today-is-a-good-day
14.7 C
Athens

Γιάννης Καλατζόπουλος: «Ζούμε υπό την δικτατορία μιας ψευδο-πρωτοπορίας που αδιαφορεί και εχθρεύεται την άνοδο του μέσου επιπέδου»

«Είμαι εναντίον των περιορισμών και των απαγορεύσεων στην Τέχνη. Αλλά είμαι ακόμα πιο εναντίον στην εκχώρηση απόλυτης ελευθερίας σε ΜΙΑ ΜΟΝΟ άποψη για την Τέχνη». Γιάννης Καλατζόπουλος. Με χιλιόμετρα επί της θεατρικής σκηνής, με συμμετοχή σε ταινίες από παιδί, με δικά του πεζά κ.α. και με διασκευές κλασικών συγγραφέων για παιδιά. Συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, του το αναγνωρίζεις: έχει όλα τα εχέγγυα, μαζί και το ταλέντο, ώστε να εκφράσει την άποψή του για τη σημερινή θεατρική και πολιτιστική πραγματικότητα. Οι επαφές μας για τη συνέντευξη αυτή στο Thepresident.gr έγιναν πριν από την γνωστή παράσταση στην Επίδαυρο, σχετίζονται όμως με το αρχαίο δράμα, καθώς αυτό είναι στο επίκεντρο κάθε καλοκαίρι.

Ο Γιάννης Καλατζόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Από μικρός στον κινηματογράφο και στο θέατρο για παιδιά, έγινε γνωστός σαν «παιδί-θαύμα». Στο θέατρο των ενηλίκων έπαιξε σημαντικούς ρόλους παιδιών, με δασκάλους και σκηνοθέτες τον Αλέξη Μινωτή, τον Κάρολο Κουν, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Ντίνο Δημόπουλο, την Κα Κατερίνα κ.ά. Τέλειωσε την Δραματική Σχολή παράλληλα με το Γυμνάσιο, με δασκάλους τον Γρηγόρη Βαφιά, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Κώστα Μπάκα, την Ελένη Ζαφειρίου, την Βέρα Ζαβιτσιάνου, την Όλγα Τουρνάκη, τον Λάμπρο Κωστόπουλο, τον Δημήτρη Κωνσταντινίδη και τον Κωστή Μεραναίο. Τέλειωσε την Πάντειο (1973) και τη Νομική Αθηνών (1976). Παρακολούθησε μαθήματα σκηνοθεσίας θεάτρου στην Accademia Nazionale d’Arte Drammatica και θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο «La Sapienza» της Ρώμης (1985-87) με δασκάλους τους Άλντο Τριόμφο, Λούκα Ρονκόνι, Ντάριο Φο, Βιτόριο Γκάσμαν, Φερούτσο Μαρόττι, Μόνικα Βίτι κ.ά.

Ως επαγγελματίας ηθοποιός εργάστηκε σε πολλούς θιάσους μέχρι φέτος, οπότε και ανακοίνωσε πως πήρε απόφαση να σταματήσει τις εμφανίσεις. Στον κινηματογράφο έκανε εμφανίσεις και ύστερα από εκείνες του παιδιού- θαύματος, σε σημαντικές ταινίες. Επαιξε επίσης σε σήριαλ- σταματώντας το 2010.

Έχει σκηνοθετήσει πάνω από 80 παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ, στα ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Ιωαννίνων, Κομοτηνής, Κέρκυρας, Καβάλας, Κοζάνης και Βέροιας, καθώς και σε πολλούς ιδιωτικούς ή συνεταιρικούς θιάσους. Από το 1982 μέχρι το 2005 διηύθυνε την Ομάδα Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας λειτούργησε και η Παιδική Αυλαία. Διετέλεσε πρόεδρος του ΣΕΗ (1990-92), διευθυντής στο Παιδικό Στέκι του Εθνικού Θεάτρου (2003-2004), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Θεάτρου για τα Παιδιά και τους Νέους και της Eπιτροπής του ΥΠΠΟ για τα Kρατικά Bραβεία παιδικού θεατρικού έργου. Έχει διασκευάσει για παιδιά, έργα του Αριστοφάνη, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Ίψεν, του Λόρκα, του Μπρεχτ κ.ά. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία.

– Ακριβώς τις ημέρες που κάνουμε αυτή τη συζήτηση, παρουσιάστηκε το φαινόμενο να έχουμε αποχωρήσεις και μάλιστα μαζικές από μια διασκευή του Αριστοφάνη, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Κατά πρώτον: έχει δικαίωμα να αποχωρήσει ένας θεατής διαμαρτυρόμενος με αυτό τον τρόπο ή συνιστά «χωριατιά»;

«Δε μπορώ να απαντήσω μ’ ένα «ναι» ή μ’ ένα «όχι». Εξαρτάται. Αν κάποιος έχει πάει ξέροντας τι πρόκειται να δει, μόνο και μόνο για να φύγει στη μέση διαμαρτυρόμενος, δεν συμφωνώ. Αυτό δεν συνιστά «χωριατιά» (όρος με τον οποίο επίσης δεν συμφωνώ γιατί πιστεύω πως οι κάτοικοι της υπαίθρου είναι συνήθως βαθύτατα ευγενείς κι ας μην έχουν διδαχθεί το σαβουάρ βιβρ) αλλά στημένη προβοκάτσια, η οποία μπορεί να οργανωθεί από «αντιφρονούντες» όλων των ειδών και με διάφορα κίνητρα.

Έχουν υπάρξει τέτοιες διαμαρτυρίες από φανατικούς θρησκόληπτους π.χ. εναντίον θεατρικών παραστάσεων και κινηματογραφικών έργων υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου, όπως στην πρώτη παράσταση των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη από τον Κάρολο Κουν κ.ά. Είναι όμως άλλο πράγμα όταν κάποιος ανυποψίαστος και καλοπροαίρετος θεατής παίρνει τα παιδιά του και τα πηγαίνει στην Επίδαυρο να γνωρίσουν τον Αισχύλο ή τον Αριστοφάνη και βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια κακόγουστη παραχάραξη, σ’ ένα αντιαισθητικό μανιφέστο κατά του κοινωνικού χαρακτήρα της Τέχνης και υπέρ του άκρατου ατομικισμού, υπέρ της αποθέωσης του μηδενισμού και της απόλυτης περιφρόνησης του Κοινού.

Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν ξέρω πόσο μπορεί να αντέξει κάποιος και να μη φύγει διαμαρτυρόμενος. Στην αρχαιότητα αυτό όχι μόνο δεν απαγορευόταν αλλά εθεωρείτο  επιβεβλημένη, δημοκρατική υποχρέωση του ενεργού και συνειδητοποιημένου πολίτη. Αλλά και στα νεότερα χρόνια, το γιουχάισμα και το «μαξιλάρωμα» αποτελούσε κεκτημένο δικαίωμα των θεατών και έθετε κάποια λογικά όρια στην ελευθερία των ηθοποιών να κάνουν βλακείες και «μπαλαφάρες» πάνω στην Σκηνή»

– Φέτος έχουμε δύο κωμωδίες του Αριστοφάνη σε διασκευή στην Επίδαυρο- και ανά την Ελλάδα φυσικά- έχουμε και άλλες ανάλογες παραστάσεις. Εχουμε και «καινοτομίες» όπως συμμετοχή κοινού στη δίκη σε αρχαία τραγωδία. «Με αυτόν τον τρόπο η παράσταση θα γίνει η αφορμή για την ανάπτυξη ενός δημοσίου διαλόγου που τόσο λείπει από τις μέρες μας» λένε οι συντελεστές. Προσφέρεται το αρχαίο δράμα για όλα αυτά;

«Α, μου κάνετε ερωτήσεις που η απάντησή τους αρχίζει πάντα με το ίδιο ρήμα: Εξαρτάται. Δε μπορεί κανείς να είναι εκ των προτέρων κατηγορηματικός για το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Όλα είναι θέμα αγάπης, γνώσης και ταλέντου. Αγάπης προς τον Άνθρωπο, γνώσης του Αρχαίου Δράματος και ταλέντου να μπορείς να μετουσιώσεις την όποια ιδέα σου σε καλλιτεχνικό έργο. Θα προσέθετα και εντιμότητας.

Η ιστορία του Θεάτρου είναι η ιστορία, η σκυταλοδρομία θα έλεγα, των διασκευών. Αρχαίους πασίγνωστους και κοινόχρηστους μύθους διασκεύαζαν οι Τραγικοί αλλά και ο Αριστοφάνης. Τους Έλληνες διασκεύαζαν αργότερα οι Λατίνοι συγγραφείς. Τα περισσότερα έργα του Σαίξπηρ είναι «διασκευές» από έργα των Ελλήνων και των Ρωμαίων, αλλά και ο Ο’Νηλ, ο Μπρεχτ, ο Ανούιγ, ο Μύλερ και πολλοί άλλοι πάτησαν πάνω στους αρχαίους κι έφτιαξαν τα δικά τους, σύγχρονα με την εποχή τους αριστουργήματα, που αντέχουν μέχρι την δική μας εποχή. Αλλά όλοι αυτοί πρώτον, είχαν αγάπη για τον Άνθρωπο. Ακόμα και όταν τον μαστίγωναν για τα ελαττώματά του, δεν το έκαναν για να τον εξοντώσουν αλλά για να τον βοηθήσουν να γίνει καλύτερος. Πίστευαν ότι μπορεί να γίνει καλύτερος!

Δυστυχώς οι περισσότεροι από τους δικούς μας επίδοξους ανανεωτές του Θεάτρου μας φαίνεται σα να μισούν τον μέσο άνθρωπο και να τον θεωρούν ανίκανο να εξελιχθεί. Δεύτερον, όλοι αυτοί που ανέφερα, ο Σαίξπηρ, ο Μπρεχτ κλπ., πλησίαζαν τα πρότυπα που διασκεύαζαν με γνώση, σεβασμό και σεμνότητα. Τρίτον, είχαν ταλέντο. Έπαιρναν ένα άνθος  που στα μάτια των συγχρόνων τους έμοιαζε μαραμένο και νεκρό, και το ζωντάνευαν κάνοντάς το να μοσχοβολάει μ’ ένα καινούργιο, φρέσκο άρωμα. Και είχαν τέλος την εντιμότητα να λένε ότι έγραψαν ένα καινούργιο, δικό τους έργο ή ότι έκαναν μια διασκευή. Δεν κορόιδευαν τον κόσμο. Δεν σφετερίζονταν, όπως γίνεται τώρα, την αυθεντία ενός πεθαμένου που οι ιδέες του παραμένουν ζωντανές στους αιώνες, για να σερβίρουν τις δικές τους πεθαμένες ιδέες –αν και οι ίδιοι ζουν, όπως ζουν τέλος πάντων.»

– Εχετε πει ότι τελευταία, έστω και με εντυπωσιακή καθυστέρηση, άρχισαν να αγανακτούν και να τοποθετούνται δημόσια όλο και περισσότεροι πνευματικοί άνθρωποι για την συστηματικά και ενορχηστρωμένα επιχειρούμενη “κατεδάφιση” όχι μόνο της εμβληματικής Επιδαύρου αλλά και του Πολιτισμού στο σύνολό του». Θέλετε να το εξηγήσετε περαιτέρω;

«Τι να εξηγήσω; Είναι πολλοί δυστυχώς εκείνοι που έστρωσαν με ροδοπέταλα το δρόμο στο σημερινό νέο κατεστημένο, παραπλανημένοι ίσως από την αρχική μεταμφίεσή του σε  αγνή και άδολη πρωτοπορία. Τώρα ξύπνησαν και σαν τις μωρές παρθένες κλαίνε και οδύρονται αλλά είναι πλέον αργά.

Δεν πιστεύω σε συνωμοσιολογίες. Αλλά μου κάνει φοβερή εντύπωση, ας πούμε, ότι ο Πρωθυπουργός αδειάζει μέσα σε μισή ώρα τον υπουργό που εισηγήθηκε την έφιππη αστυνομία και δεν ιδρώνει το αυτί του όταν σείεται το Πανελλήνιο για θέματα Πολιτισμού. Λένε μερικοί ότι ο Πολιτισμός έχει εκχωρηθεί εν λευκώ εδώ και 30 χρόνια σε κάποιο εξωθεσμικό κέντρο, υπεράνω κυβερνήσεων, εξ ού και παραμένουν τόσα χρόνια οι ίδιοι 20-30 άνθρωποι να αποδομούν και να… δέρνουν στα διάφορα Ιδρύματα, στα Κρατικά Θέατρα και στα Φεστιβάλ. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν αλλά αυτοί εκεί. Δε θέλω να το πιστέψω, αλλά αν δεν ισχύει αυτό – αν δηλαδή δεν αποφασίζει κάποια «μυστική σέχτα» για τα πολιτιστικά μας, τότε θα πρέπει να συμβαίνει το άλλο: ότι δηλαδή και η τωρινή κυβέρνηση και οι προηγούμενες έχουν συμφωνήσει επιτέλους σε ένα πράγμα, στην πνευματική και ηθική εξαθλίωση του ελληνικού λαού.

– Να έχουν ελευθερία οι αποδομούντες το αρχαίο δράμα, όμως πού σταματούν να αποδομούν και φτάνουν να βυσσοδομούν; Ποιο είναι το μέτρο, το όριο και ποιο το μέσον για να τηρηθεί;

«Είμαι εναντίον των περιορισμών και των απαγορεύσεων στην Τέχνη. Αλλά είμαι ακόμα πιο εναντίον στην εκχώρηση απόλυτης ελευθερίας σε ΜΙΑ ΜΟΝΟ άποψη για την Τέχνη. Ακούγεται πολύ δημοκρατικό και φιλελεύθερο το να δίνεις απόλυτη ελευθερία. Αλλά όταν δεν την δίνεις σε όλους, τότε η απόλυτη ελευθερία της ΜΙΑΣ ΑΠΟΨΗΣ γίνεται απόλυτη φίμωση  όλων των άλλων απόψεων. Και αυτό δεν απέχει και πολύ από τον φασισμό».

– Οι πρωταγωνιστές στο αρχαίο δράμα κατά το παρελθόν δεν έπρεπε καν να έχουν παίξει στην τηλεόραση. Τώρα γεμίσαμε τηλεοπτικούς αστέρες. Βοηθά αυτό, ή το αντίθετο;

«Κοιτάξτε, κι εδώ έχει γίνει μια τραγική παρεξήγηση. Όχι μόνο δεν είναι κακό να παίζουν στην Επίδαυρο τηλεοπτικοί αστέρες, αλλά αντίθετα είναι καλό και άγιο. Γιατί το ζητούμενο είναι να προσελκυσθεί το ευρύ Κοινό. Το θέμα είναι να παίζουν στην Επίδαυρο –και στο Θέατρο γενικότερα- όχι επειδή είναι γνωστοί από την τηλεόραση αλλά επειδή είναι καλοί ηθοποιοί. Υπάρχουν υπέροχοι ηθοποιοί, ικανότατοι να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις του Θεάτρου, που είναι συγχρόνως ΚΑΙ τηλεοπτικοί αστέρες για κάποιο λόγο. Αλλά υπάρχουν και άλλοι που μόλις ανοίξουν το στόμα τους  εκτίθενται, όχι μόνο στην Επίδαυρο αλλά ακόμα και σ’ ένα θεατράκι 50 θέσεων. Είναι θέμα επιλογής. Και επιλογής αυτών που επιλέγου»ν.

– «Κάποτε προβληματιζόμαστε για το πώς θα κάνουμε τον κόσμο να φύγει απ’ το Δελφινάριο και την τηλεόραση και να έρθει στην Επίδαυρο. Τώρα εγκαταστήσαμε στην Επίδαυρο το Δελφινάριο και την τηλεόραση και το πρόβλημα λύθηκε» γράψατε πρόσφατα στο Facebook. Είναι, λοιπόν, τα πράγματα όσο ανησυχητικά;

«Νομίζω ότι αυτό το έχουν καταλάβει πια οι περισσότεροι άνθρωποι. Δεν κατηγορώ το Δελφινάριο ούτε αυτούς που τους αρέσει -δικαίωμά τους. Λέω απλώς ότι αποτελεί υποχρέωση όσων θέλουν να λέγονται “πνευματικοί άνθρωποι” (και της Πολιτείας πρωτίστως) να προσπαθούν να βελτιώσουν το μορφωτικό και αισθητικό μας επίπεδο, ώστε σιγά-σιγά η Επίδαυρος να αυξάνει το Κοινό της χωρίς να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο από αυτό που είναι για να το προσελκύσει.

Να το πω και αλλιώς: Άμα έλεγες κάποτε “κουλτουριάρη” κάποιον που πάει στο Δελφινάριο, θα το θεωρούσε βρισιά. Τώρα ο ίδιος άνθρωπος πάει στην Επίδαυρο, βλέπει ένα θέαμα που μιμείται το Δελφινάριο, χασκογελάει, και επιπλέον καμαρώνει ότι έγινε και κουλτουριάρης.»

– Εχουν ανάγκη οι τραγικοί για «ανανέωση»; Δεν θα ξαναδούμε ποτέ, άραγε, κλασικές, ωραίες παραστάσεις; Όλα θα υποταχθούν στο θέαμα; Στην δήθεν άποψη; Το κείμενο δεν πρέπει να παρασταίνεται με το εσωτερικό του μέγεθος που είναι μεγάλο;

«Νομίζω ότι έχω ήδη απαντήσει. Θέλω όμως να προσθέσω και κάτι ακόμα. Ο πειραματισμός, η έρευνα και η ανανέωση είναι όχι απλώς αναγκαία αλλά απολύτως απαραίτητα. Και στον ιδρυτικό νόμο του Εθνικού Θεάτρου π.χ. ο πειραματισμός ορίζεται ως μία από τις πολλές υποχρεώσεις του. Μεταξύ των οποίων όμως ως πρώτη ορίζεται η πνευματική καλλιέργεια του ελληνικού λαού και η εξοικείωσή του με την θεατρική τέχνη.

Δηλαδή ο νομοθέτης (συγκεκριμένα ο Γεώργιος Παπανδρέου τότε, ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου)μερίμνησε, πολύ σωστά, ώστε να ανέβει το μέσο επίπεδο καλλιέργειας του κοινωνικού συνόλου. Πιστεύοντας, επίσης πολύ σωστά, ότι όσο πιο ψηλά φτάσει το μέσο επίπεδο, τόσο πιο ψηλά θα εκτιναχθεί και η πρωτοπορία.

Τώρα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ζούμε υπό την δικτατορία μιας ψευδο-πρωτοπορίας που αδιαφορεί και εχθρεύεται την άνοδο του μέσου επιπέδου, επειδή αν το μέσο επίπεδο ανέβει θα αποκαλυφθεί η απάτη της. Θα αποκαλυφθεί ότι στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για πρωτοπορία αλλά για μια θλιβερή απομίμηση της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας της περασμένης πεντηκονταετίας. Και δε μπορώ να μην αναφερθώ και εδώ στον Σπύρο Ευαγγελάτο που είχε πει λίγο πριν πεθάνει: ‘Αν δεν οικοδομεί κανείς, σε λίγο οι λεγόμενοι αποδομούντες δεν θα βρίσκουν τίποτα να αποδομήσουν’.»

– Υποχρέωση της πολιτείας (πρωτίστως) είναι να διδάσκει σωστά το αρχαίο δράμα και στα σχολεία και στα θέατρα. Το χρειαζόμαστε αυτό σήμερα; Τι πρέπει να γίνει εφόσον η πολιτεία έχει την πρώτιστη ευθύνη;

«Το Αρχαίο Δράμα είναι, μαζί με την Φιλοσοφία και την Δημοκρατία, η κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας στην Ανθρωπότητα. Θα έπρεπε και τα τρία να διδάσκονται σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Πανεπιστήμιο. Ειδικά για το Αρχαίο Δράμα θα έπρεπε κάποτε να ιδρυθεί ένα Ανώτατο Κέντρο Μελέτης, Έρευνας και Διάδοσης, όπου θα εκπαιδεύονταν θεωρητικοί και καλλιτέχνες, με σκοπό την ουσιαστική και έγκυρη αναβίωσή του στις σύγχρονες συνθήκες, και την παρουσίασή του σε όλα τα Αρχαία Θέατρα της Ελλάδας και της Μεσογείου, καθώς και σε όλα τα Πανεπιστήμια του Κόσμου.»

– Μιλήστε για την προσωπική σας σχέση επί δεκαετίες με το αρχαίο δράμα. Τι είναι για σας; Αληθεύει ότι δεν θα ανεβείτε ξανά στη σκηνή; Ούτε αν σας πρότειναν, π.χ. έναν ρόλο Δικαιόπολη; Τρυγαίου; Στρεψιάδη; Μνησίλοχου; Ποτέ;

«Θα προτιμούσα να μην απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση. Αγαπώ το Αρχαίο Δράμα και το μελετώ όσο μπορώ περισσότερο. Έχω αξιωθεί δυό φορές να παίξω στην Επίδαυρο αλλά υπό τις παρούσες συνθήκες δε νομίζω ότι προλαβαίνω. Και ελπίζω να πεθάνω εγώ πρώτος.»

Αγγελική Κώττη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ