Το ζήτημα της προοπτικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη (International Court of Justice – ICJ) για τη διευθέτηση της μιας (και μόνης) αποδεκτής εκ μέρους των Αθηνών (αλλά ενδεχομένως και άλλων συναμφότερων) νομικής διαφοράς μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έχει επανανακύψει¹ εσχάτως, ως μέρος τόσο του πρόσφατου εσωτερικού προεκλογικού διαλόγου, όσο και στο πλαίσιο των καταιγιστικών εξελίξεων της εθνικής ατζέντας των διμερών σχέσεων, που όπως φαίνεται εντάσσεται στην ευρύτερη Ατλαντική-ΝΑΤΟϊκή, ειδικά ενόψει των «προ-», και πλείστων όσων «παρα»σκηνιακών διαβουλεύσεων της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής της Συμμαχίας στο Βίλνιους της Φιλανδίας, στις 13 Ιουλίου 2023². Διαβουλεύσεων που εστίασαν μεν πρωτίστως στη επικαιροποίηση της στάσης της Ατλαντικής Δύσης έναντι του μείζονος ζητήματος της ακόμη σε εξέλιξη Ουκρανικής ένοπλης σύρραξης και των σχέσεων με ανερχόμενους διεθνείς γεωπολιτικούς δρώντες (Κίνα, Ινδία κλπ.), όσο και δευτερευόντως στη διαχείριση του εξίσου μείζονος ζητήματος της νέας διεύρυνσης της Συμμαχίας, τόσο ως προς τον Σκανδιναβικό βορρά (επίσημη διεύρυνση), όσο και ως προς την ευρύτερη Μέση Ανατολή (με τον ουσιαστικό επανεφελκυσμό της Τουρκίας και όσων άλλων κρατικών και μη δρώντων της ευρύτερης περιοχής αυτή επηρεάζει) στην Ατλαντική Δύση. Αλλά φυσικά και στον απόηχο της επιμέρους διμερούς συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν, στο περιθώριο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους.
Και πως συνδέεται η προοπτική της Χάγης με όλα τα ανωτέρω;
Μα, με δεδομένο ότι η Άγκυρα καθιστά το κόστος του εφελκυσμού της ως κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο (βλέπε αιτήματα προς Σουηδία να τροποποιήσει το εσωτερικό της νομικό πλαίσιο, όπως και της έγκρισης άρσης των περιορισμών περί της προμήθειας κρίσιμου αμυντικού εξοπλισμού, π.χ. των F-16 κλπ., αλλά και ως προς το θέμα της συστηματικής εμμένουσας πίεσης προς την Ελλάδα να αποδεχθεί σωρεία -κλιμακούμενων μάλιστα- απαιτήσεων και/ή προκλητικών αμφισβητήσεων που αγγίζουν όχι μόνον νόμιμες διεθνείς λειτουργικές αρμοδιότητες, αλλά και τον πυρήνα της ασκούμενης εθνικής κυριαρχίας σε νησιωτικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας όσο και κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες περιοχές σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο, καθώς και άλλα συναμφότερα ζητήματα αναθεωρητικού χαρακτήρα, όπως της επανονομασίας Στενών, της «προβληματικής» μετάστασης της Κύπρου κατά την αναφορά της σε θεσμικά συμμαχικά κείμενα (Regional Plans) ως «Χώρο» και όχι ως «Χώρα», δηλ. μέσω …συντεταγμένων, την αθέμιτη μόχλευση των μειονοτικών κλπ., κλπ.), θα πρέπει να εξασφαλιστεί η κάλυψή του. Ιστορικά τεκμηριώνεται ότι ουκ ολίγες φορές, η Ελλάδα στους σχεδόν 2 αιώνες της ύπαρξής της ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά και ο ελληνισμός, ευρύτερα, κλήθηκε να συμβάλλει αποφασιστικά με απτή κατάθεση εθνικού κεφαλαίου στον κατευνασμό, όσο και τον εφελκυσμό ή τον επανεφελκυσμό του διαχρονικού «Μεγάλου Ασθενούς» στη Δυτική σφαίρα γεωπολιτικής επιρροής …. Το τίμημα ίσως του να …κείται πιστά και αδιαπραγμάτευτα στην …ορθή πλευρά της ιστορίας. Μια Απόφαση, λοιπόν, του ύπατου δικαιοδοτικού θεσμού του διεθνούς συστήματος όπως αυτού του Διεθνούς Δικαστηρίου στη Χάγη (ΔΔΧ), αν φυσικά είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί δια της από κοινού προσφυγής των ενδιαφερομένων, θα προσέφερε μια (ίσως και τη πλέον) βολική από πολλές οπτικές διέξοδο, εφόσον συνιστά μια κατά τεκμήριο σύννομη διευθέτηση, η οποία in principle θα καλύπτει συντρεχόντως το έκαστο πρώτιστο μέλημα των δύο άμεσα εμπλεκόμενων πλευρών, ήτοι του σεβασμού στο εφαρμοστέο Διεθνές Δίκαιο (ως το διακηρυγμένο ενδιαφέρον της Αθήνας), λαμβάνοντας όμως «δεόντως» υπόψη τη καταλυτική (κατά την Άγκυρα) -αν και αρκούντως υποκειμενική- επίδραση της επίκλησης της αρχής της Ευθυδικίας (equity) στο τελικό αποτέλεσμα της δικαστικής απόφανσης.
Σε αυτά θα πρέπει προφανώς να προστεθεί και η καταλυτική επίδραση του αδιαμφισβήτητου (στους περισσότερους) κριτηρίου της διεθνούς νομιμότητας που προσδίδει το κύρος του δικαιοδοτικού θεσμού της Χάγης στην τελική διευθέτηση, ένα στοιχείο που τα επιτελεία πολιτικής επικοινωνίας τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Άγκυρα θα επιδιώξουν (και ορθώς) να αξιοποιήσουν κατά το δυνατόν περισσότερο, στην προσπάθειά τους να «περάσουν» την όποια Απόφαση του ΔΔΧ στην εσωτερική κοινή γνώμη (με όρους εσωτερικής «νομιμοποίησης»), εξασφαλίζοντας την τυπική ή ουσιαστική συναίνεση εκ μέρους των αντίστοιχων αρμόδιων πολιτικών και άλλων θεσμών κάθε χώρας (βλέπε Κοινοβούλιο, Academia, MME κλπ.), αλλά και της εσωτερικής κοινής γνώμης, εν γένει.
Όλα αυτά όμως θα είναι δυνατά, αν και εφόσον καταστεί ρεαλιστικά «εφικτή»³ η προσφυγή στη Χάγη….
Αλλά, ας εξετάσουμε πρώτα τη δικονομική διάσταση της διαδικασίας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, και κατόπιν ας δούμε και κάποιες διπλωματικές ή ευρύτερες γεωπολιτικές πτυχές αυτής της προοπτικής στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα Ελλάδος – Τουρκίας.
- Η δικονομική διάσταση της διαδικασίας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη
1.1 Γενική παρουσίαση του Διεθνούς Δικαστηρίου
Το Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΧ) (International Court of Justice – ICJ) εδρεύει στη Χάγη (ένα από τα αρκετά διεθνή Δικαστήρια εκεί) και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεκτημένα για το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, όπως προέκυψε μετά το τέλος του Β’ ΠΠ και τις ρυθμίσεις που κατέστη δυνατόν να συμφωνηθούν στο πλαίσιο του νέου -τότε- παγκόσμιου Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Συνεστήθη ως ένα από τα έξι κύρια όργανα του ΟΗΕ, λειτουργώντας ως τροποντινά απόγονος του αντίστοιχου δικαιοδοτικού θεσμού του συστήματος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), δηλ. του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ)4. Η λειτουργία του ως διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, και μάλιστα το ύπατο στη μεταπολεμική διεθνή έννομη τάξη, εντάσσεται στους προβλεπόμενους τρόπους ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών του διεθνούς συστήματος, όπως αυτοί αναφέρονται στο Άρθρο 335 του Κεφαλαίου XI του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (ΧτΗΕ), ο οποίος υιοθετήθηκε-υπεγράφη στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ, στις 26 Ιουνίου 1945.
Η αναφορά στο ΔΔΧ στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών γίνεται στο Κεφάλαιο XIV αυτού (Άρθρα 92 έως 96), ενώ το Καταστατικό του ICJ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Χάρτη, και προβλέπει λεπτομερώς το καθορισθέν πλαίσιο σύστασης και λειτουργίας του. Στο Άρθρο 92 του Χάρτη προβλέπεται συγκεκριμένα ότι το Διεθνές Δικαστήριο θα «αποτελεί το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών», ενώ στο επόμενο Άρθρο 93 προβλέπεται ότι «Όλα τα Μέλη των Ηνωμένων Εθνών αποδέχονται αυτοδικαίως το Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου.».
Το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει και να εκδώσει Αποφάσεις σε προσφυγές διαδίκων χωρών-μελών του Οργανισμού, ή να εκδώσει Γνωμοδοτήσεις σε σχετικά αιτήματα που μπορούν να του καταθέσουν τα κύρια όργανα του ΟΗΕ, δηλαδή η Γενική Συνέλευση ή το Συμβούλιο Ασφαλείας για «οποιοδήποτε νομικό θέμα». Τέλος, αίτημα Γνωμοδότησης μπορεί να κατατεθεί προς το Δικαστήριο και από «άλλα όργανα των Ηνωμένων Εθνών και ειδικευμένες οργανώσεις, που οποιαδήποτε στιγμή θα έπαιρναν τέτοια εξουσιοδότηση από τη Γενική Συνέλευση, … για νομικά θέματα που ανακύπτουν στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους.». Σημειώνεται ότι οι Γνωμοδοτήσεις του Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτικές για τα όργανα που τις αιτούνται.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της συμμόρφωσης με τις Αποφάσεις του Δικαστηρίου, το Άρθρο 94 του ΧτΗΕ προβλέπει ρητά ότι αυτή είναι υποχρεωτικά δεσμευτική για τα διάδικα μέρη της εξεταζόμενης Υπόθεσης (και μόνον). Μάλιστα, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενός εκ των διαδίκων «ο άλλος αντίδικος δικαιούται να καταφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να κάνει συστάσεις ή να αποφασίσει για τα μέτρα που θα ληφθούν, ώστε να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση.»
Καθόσον όμως στο εσωτερικό δημόσιο διάλογο έχει απασχολήσει πολύ το ζήτημα της προσφυγής στη Χάγη και ειδικά αν αυτή θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως «μονόδρομος» σε σχέση με άλλες θεμιτές ή μη, επιλογές, αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 95 του ΧτΗΕ, στα κ-μ παρέχεται η δυνατότητα να απευθυνθούν, αντί του ΔΔΧ, και σε άλλα διεθνή δικαιοδοτικά όργανα (δηλ. σε άλλα διεθνή Δικαστήρια) για την επίλυση μιας διεθνούς διακρατικής νομικής διαφοράς (αρκεί φυσικά να εμπίπτει στο πλαίσιο του πεδίου ειδικών αρμοδιοτήτων τους), αν αυτό είναι νομικά δυνατόν για τα κράτη «με βάση συμφωνίες που ήδη ισχύουν ή που μπορεί να συναφθούν στο μέλλον.»
Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εκτός της δεσμευτικότητας του χαρακτήρα των Αποφάσεων που αφορούν άμεσα τα επιμέρους διάδικα Μέρη κάθε εξεταζόμενης υπόθεσης (- αίτησης Γνωμοδότησης), συνιστά επίσης οικουμενικό σημείο αναφοράς για την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου για κάθε μελετητή του, αλλά κυρίως «χρήστη»6 ή εφαρμοστή του (όπως κυρίως τα θεσμικά υποκείμενα του ΔΔ, δηλ. τα Κράτη, οι Διεθνείς Οργανισμοί, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και μεμονωμένα Άτομα, καθώς και άλλα δευτερεύοντα υποκείμενα-χρήστες του, όπως Μειονότητες, ανεξάρτητα διεθνή Όργανα, ΜΚΟ κλπ.).
Σε ό,τι αφορά την οργάνωσή του, η σύνθεση του Δικαστηρίου αποτελείται από 15 ανεξάρτητους και διαφορετικής εθνικότητας Δικαστές που εκλέγονται για θητεία εννέα (9) ετών ανεξαρτήτως εθνικότητάς τους από τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας, μεταξύ προσωπικοτήτων με υψηλότατο ηθικό και επιστημονικό κύρος, που συγκεντρώνουν τα προσόντα που απαιτούνται στη χώρα του καθενός για να ασκήσουν τα ανώτατα δικαστικά λειτουργήματα ή είναι έγκριτοι νομομαθείς με αναγνωρισμένη εξειδίκευση στο Διεθνές Δίκαιο.
Το πινάκιο του ΔΔΧ έχει περιλάβει στο παρελθόν τέσσερεις (4) υποθέσεις ελληνικού ενδιαφέροντος7 . Μάλιστα, ιστορικά, η πρώτη υπόθεση που εξέτασε το ΔΔΧ από τον Μάιο του 1947 ήταν ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος και αφορούσε συμβάντα που ελάμβαναν χώρα στο θαλάσσιο Στενό της Κέρκυρας (δηλ. μεταξύ Κέρκυρας και Αλβανικών ακτών), γνωστή ως «Corfu Channel case», με διάδικους το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αλβανία.
1.2. Η Δικαιοδοσία (ratione personae και ratione matteriae) του Δικαστηρίου
Η ratione personae δικαιοδοσία του Δικαστηρίου
Σύμφωνα με το Άρθρο 34 του Καταστατικού του, «μόνο Κράτη μπορούν να είναι διάδικοι σε υποθέσεις που εκδικάζονται από το Δικαστήριο.», ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 35, «στο Δικαστήριο θα μπορούν να προσφεύγουν τα κράτη που έχουν αποδεχτεί αυτό το Καταστατικό». Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η πράξη αναγνώρισης – αποδοχής του Καταστατικού δεν είναι επαρκής ούτως ώστε να θεωρείται ότι υπάγει αυτοδίκαια το κ-μ του οργανισμού στην αναγκαστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αλλά γι’ αυτό απαιτούνται και περαιτέρω προϋποθέσεις (βλέπε κατωτέρω). Επιπρόσθετα, στις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου περιλαμβάνεται η δυνατότητα να δεχθεί την παρέμβαση Τρίτου μέρους, που παρεμβαίνει στη διαδικασία, χωρίς να θεωρείται διάδικο μέρος, και άρα χωρίς η Απόφαση να είναι δεσμευτική γι’αυτό (βάσει του Άρθρου 62 του Καταστατικού του ΔΔΧ). Βλέπε την περίπτωση της σχετικής παρέμβασης (13 Ιαν. 2011) της Ελλάδας ως τρίτο, μη διάδικο μέρος, στην υπόθεση των Γερμανικών Επανορθώσεων («Jurisdictional Immunities of the State (Germany v. Italy: Greece intervening)», 3 Φεβ. 2012).
Η ratione materiae δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου
Οι διατάξεις του Άρθρου 36 μας παρέχουν αυθεντικά το πεδίο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως εξής:
«1. Στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιλαμβάνονται όλες οι υποθέσεις τις οποίες οι διάδικοι υποβάλλουν σ’ αυτό και όλα τα ζητήματα τα οποία προβλέπονται ειδικά στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ή σε ισχύουσες συνθήκες και συμβάσεις.
- Τα κράτη που έχουν αποδεχτεί αυτό το Καταστατικό θα μπορούν οποτεδήποτε να δηλώνουν ότι αναγνωρίζουν, χωρίς ειδική σύμβαση, ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος που αναλαμβάνει την ίδια υποχρέωση, για όλες τις νομικές διαφορές που αφορούν:
α. την ερμηνεία μιας συνθήκης,
β. κάθε θέμα διεθνούς δικαίου,
γ. την ύπαρξη γεγονότος που, αν διαπιστωνόταν, θα αποτελούσε παραβίαση διεθνούς υποχρεώσεως,
δ. τη φύση και την έκταση των επανορθώσεων που πρέπει να γίνουν για την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρεώσεως.
- Οι δηλώσεις που αναφέρονται παραπάνω μπορούν να γίνουν χωρίς όρους ή με τον όρο της αμοιβαιότητας εκ μέρους μερικών ή ορισμένων κρατών, ή για ορισμένο διάστημα. …»
Εκ των σημαντικότερων άρθρων του Καταστατικού είναι το 38, στο οποίο όχι μόνον καθορίζονται οι πηγές του Διεθνούς Δικαίου, αλλά συνάμα ιεραρχούνται ρητά, ως εξής:
«1. Το Δικαστήριο, που έργο του έχει να εκδικάζει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ’ αυτό, θα εφαρμόζει:
α. τις διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θέτουν κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζονται ρητά από τα αντίδικα κράτη,
β. το διεθνές εθιμικό δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου ˙
γ. τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη,
δ. με την επιφύλαξη όσων προβλέπουν οι διατάξεις του Άρθρου 59, τις δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διάφορων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου. …»
Επιπρόσθετα των ανωτέρω, στη 2η διάταξη του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι το Δικαστήριο θα δύναται να κρίνει μια υπόθεση με κριτήριο τη «δικαία κρίση» των Δικαστών (”ex aequo et bono”)8, δηλαδή ουσιαστικά και πέραν του θετικού δικαίου9, με τη συναίνεση βέβαια των διαδίκων.
Οι διεθνείς διαφορές που δύναται να γίνουν αντικείμενο δικαστικού διακανονισμού στο πλαίσιο μιας υποχρεωτικής επίλυσης, και άρα μπορούν να φτάσουν και στο Διεθνές Δικαστήριο, πρέπει να έχουν νομικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Καθηγητή και Ακαδημαϊκό Μανώλη Ρούκουνα, διαφορές που κείνται εκτός πλαισίου κρίσης ή ρύθμισης διεθνούς Δικαίου, που «από τη φύση τους και από το γεγονός ότι αφορούν σε “ζητήματα τιμής, ανεξαρτησίας και ζωτικών συμφερόντων κρατών” δεν προσφέρονται για δικαιοδοτική επίλυση, αλλά επιδέχονται μόνον “πολιτικές” λύσεις. Οι διαφορές αυτές αποκλήθηκαν “πολιτικές” ή “μη επιδεκτικές δικαστικού διακανονισμού” (non justifiables)». Νομικές δύναται να θεωρηθούν οι διαφορές που «(α) μπορούν να κριθούν κατ’ εφαρμογή σαφών και αναγνωρισμένων κανόνων του ΔΔ, (β) που δεν θίγουν την ανεξαρτησία ή τα συμφέροντα των κρατών, (γ) για τη λύση τους, η εφαρμογή του ΔΔ δεν αντίκειται στην ιδέα της δικαιοσύνης, (δ) αφορούν σε υφιστάμενα νομικά δικαιώματα και όχι σε απαιτήσεις που αποβλέπουν την τροποποίηση του ισχύοντος δικαίου»10. Αυτά τα κριτήρια στάθμισε το ίδιο το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (1978) σε σχέση με τις αιτιάσεις της Τουρκίας που υποστήριζαν ότι η εν λόγω διαφορά ήταν «φύσεως εξόχως πολιτική». Το Δικαστήριο τελικά δέχτηκε ότι μια διαφορά, όπως η προκείμενη μεταξύ δύο κρατών επί του θέματος της οριοθετήσεων της ζώνης της Υφαλοκρηπίδας, αν και δύσκολα μπορεί να μην εμπεριέχει και κάποια στοιχεία πολιτικού χαρακτήρα, εντούτοις θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εντάσσεται σε αυτές που τα κράτη – Μέρη της διαφοράς αμφισβητούν αμοιβαίως κάποιο δικαίωμα του άλλου Μέρους. Ως εκ τούτου θα πρέπει να θεωρείται νομική, και ως τέτοια δύναται να εξεταστεί ως εμπίπτουσα στο πεδίο αρμοδιότητας του Δικαστηρίου¹¹.
1.3. Η διαδικασία προσφυγής διαδίκων στη κρίση του Δικαστηρίου – Η συναίνεση των κρατών
Η προσφυγή κρατών που επιθυμούν να επιλύσουν μια νομική διαφοράς τους θέτοντάς την στην κρίση του Δικαστηρίου είναι νομικά εφικτή μόνον εάν τα κράτη έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Είτε σε πρότερο χρόνο, άμεσα ή έμμεσα,, είτε ενόψει της εκδίκασης της υπόθεσης. Έτσι ολοκληρώνεται η θεμελίωση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Έτσι, σε προηγούμενο της προσφυγής χρόνο, τα ενδιαφερόμενα κράτη απαιτείται να έχουν δηλώσει ή καταστήσει σαφές ότι έχουν αποδεχθεί την υποχρεωτική Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου καλύπτοντας και το ή τα επίδικα ζητήματα της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Έμμεσα (Consent ante hoc) είναι δυνατόν να θεμελιωθεί η εν λόγω αρμοδιότητα, μέσω της προσχώρησης του κράτους σε μια διεθνή Συνθήκη ή Συμφωνία, που προβλέπει η ίδια την αποδοχή της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από τα συμβαλλόμενα στη Συμφωνία Μέρη για ζητήματα ή διαφορές που ενδεχομένως να προκύψουν σε σχέση είτε με την ερμηνεία, είτε με την εφαρμογή όρων της Συμφωνίας, μέσω μιας σχετικής ρήτρας που περιλαμβάνεται στο κείμενό της. Της λεγόμενης ως διαιτητικής ρήτρας (compromissory clause / clause compromissoire). Με τη ρήτρα αυτή, τα συμβαλλόμενα μέρη, πριν να ανακύψει μια νομική διαφορά μεταξύ των, δεσμεύονται εκ προοιμίου και για λόγους «νομικής ασφάλειας» ως προς την αποδοχή της δικαιοδοσίας του ΔΔΧ.
Με άμεσο τρόπο, αυτό είναι δυνατόν να γίνει είτε με την κατάθεση Δήλωσης αναγνώρισης ως υποχρεωτικής και αυτοδικαίως (ipso facto) της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου ως προς όλες τις ανακύπτουσες διαφορές, που όμως εμπίπτουν στις προβλέψεις του Άρθρου 36.2 του Καταστατικού. Σημειώνεται μάλιστα ότι σε αυτή την περίπτωση δεν απαιτείται οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση, όπως σύναψη άλλης ειδικής συμφωνίας και σε σχέση με άλλο κράτος που έχει τυχόν αποδεχθεί την ανάληψη αντίστοιχης υποχρέωσης. Η εν λόγω κατάθεση Δήλωσης αποδοχής αρμοδιότητας δύναται να γίνει οποτεδήποτε, και σαφώς και σε χρόνο προγενέστερο μιας τυχόν ανακύπτουσας υπόθεσης. Οι εν λόγω δηλώσεις ενσωματώνουν ουσιαστικά «μια a priori αποδοχή της δικαιοδοτικής επίλυσης [νομικών διαφορών] υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις, όταν όλοι οι διάδικοι έχουν κάνει δηλώσεις που καλύπτουν τη διαφορά και εντός των ορίων τους»¹². Οι Δηλώσεις καθόσον μονομερείς, θα πρέπει να ερμηνεύονται πάντα υπό το φως της αρχής της αμοιβαιότητας. Στο πλαίσιο της κατάθεσης των εν λόγω δηλώσεων, είναι δυνατόν τα κράτη να καταθέσουν και δήλωση επιφύλαξης, που περιορίσουν το περιεχόμενό τους. Μάλιστα ορισμένες φορές σημαντικά. Και οι επιφυλάξεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εξίσου υπό την αίρεση της αμοιβαιότητας. Έτσι, με απλά λόγια, ένα κράτος που έχει καταθέσει δήλωση επιφύλαξης δεν είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του ΔΔΧ για λόγους που αφορούν την επιφύλαξη. Ούτε όμως και δύναται να ενάγει ένα άλλο κράτος για λόγους που στη Δήλωση εξαίερσής του έχει εξαιρέσει για το ίδιο από τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ. Έτσι, ένα κράτος «Α» που ενάγεται από άλλο κράτος «Β» μπορεί να επικαλεστεί το πλαίσιο εξαιρέσεων που έχει δηλώσει το κράτος «Β», προκειμένου να εξαιρέσει την υπόθεση από το πεδίο δικαιοδοσίας του ΔΔΧ κι έτσι να αποφύγει την εκδίκαση της υπόθεσης¹³.
Σε περίπτωση όπου ανακύψει η ανάγκη προσφυγής στο Δικαστήριο για την εκδίκαση μιας υπόθεσης δια της οποίας επιλύεται μια (νομική) διαφορά, χωρίς να έχει προηγηθεί σχετική δήλωση αναγνώρισης υποχρεωτικής δικαιοδοσίας εκ μέρους των Μερών, η απαιτούμενη ολοκλήρωση της θεμελίωσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να διευθετηθεί μέσω του Συνυποσχετικού (Compromis). Μια ειδική συμβατική δήλωση αποδοχής (consent ad hoc) της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου επί της απολύτως συγκεκριμένης υπόθεσης – νομικής διαφοράς, που έλκει τη καταγωγή της από την πρακτική του θεσμού της διεθνούς Διαιτησίας. Μέσω αυτού, τα διάδικα κράτη, πέραν της από κοινού αποδοχής της αρμοδιότητας, δηλώνουν ότι έχουν συμφωνήσει και επί της διατύπωσης του επίδικου ζητήματος ή ερωτήματος που θέτουν ενώπιον της κρίσης του Δικαστηρίου. Στο Συνυποσχετικό θα πρέπει να δηλώνονται ρητά το αντικείμενο της διαφοράς, αλλά και τα διάδικα μέρη (Άρθρο 40, Καταστατικού). Είναι επίσης και μια ευκαιρία για τα Μέρη να συμφωνήσουν ειδικότερα, για το αν επιθυμούν-συναινούν το Δικαστήριο να εξετάσει την Υπόθεση αποδεχόμενο να λάβει υπόψη ειδικά και άλλες πηγές ή τεκμήρια, όπως π.χ. πράξεις του εσωτερικού Δικαίου κλπ.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, θα άξιζε επιπρόσθετα να σημειωθεί ότι από τη θεωρία υποστηρίζεται ότι η έμμεση αποδοχή της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ότι τεκμαίρεται και από άλλες μη συμβατικού χαρακτήρα διεθνείς πράξεις του κράτους (όπως υπό προϋποθέσεις η προδικαστική επικοινωνία με το Δικαστήριο κλπ.), στοιχείο που θα πρέπει να σταθμιστεί ιδιαίτερα στη διαχείριση της εν γένει “συμπεριφοράς” του κράτους (state practice) στο διεθνές πεδίο. Ειδικά καθόσον εκκρεμούν διακρατικές νομικές διαφορές ή συναμφότερα διεθνή ζητήματα που είναι δυνατόν να καταλήξουν στο Δικαστήριο και προς αυτό θα απαιτηθεί μιας μορφής εκπεφρασμένη συναίνεση, ad hoc ή μη. Αυτό σημειώνει χαρακτηριστικά και ο Άγγλος Καθηγητής Ian Brownlie, ως εξής:
«The consent of the parties may be given ad hoc to the exercise of jurisdiction over a dispute the existence of which is recognized by both parties. Normally, …, the consent will take the form of a special agreement (compromis). However, the special agreement is not an essential requirement of form, and the Court has taken the view that consent ad hoc may arise where the plaintiff state has accepted the jurisdiction by a unilateral application followed by a separate act of consent by the other party, either by communication to the Court or by taking part in the initiation of the proceedings. In other words, the voluntary jurisdiction is not to be restricted by requirements of form, and Article 36(1) of the statute states simply that “the jurisdiction of the Court comprises all cases which the parties refer to it”.»14
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας η γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης έχει γίνει αποδεχτή με δήλωσή της τον Ιαν. 1994, και υπό την αίρεση της αμοιβαιότητας, για όλες τις νομικές διαφορές που προβλέπονται στο άρθρο 36, με τις εξαιρέσεις που ρητά ορίζονται στο κείμενο αυτής, δηλ. με διαφορές που αφορούσαν τη λήψη μέτρων αμυντικού χαρακτήρα για λόγους εθνικής άμυνας («…the Greek Government excludes from the competence of the Court any dispute relating to defensive military action taken by the Hellenic Republic for reasons of national defence. …»). Στην πορεία, έχοντας η χώρα προσχωρήσει (υπογράψει και κυρώσει) και στη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, Montego Bay, 1982), δεσμεύεται συμβατικά και από τις σχετικές προβλέψεις περί οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών, αλλά και από τις ειδικότερες του Άρθρου 298 αυτής (που επιτρέπουν εξαιρέσεις στη υποχρεωτικότητα της προβλεπόμενης από τη Σύμβαση διαδικασίας διευθέτησης διαφορών για συγκεκριμένα θέματα). Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη γεωπολιτική κατάσταση, με νεότερη δήλωσή της (14 Ιαν. 2015) εξαίρεσε (έμμεσα, αλλά σαφώς) από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Σύμβασης τα ζητήματα αυτά, ενώ διατύπωσε περισσότερο αυστηρά/περιοριστικά τις περιπτώσεις εξαιρέσεων δικαιοδοσίας που άπτονται θεμάτων εθνικής άμυνας, ασφάλειας και κυριαρχίας – κυριαρχικών δικαιωμάτων15.
1.4. Προσωρινά μέτρα (Interim Measures)
Ενδιαφέρον στην όλη διαδικασία έχει το ζήτημα των προσωρινών μέτρων, μια διαδικασία που προβλέπεται στο Καταστατικό του ΔΔΧ. Σύμφωνα με το Άρθρο 41 του ΚατΔΔ, το «Δικαστήριο θα έχει την εξουσία να υποδεικνύει, αν κρίνει ότι το απαιτούν οι περιστάσεις, τα προσωρινά μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για να διαφυλαχτούν τα δικαιώματα του κάθε διαδίκου.», ενώ παράλληλα και «ώσπου να εκδοθεί η οριστική απόφαση, οι διάδικοι και το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να ειδοποιούνται αμέσως για τα μέτρα που υποδεικνύονται.». τα προσωρινά μέτρα δύναται να διαταχθούν εκ μέρους του Δικαστηρίου με την προϋπόθεση ότι το Δικαστήριο θα αποφανθεί πρώτα αν διαθέτει την prima facie αρμοδιότητα για να κάνει δεκτή την αίτηση προσωρινών μέτρων εκ μέρους ενός εκ των διαδίκων.
2. Καταληκτικές συμπερασματικές παρατηρήσεις
Έχοντας τα ανωτέρω υπόψη, ανακύπτουν κάποια κρίσιμα ερωτήματα:
α. Είναι η διαδικασία της Χάγης μονόδρομος; Ειδικά για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία έχει επενδύσει και εσωτερικά, όσο και εξωτερικά στο επιχείρημα της εθνικής θέσης υπέρ της διεθνούς νομιμότητας, του σεβασμού του ΔΔ, και κατά του ευκαιριακού ή μη, αναθεωρητισμού τρίτων?
β. Εγγυάται η διαδικασία της Χάγης ένα απολύτως δίκαιο αποτέλεσμα, ή ισχύει το δημόσιο αφήγημα ότι η Χάγη είναι ένα πολιτικό διεθνές όργανο που δικάζει με πολιτικά κριτήρια και όχι στενά δικαιϊκά? Είναι δυνατή, και πόσο πιθανή είναι η αναγνώριση του 100% των διεκδικήσεων εκ μέρους ενός εκ των διαδίκων, σε περίπτωση που γίνουν αποδεκτές οι νομικές θέσεις και η συναφής νομική επιχειρηματολογία ενός εκ των διαδίκων?
γ. Πόσο δεσμευτική για τα κράτη (διάδικα ή μη, μέρη) είναι μια Απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου; Τι διασφαλίσεις εφαρμογής και ελέγχου συμμόρφωσης ή επιβολής της εφαρμογής της προβλέπονται ρητά (ή μη) στο ΔΔ, όσο και υφίστανται στο πλαίσιο του Διεθνούς Συστήματος, εν γένει?
δ. Και τελικά (ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας-Τουρκίας), πόσο θα πρέπει να θεωρείται πιθανή, κατά την παρούσα γεωπολιτική συγκυρία, η πολιτική – επικοινωνιακή μεταστροφή της εσωτερικής κοινής γνώμης και η εγκατάλειψη ιδιαίτερα μαξιμαλιστικών θέσεων της Τουρκίας (βλέπε Γαλάζια Πατρίδα, Γαλάζιοι Αιθέρες κλπ.) κατά προσαρμογή με μια απόφανση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που δεν θα έχει πεισθεί ώστε να υιοθετήσει τέτοιες καταφανώς έκνομες αιτιάσεις?
ε. Με δεδομένη την περίσσεια εύλογων και τεκμηριωμένων νομικών επιχειρημάτων της Αθήνας, σε σχέση με την αντίστοιχη, αλλά νομικώς μάλλον μειονεκτούσα θέση της Άγκυρας, συνθήκη που εξ αντικειμένου παρέχει ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα στην Αθήνα ως προς τις ρεαλιστικές προσδοκίες της από το τελικό αποτέλεσμα μιας δικαιοδοτικής διαδικασίας στη Χάγη, είναι αυτό επαρκές ώστε να σταθμιστεί δεόντως ώστε να κριθεί σκόπιμη και επωφελής η υποστήριξη της προσφυγής στη Χάγη?
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτή τη διαδικασία σύνθετης και επάλληλης στάθμισης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, των επισφαλειών ή ρίσκων σε σχέση με τις προσδοκώμενες ωφέλειες, σημαντική είναι και η διαδικασία στάθμισης του αντίστοιχου κόστους οφέλους και εκ μέρους του αντιδίκου άλλου Μέρους. Ως εκ τούτου, εκτιμάται βάσιμα ότι η τελική επιλογή θα πρέπει να γίνει με όρους ολιστικής εκτίμησης, και όχι με επιμέρους θεωρήσεις ή αξιολογήσεις μεμονωμένων πτυχών του όλου ζητήματος. Δηλαδή με γεωπολιτικούς όρους ευρείας γεωπολιτικής σύνθεσης, η οποία θεωρητικά τουλάχιστον θα μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει και να ενσωματώνει όλες τις άλλες πτυχές (νομικές, οικονομικές, αμυντικές κλπ.) της όλης προβληματικής. Εξετάζονται ειδικότερα την περίπτωση Τουρκίας – Ελλάδας, και τη στάσης της πρώτης έως τώρα, φαίνεται ότι η Τουρκία δεν έχει την πρόθεση να προβεί σε καμία υπαναχώρηση, πολλώ δε μάλλον υποχώρηση από τις θέσεις, και δη τις βασικές της, έτσι όπως τις έχει διακηρύξει διεθνώς, ειδικά το τελευταίο διάστημα (Βλέπε επιστολές Sinirlioğlu στον ΟΗΕ, βλέπε διακηρύξεις περί πρόθεσης «προστασίας»(!) όχι μόνον της «Γαλάζιας Πατρίδας», αλλά και του υπερκείμενου Εναερίου χώρου, ως «Γαλάζιος Ουρανός»(!) μόλις λίγες ημέρες προ της πρόσφατης ΝΑΤΟϊκής Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους κλπ.). Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τεράστια στροφή στην τουρκική στρατηγική, την αναθεώρηση των στρατηγικών επικοινωνιακών αφηγήσεων (STRATCOM) ως προς την εξωτερική της πολιτική και κυρίως τη αναδίπλωση ως προς τα διπλωματικά και επιχειρησιακά κεκτημένα της, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
στ. Το Συνυποσχετικό θεωρείται τυπικά και ουσιαστικά Διεθνής Συμφωνία; Αν ναι, με τι πλειοψηφία θα πρέπει να κυρωθεί στη Βουλή των Ελλήνων; Απλή ενισχυμένη; Αν το κατ’ αρχάς δεσμευτικό- εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο για τα δύο εν δυνάμει διάδικα Μέρη διαφέρει κατά πολύ, όπου το ένα τυγχάνει να μην έχει προσχωρήσει σε μια ουσιώδη (για το επίδικο ζήτημα) διεθνή Σύμβαση, τότε κατά πόσο είναι δυνατόν (σε σχέση με το διεθνές και το εσωτερικό Δίκαιο και δη τη διαδικασία Κύρωσης του Συνυποσχετικού στη ΒτΕ) το έτερο Μέρος να αφιχθεί των συμβατικών του υποχρεώσεων ως προς τη Σύμβαση και να αποδεχθεί να συμπεριληφθούν στο Συνυποσχετικό πρόνοιες εξαίρεσης της Σύμβασης αυτής από το Δικαιϊκό πλαίσιο επιδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης από το ΔΔΧ;
ζ. Δικαιϊκή vs Επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος της προσφυγής στη Χάγη
Η διαδικασία της Χάγης εκτείνεται εγγενώς σε τρεις πυλώνες, στους οποίους θα πρέπει κάθε μέρος μιας διεθνούς διαφοράς να αναπτύξει τη δυναμική του και να εξαντλήσει τις δυνατότητες που έχει, ώστε να εξασφαλίσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα ως προς την Απόφανση του Δικαστηρίου. Η μια αφορά τη νομική πτυχή της (νομικής) διαφοράς, και το δικονομικό μέρος της διαχείρισής της στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας. Η δεύτερη αφορά τη φάση της συγκέντρωσης του απαιτούμενου υλικού νομικής τεκμηρίωσης που υποστηρίζει τις θέσεις του κάθε αντίδικου μέρους, και που συγκεντρώνεται από τη διπλωματική διαδικασία16, τη συναφή διεθνή και εσωτερική πρακτική των κρατών (διαδίκων ή μη), τη χρήση/αξιοποίηση της διαθέσιμης νομολογίας και φυσικά των συναφών προβλέψεων της νομικής θεωρίας, όσο και από την ικανότητα της νομικής ομάδας που θα διαχειριστεί την κάθε υπόθεση. Η τρίτη αφορά την εν γένει επικοινωνιακή-διπλωματική διαχείριση του ζητήματος της ενδεχόμενης προσφυγής σε Διεθνές Δικαιοδοτικό όργανο της διευθέτησης μια νομικής διαφοράς με ένα άλλο κράτος (ως αντίδικο Μέρος), και δη στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, ούτως ώστε η στάση αυτή να συνάδει με την νομικά ισχυρή τεκμηρίωση των θέσεων από πλευράς των πιθανών αντιδίκων. Θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη ότι η επικοινωνιακή διαχείριση του όλου ζητήματος δημιουργεί ουσιαστικά (και ενίοτε και κρίσιμα) γεωπολιτικά δεδομένα τόσο στην εκατέρωθεν εσωτερική κοινή γνώμη κάθε πλευράς, όσο και διεθνώς, ασχέτως αν τελικά η εξέλιξη των πραγμάτων οδηγήσει τελικά στο κατώφλι του Διεθνούς Δικαστηρίου ή όχι. Είναι προφανές ότι στο διεθνές Σύστημα, πέραν των ποσοτικών δεδομένων που αφορούν τη σκληρή ισχύ κάθε κρατικού δρώντα και επηρεάζουν τη δυναμική εξισορρόπηση του διεθνούς Συστήματος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η ίδια διαδικασία ανταγωνισμού και εξισορρόπησης στο πεδίο της ήπιας ισχύος. Πτυχή της οποίας είναι και η Δικαιϊκή, όπου το Διεθνές Δίκαιο, ως σύστημα κανόνων per se, όσο και άλλοι συναμφότεροι δείκτες17, το αναδιαμορφώνουν ουσιαστικά. Υπό αυτή τη θεώρηση, η τηρούμενη θέση έναντι της προοπτικής της προσφυγής στη Χάγη για την δικαιοδοτική επίλυση μιας νομικής διαφοράς, ασχέτως τελικής έκβασης, ενισχύει ή υποθάλπει την «παράσταση νομιμότητας» του κάθε μέρους έναντι τόσο της εσωτερικής κοινής γνώμης, όσο και έναντι τρίτων. Ειδικά όταν το ένα εκ των δύο Μερών θεωρεί ότι πλεονεκτεί ως προς το ότι οι (εθνικές) θέσεις του συνάδουν με το εφαρμοστέο διεθνές Δίκαιο (βλέπε περίπτωση Ελλάδας σε σχέση ειδικά με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα) τότε θα ανέμενε κανείς να ήταν το επισπεύδον μέρος για τη διαδικασία της Χάγης. Τόσο ουσιαστικά, στο επίσημο διπλωματικό πεδίο, όσο και επικοινωνιακά, στη συνείδηση και την πεποίθηση της κοινής γνώμης. Αυτή η δεδηλωμένη και ευθεία ένδειξη εμπιστοσύνης στον ύπατο διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό, δηλ. το ΔΔΧ, για την επίλυση της νομικής διαφοράς με τη γείτονα χώρα θα λειτουργούσε ως έκφραση πεποίθησης περί του δικαίου και σύννομου των ημέτερων θέσεων, έναντι του πιθανού αντιδίκου. Μια δήλωση που (θα πρέπει να) αποτελεί το μέγιστο συγκριτικό πλεονέκτημα της Αθήνας, καθόσον η Άγκυρα, εκ των πραγμάτων και λόγω των προφανώς αδύναμων νομικά θέσεών της, αδυνατεί να υποστηρίξει τεκμηριωμένα δημοσίως.
Είναι σαφές ότι η εθνική πολιτική της Ελλάδας είναι εδώ και δεκαετίες να αναγνωρίζει ως τη μόνη νομικά διαφορά που υφίσταται σε εκκρεμότητα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, και με αυτό το δεδομένο να επιδιώκει να επιλύσει την εν λόγω διαφορά με ειρηνικό τρόπο και σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και, ειδικότερα, με το εφαρμοστέο Δίκαιο της Θάλασσας. Σε περίπτωση που (όπως έχει αποδειχτεί πολλάκις τα τελευταία πολλά χρόνια, δεν υπάρχει η απαιτούμενη συναίνεση, η πολιτική βούληση, αλλά και η καλή πρόθεση εκ μέρους της Άγκυρας18 για μια διευθέτηση επί τη βάση του Διεθνούς Δικαίου, καθόσον η διαφορά είναι νομική, η προβολή της επιχειρούμενης διαδικασίας οδηγεί στον πλέον προφανή τρόπο από τις διαθέσιμες μεθόδους επίλυσης του Άρθρου 33 του ΧτΗΕ, που είναι ο δικαστικός διακανονισμός. Για πρακτικούς και δικονομικούς λόγους φαίνεται ότι πλέον βολικό είναι το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη. Δεν θα πρέπει να παροράται όμως, ότι τουλάχιστον θεωρητικά, η διαδικασία είναι ακόμη ανοικτή και για άλλες μεθόδους, όπως η Διαιτησία κλπ. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν δώσει αποτελεσματικές (σε ένα βαθμό) λύσεις σε αντίστοιχα διεθνή προβλήματα, όπως η πρόσφατη περίπτωση Ισραήλ – Λιβάνου, χωρίς όμως να εγγυώνται και τη βιωσιμότητα της εν λόγω επιλογής. Ο χρόνος και η γεωπολιτική δυναμική, η οποία πλέον της στενής πολιτικής-διπλωματικής, περιλαμβάνει και άλλες κρίσιμες παραμέτρους (στρατιωτικές, οικονομικές, πολιτισμικές, νομικές κλπ.) που πρέπει να σταθμίζονται δυναμικά με μεγάλη επάρκεια συνδυαστικής σύνεσης, εμπειρογνωμοσύνης και πραγματισμού, θα καθορίσουν καθοριστικά την πορεία των εξελίξεων.
Το σίγουρο είναι πάντως ότι, ειδικά στη περίπτωση της Ελλάδος, οι εξελίξεις ως προς αυτό είναι επικείμενες και οι όποιες δικαιοδοτικές και ευρύτερες γεωπολιτικές επιλογές των επιμέρους δρώντων δεν θα καθυστερήσουν για πολύ για να είναι ορατές δημοσίως….
Δρ. Γ.Α. Ειδικός συνεργάτης
¹Το ζήτημα φυσικά δεν είναι καινοφανές, ούτε σε επίπεδο εσωτερικού πολιτικού διαλόγου, ούτε διπλωματικής πρακτικής, ούτε βέβαια συνιστά πρωτόγνωρο πεδίο διερεύνησης από επιστημονικής-ακαδημαϊκής σκοπιάς.
²Βλέπε σχετικά Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής στο Βίλνιους, “Vilnius Summit Communiqué”, Issued by NATO Heads of State and Government participating in the meeting of the North Atlantic Council in Vilnius 11 July 2023” (https://www.nato.int/cps/en/natohq/official_texts_217320.htm).
³ Πέραν των δικονομικών προϋποθέσεων (που θα παρουσιαστούν παρακάτω), η σχετική οπτική υποστηρίχθηκε -και ορθώς- και σε πολιτικό επίπεδο, και εκ στόματος του έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ειδικότερα εσχάτως στη συνέντευξή του (προεβλήθη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων) του ΣΚΑΪ, στους δημοσιογράφους Σία Κοσιώνη και Παύλο Τσίμα, στις 13 Ιουλίου 2023, ως εξής: «…Όμως ο σκοπός μου είναι, ναι, να μπούμε στον πυρήνα της βασικής μας διαφοράς. Εφόσον καταφέρουμε να συμφωνήσουμε να πάμε στη Χάγη, ώστε το Διεθνές Δικαστήριο να επιληφθεί αυτής της μεγάλης εκκρεμότητας η οποία έρχεται εδώ και πολλές δεκαετίες. Αλλά προφανώς το να πάμε στη Χάγη δεν είναι μια απλή υπόθεση ούτε είναι κάτι το οποίο μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. …» (https://www.primeminister.gr/2023/07/13/32185).
4 Permanent Court of International Justice (PCIJ). Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με το ΔΔΧ, το ΔΔΔΔ δεν ήταν ποτέ μέρος του συστήματος της Κοινωνίας των Εθνών, αν και λειτουργούσαν σε στενή συνεργασία μεταξύ τους. Έτσι άλλωστε, ούτε και το Καταστατικό του ήταν ενσωματωμένο στο, ή απετέλεσε μέρος του Συμφώνου (Covenant) της ΚτΕ, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ΔΔΧ.
5 Συγκεκριμένα στην πρώτη από τις δύο παραγράφους του Άρθρου 33 του ΧτΗΕ, προβλέπονται συγκεκριμένα 8+1 μέθοδοι ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, χωρίς μάλιστα να αποκλείονται και άλλοι, αρκεί να είναι ειρηνικοί , ως εξής: «1. Σε κάθε διαφορά που η παράτασή της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσπαθούν πρώτα από όλα να λύσουν τη διαφορά τους με διαπραγματεύσεις, έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, διαιτησία, δικαστικό διακανονισμό, προσφυγή σε τοπικούς οργανισμούς ή συμφωνίες ή με άλλα ειρηνικά μέσα της εκλογής τους.», Άρθρο 33.1, του ΧτΗΕ. Είναι προφανές οτι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο εμπίπτει στη μέθοδο του δικαστικού διακανονισμού (judicial settlement).
6 Η πατρότητα της υιοθέτησης του όρου στην ελληνική βιβλιογραφία αναγνωρίζεται στον Ομότιμο Καθηγητή της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Μανώλη Ρούκουνα.
7 Οι ακόλουθες υποθέσεις: α. 1952 Ambatielos (Greece v. United Kingdom), β. 1978 Aegean Sea Continental Shelf (Greece v. Turkey), γ. 2011 Application of the Interim Accord of 13 September 1995 (the former Yugoslav Republic of Macedonia v. Greece), δ. 2012 Jurisdictional Immunities of the State (Germany v. Italy: Greece intervening), ε. 2022 Allegations of Genocide under the Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide (Ukraine v. Russian Federation: 32 States intervening)
8 «Ex aequo et bono»: όρος του Ρωμαϊκού Δικαίου που μεταφράζεται ως «according to the right and good», ή «from equity and conscience».
9 Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά με την αρχή της ευθυδικίας (equity).
10 Εμμανουήλ Ρούκουνας, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2015, σελ. 555-556.
¹¹ Η νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει και άλλες περιπτώσεις υποθέσεων στις οποίες τέθηκε παρόμοιο ζήτημα περί νομικού ή πολιτικού χαρακτήρα της επίδικής διαφοράς. Για παράδειγμα η υπόθεση του «Αμερικανικού Διπλωματικού και Προξενικού Προσωπικού στην Τεχεράνη (ΗΠΑ-Ιράν», 1980), και η Υπόθεση «Στρατιωτικών και Παραστρατιωτικών Δραστηριοτήτων στη Νικαράγουα και κατ’αυτής» (Νικαράγουα-ΗΠΑ, 1984).
¹² Στέλιος Περράκης, Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2001, σελ. 65.
¹³ Για περιπτώσει συναφών νομολογιακών παραδειγμάτων, ειδικά της υπόθεσης της Υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (1976/1978), βλέπε παρακάτω.
14 Ian Brownlie, Principles of Public International Law, 5th ed., Oxford University Press, 1998, σελ. 716-717.
15 «…recognize as compulsory ipso facto and without special agreement, in relation to any other State accepting the same obligation, that is on condition of reciprocity, the jurisdiction of the International Court of Justice with respect to all legal disputes referred to in Article 36, paragraph 2, of the Statute of the Court, with the exception of:
a) any dispute relating to military activities and measures taken by the Hellenic Republic for the protection of its sovereignty and territorial integrity, for national defense purposes, as well as for the protection of its national security;
b) any dispute concerning State boundaries or sovereignty over the territory of the Hellenic Republic, including any dispute over the breadth and limits of its territorial sea and its airspace;
c) any dispute in respect of which any other party to the dispute has accepted the compulsory jurisdiction of the Court only in relation to or for the purpose of that dispute; or where the acceptance of the Court’s compulsory jurisdiction on behalf of any other party to the dispute was deposited or ratified less than twelve months prior to the filing of the application bringing the dispute before the Court.
The Government of the Hellenic Republic may however submit before the Court any dispute, which is hereby exempted, through the negotiation of a special agreement (compromis). …», Greek Declaration recognizing the jurisdiction of the Court as compulsory, 14 January 2015.
16 Για παράδειγμα είναι γνωστή η δυσκολία που αντιμετώπισε η άξια νομική ομάδα που εκπροσώπησε την Ελλάδα, ως διάδικο μέρος στη γνωστή Υπόθεση fYROM κατά Ελλάδας (2011), στο ΔΔΧ, όπου αναζητήθηκαν δυνάμενα να προσκομισθούν επαρκή τεκμήρια για τις νομικές-διπλωματικές ενέργειες-αντιδράσεις που έλαβαν χώρα επίσημα προκειμένου να τεκμηριώσουν την επίσημη διαμαρτυρία της Ελλάδας έναντι των πράξεων του κράτους των Σκοπίων κατά παραβίαση των όρων της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, όπως ρηματικές διακοινώσεις κλπ., αλλά ματαίως, με αποτέλεσμα να μην είναι αρκούντως ισχυρή η υποστήριξη του σχετικού επιχειρήματος ενώπιον του Δικαστηρίου.
17 Τέτοιοι δείκτες θα μπορούσε για παράδειγμα να ταυτοποιηθούν ως π.χ. ο βαθμός συμμόρφωσης στους εφαρμοστέους δικαιϊκούς κανόνες, η παράσταση νομιμότητας του κάθε δρώντα (δηλαδή το κατά πόσο «εκπέμπει» διεθνή νομιμοφροσύνη στην υπόλοιπη διεθνή κοινότητα δείχνοντας ότι λειτουργεί σύννομα και με σεβασμό στις αρχές και τις αξίες του ΟΗΕ), το πόσο θέτει αθέμιτα αναθεωρητικούς στόχους και κατά πόσο η συμβολή του στη διεθνή δικαιοταξία έχει θετικό πρόσημο, ή κατά πόσο συμβάλλει είτε με τη διεθνή κρατική πρακτική (ενεργό συμμετοχή σε διεθνείς συμφωνίες ή διεθνείς πράξεις), ή μέσω της εγχώριας academia (στο μέτρο που αυτή συμβάλλει) στη διαμόρφωση, την αποτελεσματική εξέλιξη ή την προοδευτική ερμηνεία των διεθνών κανόνων.
18 Ενδεικτικά, βλέπε τις 3 συνολικά κατατεθειμένες επιστολές του Πρέσβη Feridun Sinirlioğlu, Επικεφαλή της Τουρκικής Διπλωματικής Αποστολής στα Ηνωμένα Έθνη, όπου οι τουρκικές αναθεωρητικές διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων εις βάρος της Ελλάδος και στο χώρο ης Ανατ. Μεσογείου τίθενται με τον πλέον επίσημο τρόπο στη διεθνή κοινότητα.