Πόσο αρχαία είναι στην Ελλάδα η συνήθεια των χειμαδιών, δηλαδή της μετακίνηση των κοπαδιών από τους κτηνοτρόφος σε κάποια υψόμετρα κατά τους θερινούς μήνες; Ισως και χιλιάδων ετών, μάς λένε τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα και ο Ορέστης Αποστολίκας διαπίστωσαν μέσω των ανασκαφών που διεξάγουν στη θέση «Βοτανικός Κήπος» της Λίμνης Πλαστήρα πως μπορεί και να γινόταν η μεταφορά ήδη από την Νεολιθική εποχή, δηλαδή 7900 χρόνια πριν (5900 πριν από τη χρονολογία μας). Οι δύο αρχαιολόγοι έχουν τη διεύθυνση της ανασκαφής.
Μέχρι στιγμής οι ανασκαφείς αναζητούν τους λόγους οίκησης στη συγκεκριμένη θέση. Κατά τη νεολιθική εποχή, για λόγους που είχαν σχέση με την καθημερινότητα και το επίπεδο τεχνοτροπίας, οι άνθρωποι δεν κατοικούσαν σε μεγάλα ύψη. Επομένως, όπως υποθέτουν, η συγκεκριμένη θέση χρησιμοποιήθηκε, πιθανώς, για προσωρινή εγκατάσταση κοπαδιών εξημερωμένων ζώων. Ισως όμως, και να ήταν σε χρήση για περισσότερους μήνες, μέχρι έξι κάθε χρόνο. Αυτό αναζητούν και σε ανάλογα ερωτήματα θέλουν να απαντήσουν με το ανασκαφικό τους έργο.
Η δεύτερη ανασκαφική περίοδος του πενταετούς (2022-2026) ερευνητικού προγράμματος στη θέση «Βοτανικός Κήπος» στη Λίμνη Πλαστήρα, που χρονολογείται μεταξύ Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής, πραγματοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα, όπως λέει η επίτιμη διευθύντρια του ΥΠΠΟ Νίνα Κυπαρίσση- Αποστολίκα στο Thepresident.gr. Στη φετινή ανασκαφή συμμετείχαν εθελοντικά μεταπτυχιακοί και προπτυχιακοί φοιτητές από τα πανεπιστήμια της Θεσσαλίας, του Ρεθύμνου και των Ιωαννίνων.
Διερευνήθηκαν τετράγωνα στους άξονες 2, 3 και 4 του καννάβου της ανασκαφής. «Στόχος μας ήταν να εντοπίσουμε και να αποκαλύψουμε στοιχεία οικιστικής δραστηριότητας στην εγκατάσταση, καθώς στα τετράγωνα αυτά (άξονας 2 και 3) εντοπιζόταν η αργιλική επιφάνεια με τα έντονα ίχνη καύσης» λέει η κα Κυπαρίσση. «Πράγματι, αποκαλύφθηκαν αρκετά κατά χώραν στοιχεία οικιστικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων κάποιων ακέραιων μικρών αγγείων και ενός κατά χώραν συνόλου σε συνάφεια (context). Το σύνολο αποτελούνταν από μια εστία φωτιάς με διαμορφωμένο αργιλικό περιχείλωμα, μια σπασμένη μυλόπετρα, δυο πήλινα πυραμιδοειδή αντικείμενα που αναγνωρίζονται βιβλιογραφικά ως συσχετιζόμενα με χρήση σε εστίες φωτιάς (feuerböcke/ andirons/ κρατευτές [;]) και ένα μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο, το οποίο βρέθηκε δίπλα στην εστία.»
Το υπόλοιπο τμήμα της κατασκευής ανασκάφηκε πέρσι και μαζί με τα φετινά ευρήματα ερμηνεύεται ως «θερμική (πιθανότατα) κατασκευή κυκλικού σχήματος αποτελούμενη από ψαμμιτικούς λίθους και άργιλο.» Με δυο λόγια, μιλάμε για κλίβανο.
«Στα βορειότερα τετράγωνα Θ3-Θ4 αποκαλύφθηκαν τα υπολείμματα μιας θερμικής κατασκευής σε κατάρρευση» συνεχίζει η κα Κυπαρίσση. «Πρόκειται για ένα σύνολο από καμένες επιφάνειες, τοιχώματα και μάζες πηλού που εκτείνονται σε μια περιοχή περ. 1,5μ x 3,5μ και αποτελούν, πιθανότατα, τα υπολείμματα ενός κλιβάνου που κατασκευάστηκε στις παρυφές της νεολιθικής εγκατάστασης για την όπτηση των αγγείων που παρήχθησαν τοπικά.» Όπως αναφέρει η ανασκαφέας, τα αγγεία ήταν απλά και δεν είχαν καλή όπτηση, κάτι που συνηγορεί υπέρ του ότι η κατοίκηση ήταν προσωρινή και οι άνθρωποι δημιουργούσαν εκεί μόνο χρηστικά σκεύη.
Η διερεύνηση της νεολιθικής εγκατάστασης θα συνεχιστεί κατά την επόμενη ανασκαφική περίοδο (καλοκαίρι 2024) με τη διερεύνηση των υπόλοιπων τετραγώνων του υφιστάμενου καννάβου, ενώ στόχος μας είναι να επεκτείνουμε σταδιακά την έρευνα και προς τα δυτικά, όπου εντοπίζεται η συνέχεια της ανθρωπογενούς επίχωσης της θέσης.
Οι παλαιότερες ανθρώπινες δραστηριότητες στο νομό Καρδίτσας εντοπίζονται στην περιοχή της σημερινής λίμνης Ν. Πλαστήρα, σε υψόμετρο 800 μέτρων. Η τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1950 στην περιοχή που πρότερα υπήρχε το εύφορο και τερπνότατο οροπέδιο της Νεβρόπολης, στις ανατολικές υπώρειες των Αγράφων, το οποίο διέρρεε ο Μέγδοβας ή Ταυρωπός ποταμός και βρισκόταν πάνω στις αρχαίες διαβάσεις που ένωναν τη Θεσσαλία με τον ορεινό όγκο της Πίνδου και την Ήπειρο. Η εικόνα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά την Προϊστορική εποχή στην περιοχή της λίμνης Ν. Πλαστήρα συμπληρώνεται με τον εντοπισμό της συγκεκριμένης εγκατάστασης της Νεολιθικής εποχής στη θέση «Βοτανικός κήπος» κοντά στο Νεοχώρι του τέως Δήμου Νεβρόπολης, σε υψόμετρο 800 μ.
Κάτω από ξερό στρώμα λάσπης εντοπίστηκε σκληρή πηλόστρωτη, πορτοκαλέρυθρη επιφάνεια που παρουσιάζεται κατά τόπους καμένη, με έντονα ερυθρό χρώμα. Επάνω σ’ αυτή εντοπίστηκε πληθώρα πλιθιών με αποτυπώματα από καλάμια και δοκάρια που χρησιμοποιήθηκαν για την επάλειψη των τοίχων και για την οροφή των οικιών- καλυβών. Σε όλη την έκταση εντοπίστηκε χειροποίητη, μονόχρωμη κεραμική και λίθινα πελεκημένα και απολεπισμένα εργαλεία, καθώς και μυλόπετρες από ψαμμίτη λίθο.
Ο ψαμμίτης λίθος, όπως λέει η κα Κυπαρίσση, αφθονεί στην περιοχή. Καθώς πρόκειται για σχετικά μαλακό πέτρωμα, ήταν εύκολο να χρησιμοποιηθεί για εργαλεία. Ο εργαλειακός εξοπλισμός χαρακτηρίζεται από φολίδες κυρίως πυριτόλιθου, καθώς και λεπίδες από οψιανό που μαρτυρούν δευτερογενείς διαδικασίες, όπως οι ανταλλαγές και το εμπόριο.
Η συγκεκριμένη εγκατάσταση είναι πολύ σπάνια. Κοντά στη Θεσσαλία και σε αυτό το υψόμετρο δεν έχουμε άλλες παρόμοιες. Επί της ουσίας, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, καταρρίπτεται η άποψη ότι δεν υπήρχε μετακίνηση εκείνη την εποχή στην Θεσσαλία. Ενδεχομένως, μάλιστα, να είναι συνέχιση ακόμα παλαιότερων παραδόσεων από πλήρως νομαδικούς πληθυσμούς.
Η θέση είναι σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων νοτιοδυτικά του σπηλαίου της Θεόπετρας. Ισως μάλιστα, να υπήρχε και επαφή ανάμεσα στους κατοίκους του σπηλαίου κατά την ίδια περίοδο και στους κατοίκους του οικισμού. Στον χώρο όπου δημιουργήθηκε η τεχνητή λίμνη, έχουν εντοπισθεί πολλά χρόνια πριν και τέχνεργα της παλαιολιθικής περιόδου. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ορέστης Αποστολίκας στη διδακτορική του διατριβή, «είναι πολύ πιθανό, μελλοντικές έρευνες στην περιοχή να αναδείξουν την παρουσία πληθυσμών και κατά τη διάρκεια άλλων περιόδων πέραν της προϊστορίας, καθώς πρόκειται για ένα μέρος πλούσιο σε τροφή και πρώτες ύλες που θα αποτελούσε ιδανικό τόπο διαβίωσης, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους με ήπιες κλιματικές συνθήκες.
Η έντονη παρουσία ανθρώπινων πληθυσμών στην περιοχή κατά το Πλειστόκαινο ήταν εμφανής ακόμα και πριν τη διεξαγωγή της εντατικής έρευνας πεδίου από την πληθώρα των επιφανειακών ευρημάτων. Ο εντοπισμός όμως in situ παλαιολιθικών θέσεων είναι πολύ δύσκολος, λόγω των συνεχιζόμενων γεωμορφολογικών και ταφονομικών διαδικασιών και συνεπώς το μόνο μέσο για την καταγραφή και τη μελέτη του παλαιολιθικού υλικού είναι η εντατική επιφανειακή έρευνα» Από επιφανειακή έρευνα το 2006, ξεκίνησε, άλλωστε, και η ανασκαφή στη συγκεκριμένη θέση.