Τετάρτη, 23 Απριλίου 2025
16.1 C
Athens

«Η Αστυπάλαια στον Χρόνο», ένα βιβλίο με αρχαιολογικές ανακαλύψεις

Δέκα χρόνια διενεργεί ανασκαφές στην Αστυπάλαια ο δρ Ανδρέας Βλαχόπουλος. Επί δέκα ανασκαφικές περιόδους, ο αρχαιολόγος καταθέτει τις εκθέσεις του, με τα ευρήματα αναλυτικά. Πλέον, αποφάσισε να εκδώσει έναν τόμο με αναλυτικά πορίσματα. O συλλογικός τόμος “Η Αστυπάλαια στον Χρόνο”  θα παρουσιαστεί στον θερινό κινηματογράφο του Πολιτιστικού Συλλόγου Αστυπάλαιας, στον Γιαλό της Χώρας, σε εκδήλωση του Δήμου Αστυπάλαιας, σήμερα Πέμπτη ώρα 21.00.

Το βιβλίο, σε επιστημονική επιμέλεια του Α. Βλαχόπουλου, πραγματεύεται τη διαχρονική πορεία της Αστυπάλαιας στους αιώνες (παλαιοντολογία, φυσικό περιβάλλον, αρχαιολογία, ιστορία, αρχιτεκτονική, παραδοσιακές δομές, περιηγητικά μονοπάτια) και είναι ο πρώτος τόμος που εκδίδει η Αρχαιολογική Έρευνα Πεδίου στο Βαθύ Αστυπάλαιας (Αρχαιολογική Εταιρεία) με αφορμή τα 10 χρόνια ανασκαφών στο Βαθύ. Τον τόμο παρουσιάζει ο ομότιμος  καθηγητής Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Δημήτρης Φιλιππίδης.

Ο τόμος “Η Αστυπάλαια στον Χρόνο” εκτυπώθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτισμικών Πόρων του Υπουργείου Πολιτισμού, ο οποίος ευγενώς ανέλαβε το υψηλό κόστος της εκτύπωσης και βιβλιοδεσίας. Το βιβλίο θα είναι προσιτό σε κάθε βιβλιόφιλο και αρχαιόφιλο, κυρίως όμως στους Αστυπαλαιώτες, που το περιμένουν με ανυπομονησία και περιβάλλουν με αγάπη το έργο μας. Το live streaming της  εκδήλωσης είναι:  https://www.facebook.com/DimosAstypalaias

Θα χαιρετήσουν ο ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας Χρίστος Ντούμας και η Πρόεδρος του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτισμικών Πόρων του Υπουργείου Πολιτισμού, Δρ. Νικολέτα Βαλάκου.

Η έρευνα στο Βαθύ της Αστυπάλαιας τελείται υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και µε την υποστήριξη του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων από το 2011 διεξάγονται αρχαιολογικές έρευνες πεδίου στο Βαθύ της Αστυπάλαιας, που έχουν ως στόχο τη µελέτη µιας εξαιρετικά προνοµιακής θέσης του προϊστορικού Αιγαίου µε δυναµικό διαχρονικό χαρακτήρα.

Όπως σημειώνει σε άρθρο του ο Ανδρέας Βλαχόπουλος, «ο Χρίστος Ντούµας είχε αντιληφθεί τη σηµασία της προϊστορικής εγκατάστασης στο Βαθύ και είχε συνδυάσει τη στρατηγική σηµασία του µε την καίρια για την ασφαλή ναυσιπλοΐα θέση της Αστυπάλαιας, που αποτελούσε µεσοπέλαγη «σκάλα» µεταξύ των Κυκλάδων, των ∆ωδεκανήσων και της Μικράς Ασίας43. Η ανεύρεση, από τον ίδιο, βιολόσχηµου ειδωλίου της πρώιµης 3ης χιλιετίας π.Χ. πιστοποιούσε την επιρροή της Αστυπάλαιας από τις γειτονικές Κυκλάδες ήδη από την αυγή της προϊστορίας, παρά από τα νησιωτικά συγκροτήµατα του Νότιου και Ανατολικού Αιγαίου.

Στο ίδιο συµπέρασµα συνέτεινε και η βραχογραφία σπείρας σε ισχυρό αναληµµατικό τοίχο της βόρειας ακτής, αφού τόσο η τέχνη της επίκρουσης σε βράχους όσο και το ίδιο το µοτίβο χαρακτηρίζουν τη νοοτροπία και την αισθητική των Κυκλαδιτών στην τέχνη της εποχής εκείνης».

Το Βαθύ, σύμφωνα με τον ανασκαφέα, είναι φυσικά προστατευµένη χερσόνησος που ελέγχει την από θαλάσσης στενή πρόσβαση από το πέλαγος προς τον οµώνυµο «βαθύ» κόλπο, εξασφαλίζοντας την πλήρη εποπτεία µιας ευρείας θαλάσσιας και χερσαίας περιοχής. Το Βαθιώτικο τοπίο είναι βραχώδες και αδρό, αλλά διαθέτει πλούσια βλάστηση από βραχύσωµους κέδρους (φίδες), σκίνα και αρµυρίκια, κατάλληλη κυρίως για την κτηνοτροφία και τη µελισσοκοµία.

«Στην ανατολική απόληξη της χερσονήσου που οι ντόπιοι αποκαλούν Πύργος και στο ακρωτήριο που ονοµάζεται Ελληνικό ιδρύθηκε κατά τη µετάβαση από την 4η στην 3η χιλιετία π.Χ. εγκατάσταση, της οποίας ογκολιθικοί περίβολοι και αναληµµατικοί τοίχοι, παράκτιες αναβάθρες, κτιστές κατασκευές και µονοπάτια λαξευµένα στον βράχο είναι σήµερα ορατά, διαµορφώνοντας εντυπωσιακή ακρόπολη της Πρώιµης Εποχής του Χαλκού» συνεχίζει ο αρχαιολόγος.

«Οι προϊστορικές εγκαταστάσεις που επιχωριάζουν στο ακρωτήριο Ελληνικό ξεχωρίζουν σε όγκο, ποικιλία και ευρήµατα ανάµεσα στις σύγχρονές τους στο Αιγαίο και βοηθούν σηµαντικά την έρευνα στο να κατανοήσει τις νησιωτικές κοινωνίες του αρχιπελάγους που δραστηριοποιήθηκαν κατά την 4 η και 3η χιλιετία π.Χ.»

Η  ανασκαφή ταφής Μεσολιθικών χρόνων (10η / 9η χιλιετία π.Χ.) στην απόκρηµνη Σπηλιά του Νέγρου, επάνω από τις Βάτσες, η εγκατάσταση της 4ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. στον ίδιο θάλαµο και η µετατροπή του σε τόπο λατρείας των Νυµφών δίνουν µερικές από τις διαχρονικές διαστάσεις των σπηλαίων της Αστυπάλαιας, τις οποίες ίσως κάποτε εµπλουτίσει περαιτέρω ο εντυπωσιακός οξυκόρυφος σπηλαιοθάλαµος του Βαθιού.

«Οι φυσικές διακλάσεις τεµαχίζουν εύκολα τον γκρίζο βράχο και οι άνθρωποι από το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ., τουλάχιστον, τον λατόµευαν, τον µετακυλούσαν και τον έκτιζαν µε µεγάλη ευκολία σε αναληµµατικούς τοίχους, περιβόλους, κτήρια, πύλες, αναβάθρες και καταστρώµατα µονοπατιών, µεταµορφώνοντας το Βόρειο-Βορειοανατολικό τµήµα του ακρωτηρίου σε µια εντυπωσιακή ακρόπολη επιφάνειας 7-8 στρεµµάτων».

Οικοδοµικό πρόγραµµα τέτοιας εµβέλειας και έκτασης, απαιτεί «τεχνογνωσία, τεχνολογία, συντονισµό και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναµικού, στοιχεία που προϋποθέτουν επιτελικό έλεγχο και πολιτική οργάνωση ώριµων κοινωνικών δοµών για τον οικισµό στο Βαθύ. Από τη µεγάλη ποσότητα κεραµικής που υπάρχει παντού τριγύρω και έχει προκύψει από τις ανασκαφικές τοµές, τα εν λόγω έργα µπορούν να χρονολογηθούν στη µετάβαση από το τέλος της 4ης (Τελική Νεολιθική) στις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. (Πρώιµη Εποχή του Χαλκού I), κεραµική φάση που γεφυρώνει την Τελική Νεολιθική «Αττική-Κεφάλα» και την Πρωτοκυκλαδική Ι φάση «Γρόττα-Πηλός».

Σημαντικά όσο και μυστηριώδη είναι τρία σύνολα βρεφικών εγχυτρισμών, δηλαδή ενταφιασµοί αρτιγενών ή λίγων µηνών βρεφών µέσα σε οικιακά αγγεία που ήταν πλέον αχρηστευµένα ή σπασµένα. Τα τρία σύνολα εγxυτρισµών που ήλθαν στο φως στο Βαθύ συνιστούν έναν σπάνιας οµοιογένειας χρονολογικό ορίζοντα της Τελικής Νεολιθικής / Πρωτοχαλκής Ι (3200-2800 π.Χ.) για το Αιγαίο, µε την οικεία κεραµική να τεκµηριώνει την ικανή κατάρτιση των αγγειοπλαστών της Αστυπάλαιας και τις αµοιβαίες επιρροές από τα εργαστήρια της Αµοργού, της Νάξου και άλλων νησιών.

Από τα πρώτα χρόνια των ερευνών στο Βαθύ το πλέον σηµαντικό εύρηµα υπήρξε ο µεγάλος αριθµός προϊστορικών βραχογραφιών που εντοπίστηκαν σε ευρεία έκταση των βράχων του ακρωτηρίου, κτιστών, λατοµευ µένων και ριζιµιών. Αναπαραστατικά θέµατα (πλοία, εγχειρίδια) διαπιστώθηκαν κυρίως σε «πυλίδες-εισόδους» προς την ακρόπολη, αλλά το πλέον συνεπές στην επανάληψή του µοτίβο είναι οι σπείρες (συνεχούς γλυφής και στικτές), εντοπιζόµενες κυρίως σε λαξευµένα στον βράχο µονοπάτια, που συνιστούν το δίκτυο κυκλοφορίας στο ακρωτήριο και καταλήγουν στις πύλες σημειώνει ο κ. Βλαχόπουλος

Σύμφωνα με το Astypalaia.net, στο πέρασμα του χρόνου πολλά ονόματα συνόδευσαν το νησί όπως τα έδωσαν αυτοί που πάτησαν τη γη της:

Αστυπάλαια (‘Αστυ + παλαιά δηλαδή παλιά πόλη, το όνομα δόθηκε από τους Δωριείς κατά τη γεωμετρική εποχή)

Αστροπαλιά (‘Αστρο + παλαιό)

Πύρρα (εξαιτίας του κοκκινωπού χρώματος του εδάφους, το όνομα δόθηκε από τους Φοίνικες)

Πυλαία, Σταμπάλια, Τράπεζα των Θεών, Ιχθυόεσσα (για τα άφθονα ψάρια στα νερά της)

Η μυθολογία, σε διαφορετικές εκδοχές, θέλει την Αστυπάλαια κόρη του Αγήνορα και της Τηλέφασσας ή Αγριόπης και αδερφή της Ευρώπης ή κόρη του Φοίνικα (γιού του Αγήνορα) και της Περιμήδης.

Από την ένωση της Αστυπάλαιας με τον Ποσειδώνα γεννιέται ο Ευρύπυλος και ο Αγκαίος βασιλιάς τωβν Λελέγων ο οποίος πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία.

Πρώτοι κάτοικοι του νησιού σύμφωνα με παραδόσεις, φέρονται οι Κάρες μέχρι την απώθηση τους από τους Μινωίτες και αργότερα από τους Μυκηναίους στα παράλια της Μ. Ασίας στη περιοχή που πήρε το όνομα τους Καρία.

Αργότερα οι Λέλεγες κατοίκησαν το νησί όπως και αρκετά μέρη της λόγω της ανεπαρκούς συστηματικής αρχαιολογικής ανασκαφής, εντούτοις κάποια ευρήματα τεκμηριώνουν την ύπαρξη πρώιμων εγκαταστάσεων όπως το βιολόσχημο ειδώλιο που εκτίθεται στο μουσείο της Αστυπάλαιας, μερικές λεπίδες οψιανού και η αριστερόστροφη σπείρα πάνω στην επιφάνεια βράχου στο Βαθύ.

Η γεωγραφική της θέση και η πληθώρα φυσικών λιμανιών συνέβαλαν ώστε να υπάρξει εμπορικός σταθμός στις μετακινήσεις των Αιγαιοπελαγιτών. Εξάλλου ήταν διαδεδομένη και η μεταφορά του οψιανού από την Μήλο προς τα παράλια της Μ. Ασίας.

Κατά τον Μινωικό πολιτισμό και την επικράτηση της χρυσής εποχής η Αστυπάλαια θεωρούνταν σημαντική κτήση. Όταν καταστρέφονται οι Μινωίτες από την έκρηξη ηφαιστείου της Θήρας, έρχονται να τους διαδεχθούν οι Μυκηναίοι όπου όμως αρκετά στοιχεία του πολιτισμού τους πατούν στους Μινωίτες.

Την παρουσία των Μυκηναίων στην Αστυπάλαια τεκμηριώνουν τα ευρήματα θολωτών τάφων στο Αρμενοχώρι και Σύγκαιρο όπως και εντυπωσιακά κτερίσματα που εκτίθενται σήμερα στο μουσείο της.

Με την «κάθοδο» των Δωριαίων δημιουργείται μια νέα προοπτική στο Ελλαδικό χώρο. Οι Δωριείς καταλαμβάνουν την Αργολίδα καταστρέφοντας του Μυκιναίους. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να καταλάβουν και την Αθήνα στρέφονται σε εξορμήσεις προς την Μ. Ασία και σε αυτή την φάση αποικούν και στην Αστυπάλαια. Κατά τον Στράβωνα, Αστυπαλιώτες δωρικής καταγωγής αποίκησαν το Ροίτιον στην Προποντίδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ