλέπεται να κορυφωθεί γύρω στο 3,8% στα μέσα του επόμενου έτους.
Ο πόνος για τους καταναλωτές θα γίνει αισθητός κυρίως μέσω της αύξησης του κόστους των στεγαστικών δανείων και σε πολλές χώρες η αύξηση των επιτοκίων δεν έχει ακόμη φανεί στις μηνιαίες πληρωμές.
Μια άλλη πιθανή δυσμενής εξέλιξη για την Ευρώπη, είναι το γεγονός ότι οι περιφερειακές οικονομίες όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία έχουν υψηλότερο ποσοστό ανεξόφλητων στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου. Αυτό παραμένει ένας από τους κύριους κινδύνους για μια ανώμαλη προσγείωση της νομισματικής πολιτικής, όπου οι πιο αδύναμες οικονομίες υποφέρουν περισσότερο.
Ο υψηλότερος πόνος των τόκων έχει ήδη αρχίσει να επιβαρύνει τα δημόσια οικονομικά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κράτη που αξιολογούνται από τη Fitch Ratings αντιμετωπίζουν περίπου 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια σε τόκους το 2023, αντιπροσωπεύοντας αύξηση σχεδόν 50% για τις ανεπτυγμένες αγορές από το 2020.
Οι χρεωκοπίες στον τραπεζικό τομέα στις αρχές του χρόνου, οδήγησε πολλούς να προβλέψουν ύφεση στις οικονομίες και μείωση των επιτοκίων. Παρόλα αυτά, οι οικονομίες αποδείχθηκαν πιο ανθεκτικές από ότι αναμενόταν, καθιστώντας πιθανό ότι τα επιτόκια θα σταθεροποιηθούν. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, στο Συμπόσιο του Jackson Hall του Wyoming, απέφυγε να δώσει ένα σαφές μήνυμα πρόθεσης για τη νομισματική πολιτική. Ο πρόεδρος της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ, έχει αφήσει να εννοηθεί ότι το κόστος δανεισμού των ΗΠΑ θα παραμείνει υψηλό και θα μπορούσε ακόμη και να αυξηθεί περαιτέρω.
Όλα αυτά προδιαγράφουν ένα πολύ σκληρό μέλλον με αβάστακτο πόνο σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Σε συνδυασμό με το ασταθές γεωπολιτικό σκηνικό και τη διαρκή ένταση που επικρατεί διεθνώς, προδιαγράφεται έντονη κρίση σε όλα τα επίπεδα.
Μπορεί η Ελλάδα, λόγω της σκληρής πολιτικής των μνημονίων, να μην φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα, το χρέος της είναι ρυθμισμένο. Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι μια χώρα που δεν παράγει σχεδόν τίποτα, έχει σχεδόν ανύπαρκτη βιομηχανία, και στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, θα επιβιώσει στη θύελλα που έρχεται. Καλά είναι τα τσιρότα των ρυθμίσεων και των αλλεπάλληλων pass, με στόχο να επικρατεί εφησυχασμός και άγνοια, αλλά αυτό έχει κοντά ποδάρια. Το κόστος από το τραγικό φετινό καλοκαίρι είναι τεράστιο και πολύ σύντομα θα γίνει ορατό. Και τότε το ξύπνημα θα είναι όχι απλά απότομο αλλά εφιαλτικό.
*Ο Δημήτρης Γ. Απόκης, είναι Διεθνολόγος, με ειδίκευση στην Αμερικανική Εξωτερική Πολιτική, Γεωπολιτική και Διεθνή Οικονομία. Απόφοιτος των πανεπιστημίων The American University, School of International Service, και The Johns Hopkins University, The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies της Ουάσιγκτον. Είναι μέλος του The International Institute for Strategic Studies, του Λονδίνου. Ως Δημοσιογράφος, υπήρξε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, στο Στέητ Ντιπάρτμεντ και στο Αμερικανικό Πεντάγωνο.