Χωρίς προβλήματα στο καθολικό της Μονής και σε άλλα σημαντικά κτίσματα, οι πυροσβέστες κατάφεραν να σβήσουν την φωτιά στον Οσιο Λουκά Βοιωτίας. Ένα σημαντικό μνημείο μας, το οποίο ανήκει στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Γι’ αυτό, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έσπευσε να μεταβεί στο μοναστήρι αμέσως μόλις πληροφορήθηκε ότι ξέσπασε πυρκαγιά σε κοντινή απόσταση. Εμεινε εκεί μέχρις ότου οι πυροσβέστες την διαβεβαίωσαν πως πλέον δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος.
Αναχώρησε όταν επιβεβαίωσε πως και τα δύο Καθολικά, η τράπεζα και το μνημειακό σύνολο δεν αντιμετώπιζαν περίπτωση αναζωπύρωσης ή νέας ανάφλεξης.
Κάηκε η στέγη κάποιων παλιών κελιών, κτισμάτων τα οποία δεν είχαν αναστηλωθεί, καθώς και το φυτικό περιβάλλον του μνημείου και ένα νεότερο στέγαστρο. Δεν παρουσιάστηκαν άλλα σημαντικά προβλήματα. Επίσης δεν κινδύνευσαν ούτε επισκέπτες ούτε μοναχοί, καθώς οι φύλακες φρόντισαν να εκκενώσουν τη μονή αμέσως μόλις είδαν πως υπήρχε φωτιά σε απόσταση περίπου 500 μέτρων (από εκεί ξεκίνησε).
Επίγεια και εναέρια μέσα έδωσαν μεγάλη μάχη για να μην περάσει η φωτιά στα ενδότερα. Σε τέτοια περίπτωση, η καταστροφή θα είναι ανεπανόρθωτη.
Η Μονή του Οσίου Λουκά θεωρείται από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία στον κόσμο. Περιέχει ένα τα πιο καλοδιατηρημένα σύνολα ψηφιδωτών από την περίοδο της Μακεδονικής Αναγέννησης, ενώ είναι διάσημο και για την αρχιτεκτονική του.
Χτισμένο στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα κοντά στην αρχαία Στείριδα, το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί το σημαντικότερο ίσως μνημείο της μεσοβυζαντινής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Στη διάρκεια των περίπου δέκα αιώνων από την ίδρυσή του, έπαιξε πρωταγωνιστικο ρολο στις ιστορικές περιπέτειες του τόπου, κερδίζοντας την εύνοια αυτοκρατόρων και αξιωματούχων στα βυζαντινά χρόνια.
Γνωστή στους επιγενομένους ως βασιλομονάστηρο, λόγω της μεγαλοπρέπειας και της τελειότητάς του, αλλά και της εμπλοκής των ίδιων των βυζαντινών αυτοκρατόρων στην ανέγερση του καθολικού της, η μονή του Οσίου Λουκά αποτελεί ένα έξοχο δείγμα των μεγαλόπρεπων μονών που ιδρύθηκαν την περίοδο αυτήν, προκειμένου αφενός να εκδηλωθεί μια θρησκευτική αντεπίθεση μετά την περίοδο της Εικονομαχίας (726-842) και αφετέρου να διασφαλιστεί η ενότητα του πληθυσμού μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές βαρβαρικών φύλων.
Μνημείο που συγκαταλέγεται στον Κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το μοναστηριακό συγκρότημα του Οσίου Λουκά περικλείεται από περίβολο, περιλαμβάνει διώροφα και τριώροφα συγκροτήματα κελιών, κωδωνοστάσιο, τράπεζα, κρύπτη και δύο ενωμένους ναούς (την εκκλησία της Παναγίας και το καθολικό).
Ο ναός της Παναγίας είναι ο παλαιότερος. Φαίνεται πιθανόν να χτίστηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Ρωμανού Β’ (959-963) αμέσως μετά το μεγάλο ιστορικά γεγονός που είχε προφητέψει ο όσιος Λουκάς, δηλαδή την ανακατάληψη από τους Βυζαντινούς της υπόδουλης στους Άραβες Κρήτης, το 961.
Ο αρχιτεκτονικός του τύπος, πρωτοποριακός για τον ελλαδικά χώρο, είναι ο σύνθετος τετρακιόνιος, τύπος με μεγάλη διάδοση στην Κωνσταντινούπολη. Η εξέταση άλλων λεπτομερειών, όπως η έξοχη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία με τις ψευδοκουφικές διακοσμήσεις και η αφθονία και η υψηλή ποιότητα του γλυπτού διακάσμου, που δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό αλλά και στην εξωτερική επένδυση του τυμπάνου του τρούλου, φανερώνει τις τεράστιες δαπάνες που απαιτήθηκαν, αλλά και τη μετάκληση συνεργείων από την Βασιλεύουσα.
Έργο Κωνσταντινουπολίτη ζωγράφου δηλώνει και η γεμάτη σφρίγος μορφή του Ιησού του Ναυή, η μόνη που απέμεινε από τον αρχικό τοιχογραφικό διάκοσμο του μνημείου. Η παράσταση ήταν ορατή στο δυτικό εξωτερικά τοίχο του ναού της Παναγίας, μέχρι που χτίστηκε ο δεύτερος ναός και η πλευρά αυτή ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική γωνία του.
Ο ναός του Οσίου Λουκά χτίστηκε στο πρώτο μισό του 11 ου αι. και συνιστά το πρωιμότερο γνωστό δείγμα οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Ως δωρητές φέρονται ο ηγούμενος Φιλόθεος ή ο Θεόδωρος Λεωβάχος, από επιφανείς οικογένειες γαιοκτημόνων και κρατικών αξιωματούχων της Θήβας, ή ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος. Ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος εφαρμόζεται εδώ, ο οκταγωνικός, με κύριο χαρακτηριστικά τον τεράστιο τρούλο, που ο τρόπος στήριξής του, με τη βοήθεια των ημιχωνίων, αφήνει ενιαίο και αδιάσπαστο τον κεντρικό χώρο. Η σοφία στη σύνθεση, η τελειότητα στην εκτέλεση και ο πλούτος, μαζί με την ποιότητα και τις τοιχογραφίες, κάνουν το μνημείο αυτό ένα από τα σημαντικότερα της εποχής του.
Στην ψηφιδωτή διακόσμηση κυριαρχούν μορφές αγίων- μοναχών, ιεραρχών και στρατιωτικών. Κύριο χαρακτηριστικά είναι η χρήση του περιγράμματος στην απόδοση των μορφών με τον έντονα στατικό χαρακτήρα και τα ορθάνοιχτα εκστατικά μάτια. Το ίδιο ιερατικό ύφος ακολουθούν και οι τοιχογραφίες στα πλευρικά διαμερίσματα του ναού και στην κρύπτη.
Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας περιήλθε στην κατοχή τάγματος καθολικών μοναχών και γνώρισε την καταστρεπτική μανία και λεηλασία των κατακτητών, Καταλανών και Τούρκων. Στον αγώνα του 1821 αποτέλεσε το ορμητήριο αρματολών και κλεφτών.
Κατά την επανάσταση του Ελληνικού γένους το 1821 ήταν το ορμητήριο των οπλαρχηγών και των αγωνιστών της Βοιωτίας, της Λοκρίδας και της Φωκίδας. Ο ηρωικός επίσκοπος των Σαλώνων Ησαίας ύψωσε εκεί τη σημαία της Επανάστασης στη Ρούμελη, στις 26 Μαρτίου 1821 μαζί με τους μοναχούς και πολλούς αγωνιστές, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη, τον Σκαλτσά, τον Τράκκα και άλλους.
Η μονή Οσίου Λουκά προστατεύεται από περίβολο με γωνιακούς πύργους Η τράπεζα, αναστηλωμένη σήμερα, λειτουργεί από το 1993 ως μουσείο γλυπτών, όπου εκτίθενται εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρινα μέλη από κτίσματα του μοναστηριού και της ευρύτερης περιοχής. Στο βορδοναρείο (σταύλος), επίσης αναστηλωμένο, εκτίθενται αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αι., προερχόμενες από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Μεδεώνος στην περιοχή της Αντίκυρας.
Αγγελική Κώττη